Η ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί και πρέπει να βάλει τη χώρα σε τροχιά κοινωνικής αναγέννησης. Του Γιάννη Τόλιου.
Πέρασαν δέκα χρόνια από τη συμμετοχή της χώρας στο ευρώ και βιώνουμε σήμερα τη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση, για την οποία μεγάλες ευθύνες έχει το σαθρό οικοδόμημα της ΟΝΕ. Αρκεί να θυμηθούμε τα στερεότυπα που καλλιέργησαν οι υποστηρικτές ευρέος φάσματος της ΟΝΕ σε σύγκριση με τη σημερινή τραγική πραγματικότητα. Προσδοκίες σύγκλισης οικονομιών με διάθεση επαρκών κοινοτικών κονδυλίων, προσδοκίες βαθμιαίας εξίσωσης κοινωνικών κατακτήσεων του ευρωπαϊκού κινήματος, προσδοκίες σύγκλισης μισθών, συντάξεων και αναβάθμισης κοινωνικών δικαιωμάτων, προσδοκίες κοινοτικής συνδρομής και αλληλεγγύης σε έκτακτες καταστάσεις, προσδοκίες τέλος ότι η κρίση της Ευρωζώνης θα οδηγούσε σε επανεξέταση του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος για «περισσότερη» και «καλύτερη» Ευρώπη κ.ά.
Δυστυχώς, όλες οι παραπάνω προσδοκίες διαψεύστηκαν οικτρά. Ο ελληνικός λαός, όσο και οι λαοί κυρίως του ευρωπαϊκού νότου, βιώνουν μια «κοινωνική αντεπανάσταση» που έχει στόχο να μην αφήσει «λίθον επί λίθου» από το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» και τα δικαιώματα των εργαζόμενων, θυσία στο βωμό του κέρδους των τραπεζιτών και της συσσώρευσης κεφαλαίου.
Νέα δεσμά στους εργαζόμενους
Ειδικότερα με τις αποφάσεις της τελευταίας συνόδου των αρχηγών των κρατών-μελών, οι λαοί και οι εργαζόμενοι της Ευρώπης καλούνται σε ολοκληρωτική πλέον υποταγή στις εντολές του διευθυντηρίου των Βρυξελλών. Αντί να βγουν συμπεράσματα για τις αρνητικές συνέπειες του Συμφώνου Σταθερότητας, αποφάσισαν την «αυστηρότερη» εφαρμογή του: α) με έλεγχο και έγκριση των εθνικών προϋπολογισμών από τις Βρυξέλλες πριν από τα εθνικά κοινοβούλια, β) αυστηρή επιτήρηση του δημόσιου χρέους και παραμονή του κάτω από το 60% του ΑΕΠ, γ) αυτόματη λήψη διορθωτικών μέτρων σε κάθε χώρα εάν παραβιάζονται οι δημοσιονομικοί στόχοι των τριετών προγραμμάτων σταθεροποίησης και δ) επιβολή αυστηρών κυρώσεων στους παραβάτες (π.χ. αναστολή δικαιώματος ψήφου, περικοπή κονδυλίων κτλ.).
Πρόκειται ουσιαστικά για στραγγαλισμό των αδύνατων οικονομιών, οι οποίες μετά την απώλεια της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, χάνουν τώρα και τη δημοσιονομική με αποτέλεσμα να παραμένει μόνο ο μηχανισμός της εισοδηματικής πολιτικής ως μοχλός στήριξης της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών τους, δηλαδή με συμπίεση όλο και προς τα κάτω των μισθών, των επιδομάτων, των κοινωνικών δαπανών κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αποφάσεις δεν γίνεται καμιά αναφορά σε συγκεκριμένα μέτρα ανάπτυξης, αύξησης της απασχόλησης, εξίσωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, σύγκλισης οικονομιών κ.ά.
Στην πραγματικότητα επισημοποιείται σε επίπεδο πολιτικής η εντονότερη λειτουργία του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης ο οποίος γεννάει αντίστοιχες κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις. Διαιωνίζεται δηλαδή ο δυσμενής τρόπος συμμετοχής μιας αδύναμης οικονομίας (π.χ. της Ελλάδας) στην ΟΝΕ και οι «παράπλευρες απώλειες» που παράγει στην οικονομία και κοινωνία, παρ’ ότι παράγει οφέλη στους τραπεζίτες και γενικά στην οικονομική ελίτ. Άρα η επανεξέταση της συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ και το ευρώ αφορά όχι μόνο το σήμερα αλλά κυρίως το αύριο της ελληνικής κοινωνίας που κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες όλο και περισσότερο θα περιθωριοποιείται. Απλή απόδειξη αυτού αποτελούν τα μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης και της τρόικας στα πλαίσια της δανειακής στήριξης (Μνημόνιο) της χώρας με 110 δισ. ευρώ.
Τα αποτελέσματα των μέτρων κυβέρνησης-Ε.Ε.-ΔΝΤ-ΕΚΤ
Τα πρωτοφανή σε σκληρότητα μέτρα (δραστική περικοπή μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, μεγάλες αυξήσεις έμμεσων φόρων, κατεδάφιση εργασιακών σχέσεων, ξεθεμελίωμα κοινωνικού και ασφαλιστικού συστήματος, παραπέρα ξεπούλημα για ό,τι έχει απομείνει από την κρατική περιουσία, νέο πακέτο στήριξης 25 δισ. στις τράπεζες ως συνέχεια των 28 δισ. πέρυσι κ.ά.) σηματοδοτούν πολιτική «κοινωνικής αντεπανάστασης» του χρηματιστικού κεφαλαίου με στόχο τη μεγαλύτερη ανακατανομή εισοδήματος σε όφελος της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας στην Ελλάδα και στην Ε.Ε.
Η συγκεκριμένη πολιτική δεν είναι απλά «άδικη μεν αλλά αναγκαία», όπως λέει ο κ. πρωθυπουργός, αλλά κοινωνικά ανάλγητη, πολιτικά αντιδραστική και οικονομικά αναποτελεσματική, διότι βουλιάζει όλο και περισσότερο τη χώρα σε ύφεση, ανεργία, φτώχεια και περιθωριοποίηση. Το δημόσιο χρέος στο όνομα του οποίου προωθούνται τα συγκεκριμένα μέτρα δεν πρόκειται να μειωθεί. Σύμφωνα με τις προβλέψεις θα αυξηθεί από 125% του ΑΕΠ το 2009 σε 175% το 2014! Από την άλλη, τα σκληρά μέτρα συνοδεύονται από πρωτοφανείς δεσμεύσεις στους δανειστές που μετατρέπουν την Ελλάδα σε ένα άθλιο προτεκτοράτο.
Χαρακτηριστική είναι η δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης στο λεγόμενο Μνημόνιο όπου, κατά παράβαση του Συντάγματος, αναφέρεται ότι η χώρα μας παραιτείται σε σχέση με τα περιουσιακά της στοιχεία από κάθε ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας, γεγονός που σημαίνει ότι δημόσια περιουσία ανυπολόγιστης υλικής ή πολιτιστικής αξίας κινδυνεύει με αναγκαστική εκποίηση σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από τους δανειστές μας και μη εξόφλησής τους! Από εδώ και τα διάφορα προσβλητικά δημοσιεύματα στον ξένο Τύπο, όπως του M. Strauss στη Herald Tribune, για εκχώρηση κυριαρχικών εδαφικών δικαιωμάτων σε περιοχές της επικρατείας προς εκμετάλλευση από τους δανειστές, με στόχο την αποπληρωμή του κρατικού χρέους. Δεν θα ήταν υπερβολή να αναφωνήσει κάποιος… πού είσαι, Πιουριφόι, να θαυμάσεις τα εγγόνια σου!
Ποια η διέξοδος για το εργατικό κίνημα
Είναι φανερό ότι μπροστά στο εργατικό κίνημα και συνολικά στην ελληνική κοινωνία προβάλλει ένα κεφαλαιώδες δίλημμα. Αποδοχή της κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας και οικονομική-κοινωνική εξουθένωση του ελληνικού λαού ή εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού προγράμματος εξόδου από την κρίση με δημιουργία μιας αντίστοιχης προοδευτικής κυβέρνησης; Η άρχουσα ελίτ, οι επιχειρηματικοί όμιλοι και το τρικομματικό σύστημα (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ΛΑΟΣ) με οριακές αποχρώσεις τάσσονται υπέρ της πρώτης λύσης έχοντας ως στόχο τα στενά ταξικά τους συμφέροντα.
Το εργατικό κίνημα και η ριζοσπαστική Αριστερά τάσσονται με τη δεύτερη λύση. Αυτό πρακτικά σημαίνει αμφισβήτηση των κυρίαρχων πολιτικών και απεγκλωβισμός της χώρας από το μηχανισμό στήριξης με άμεση ακύρωση όλων των αντιλαϊκών μέτρων που έχουν ληφθεί. Εθνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (οι τραπεζίτες έχουν ήδη πάρει το τριπλάσιο της αξίας του μετοχικού τους κεφαλαίου) ως βασική προϋπόθεση στήριξης του εθνικού προγράμματος παραγωγικής ανόρθωσης της χώρας, μείωσης της ανεργίας, αύξησης της απασχόλησης, του εθνικού εισοδήματος κ.ά. Ριζική στροφή στην ασκούμενη οικονομική πολιτική με πάταξη της φοροδιαφυγής-φοροκλοπής, αύξηση φορολογίας των κεφαλαιούχων και των εύπορων στρωμάτων, στήριξη της αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων για τόνωση της αγοράς και της παραγωγής, δραστική μείωση εξοπλιστικών προγραμμάτων, ενίσχυση των κονδυλίων για ανάπτυξη, περιβάλλον, κοινωνικές υπηρεσίες κ.ά.
Τέλος, άμεση επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους με όρους προοδευτικής εξόδου από την κρίση. Μια δημοκρατική επαναδιαπραγμάτευση προϋποθέτει εκτός από αμφισβήτηση των μέτρων της κυβέρνησης και του μηχανισμού στήριξης Ε.Ε.-ΔΝΤ-ΕΚΤ και την κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας, τον έλεγχο των αγορών και της κερδοσκοπικής κίνησης των κεφαλαίων, την ουσιαστική εποπτεία της ΕΚΤ κ.ά. Δηλαδή, σημαίνει σύγκρουση με τις πολιτικές της ΟΝΕ και αναπόφευκτα έξοδο απ’ αυτήν. Στα πλαίσια αυτά πρέπει να εντάσσουμε και την εκδοχή της «παύσης πληρωμών» ως μέσου πίεσης μιας φιλολαϊκής ρύθμισης του χρέους και ανάκτησης του δικαιώματος άσκησης οικονομικής πολιτικής υπέρ των εργαζόμενων και συνολικά της χώρας.
Ωστόσο, βασική προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η ανάπτυξη ενός ισχυρού λαϊκού κινήματος αντίστασης στις επιλογές κυβέρνησης-τρόικας, η εξασφάλιση κοινής δράσης των δυνάμεων της Αριστεράς και η δημιουργία μιας προοδευτικής κυβέρνησης, με πυρήνα τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που θα βάλει τη χώρα σε διαδικασία κοινωνικής αναγέννησης με προοπτική το σοσιαλισμό. Παράλληλα η ανάπτυξη κινήματος αλληλεγγύης και κοινής δράσης με τις αριστερές δυνάμεις στην Ευρώπη και ειδικότερα τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα ανατροπής συνολικά του αντιδραστικού οικοδομήματος της ΟΝΕ και επαναθεμελίωσης του ευρωπαϊκού οράματος, με πολιτικές και μέτρα σε όφελος των λαών και των εργαζόμενων της Ευρώπης.
* Ο Γιάννης Τόλιος είναι οικονομολόγος – ερευνητής