Στη νεανική μυθοπλασία «18», ο σκηνοθέτης του «Στοργή στο λαό» (2013) Βασίλης Δούβλης αποτυπώνει μέσα από μια παρέα λυκειόπαιδων τα αίτια που έχουν οδηγήσει σε μια ραγδαία άνοδο ρατσισμού και εθνικισμού. Επιλέγοντας ένα δυναμικό κοινωνικό ρεαλισμό μοντέρνας κοπής, ο σκηνοθέτης δημιουργεί ανάγλυφα το πορτρέτο του εκκολαπτόμενου νεοναζί, που τον εντάσσει χωροταξικά σε μια λαϊκή γειτονιά, αλλά και στην πανδημική πραγματικότητα, αναδεικνύοντας την επίδραση κοινωνικού περιβάλλοντος και σόσιαλ μίντια, τόσο από την πλευρά των θυμάτων, όσο και των θυτών.
Συναντήσαμε από κοντά τον δημιουργό και μιλήσαμε για την ταινία του, που κυκλοφόρησε αυτή τη βδομάδα.
Πώς προέκυψε το σενάριο και τι σημαίνει ο τίτλος «18»;
Η ιδέα του σεναρίου βασίστηκε σε πραγματικά περιστατικά, που συμβαίνουν σε πολλά ελληνικά σχολεία. Από εκεί άντλησα το πρωταρχικό υλικό για να γράψω το σενάριο μιας μυθοπλασίας. Ο τίτλος είναι ηθελημένα αμφίσημος, παραπέμπει στην ηλικία των πρωταγωνιστών, αλλά σε κάποιες σκηνές υπαινίσσεται και μια δεύτερη διάσταση, αποτελώντας αναφορά στο γνωστό ναζιστικό σύνθημα «18», από τα αρχικά του Αδόλφου Χίτλερ στο λατινικό αλφάβητο (1 για Α και 8 για Η). Στην αρχή, το αγόρι στην ταράτσα, χαζεύοντας στο κινητό του, κάνει λάικ σε ένα τατουάζ με σβάστικα και το 18 από κάτω.
Μιλήστε μας για την επιλογή αφηγηματικής δομής, μέσα από διαφορετικούς χαρακτήρες
Υπάρχει συγκεκριμένη αφηγηματική δομή, που δεν έχει έναν βασικό ήρωα, αλλά τρεις, τον μαθητή Μιχάλη, που βγάζει φωτογραφίες, τον Ηλία, που μόλις έχει απολυθεί από το στρατό και είναι ο βίαιος αρχηγός και τον μαθητή Στέλιο, που αρχικά γοητεύεται από τις ιδέες της συμμορίας, στη συνέχεια όμως μεταστρέφεται. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι συμπληρωματικοί. Δεν υπάρχει το μάτι του Θεού, ένας παντογνώστης. Το σενάριο είναι φτιαγμένο έτσι, ώστε η κάμερα να ακολουθεί με εσωτερική εστίαση αυτούς τους τρεις ήρωες. Δίχως πολλά γενικά πλάνα, η κάμερα είναι καρφωμένη στα πρόσωπα, υιοθετεί τη δική τους οπτική και παρακολουθεί τις διαδρομές τους, περιγράφοντας έναν κατακερματισμένο κόσμο, όπου εναλλάσσονται οι οπτικές γωνίες θυτών και θύματος.
Χτίζετε χαρακτήρες μέσα από στοιχεία του οικογενειακού περίγυρου, ενώ τους συστήνετε μέσα στο σχολικό περιβάλλον…
Δεν ήθελα μια ταινία μόνο από τη μεριά των θυμάτων, αλλά κυρίως από αυτή των θυτών. Με ενδιέφερε να ιχνηλατήσω τις κοινωνικές, οικογενειακές και προσωπικές διαδρομές καθενός, φέρνοντας στην επιφάνεια τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, για να αναδείξω τον καθοριστικό ρόλο κοινωνικού περιβάλλοντος, οικογένειας, σχολείου, μέσων μαζικής ενημέρωσης και σόσιαλ μίντια. Κάνοντας την έρευνα για το σενάριο, βίωσα την περίφημη «κοινοτυπία του κακού», γιατί πρόκειται για τα παιδιά της διπλανής πόρτας. Τα περισσότερα από αυτά μεγαλώνουν μόνα τους, με γονείς χαμένους στο κυνήγι της επιβίωσης. Χωρίς συγκροτημένη προσωπικότητα, είναι παιδιά γεμάτα θυμό, που ζητούν εναγωνίως τη θέση τους σε έναν κόσμο, όπου αισθάνονται αποκλεισμένα. Στην εισαγωγική σεκάνς, καθένας εισάγει το χαρακτήρα του με μια απάντηση. Το σχολείο παρουσιάζεται κυρίως μέσα από τις αντιδράσεις ενός καθηγητή, που παρά τις καλές προθέσεις, δεν καταφέρνει να βοηθήσει. Ο κύριος χώρος όπου διαδραματίζεται η ταινία είναι ένα σχολείο-φάντασμα, με ελάχιστα παιδιά στο προαύλιο, αποστάσεις και αντισηπτικά, γιατί η ταινία γυρίστηκε το πρώτο καλοκαίρι της πανδημίας.
Η ένταξη της πανδημικής πραγματικότητας σχετίζεται με την επιλογή ρεαλισμού;
Ήθελα αυτή η ταινία να έχει ντοκιμαντερίστικη διάσταση. Η πανδημία ξέσπασε λίγο πριν αρχίσουμε τα γυρίσματα και τελικά αποφασίσαμε, παρά τις δυσκολίες, να την εντάξουμε στο σενάριο, ως φαινόμενο καταλυτικής επίδρασης, ακολουθώντας κατά γράμμα το υγειονομικό πρωτόκολλο. Προσπάθησα να προσαρμόσω δημιουργικά κάποια από τα στοιχεία της πανδημίας, όπως τις μάσκες, γιατί τα μέλη αυτής της νεοναζιστικής ομάδας φορούσαν και πριν μάσκες, για να κρύψουν τα πρόσωπά τους, ενώ συγχρόνως εμφανίζονται ως φορείς «καθαρότητας», στοχεύοντας να «καθαρίσουν» την πόλη.
Πώς σκεφτήκατε να εντάξετε τον λαοπλάνο τηλεπαρουσιαστή;
Δεν είναι μόνο ο δημοσιογράφος που κάνει αυτού του είδους την προπαγάνδα σε σχέση με την πανδημία. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ακόμα περισσότερο τα σόσιαλ μίντια αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πραγματικότητας αυτών των παιδιών. Οτιδήποτε βιώνεται, την ίδια στιγμή καταγράφεται με το κινητό και κοινοποιείται, όπως ο ξυλοδαρμός, που τον δημοσιοποιούν με καμάρι. Ήθελα να αναδείξω αυτή την καινούργια διάσταση, όπου όλα γίνονται ταυτόχρονα και θέαμα, ακόμα και οι πιο προσωπικές στιγμές.
Αναδεικνύετε τόσο τη στρατολόγηση, όσο και την ιδεολογική καθοδήγηση των εθνικιστικών ομάδων
Το ρόλο του καθοδηγητή έχει ένας φίλος του θανόντα πατέρα Ταγματάρχη ενός μαθητή. Τους στρατολογεί, με ιδεολογικό υπόβαθρο, μέσα από ένα βιβλίο για την «σπαρτιάτικη κρυπτεία». Είναι χαρακτηριστικό, ότι τέτοιες ομάδες χρησιμοποιούν συχνά ιδεολογήματα, που πατάνε πάνω σε μια δική τους θεώρηση της ελληνικής αρχαιότητας. Ήθελα να δείξω ότι αυτό είναι πολύ αποτελεσματικό, κυρίως σε παιδιά μπερδεμένα, όπως ο Στέλιος, που αρχικά δελεάζεται.
Θεώρησα πολύ σημαντικό να αποφύγω την εύκολη καταγγελία και τον διδακτισμό. Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία που να κραυγάζει, αλλά μια ταινία που να υπαινίσσεται, αφήνοντας χώρο στο θεατή να δώσει τη δική του ερμηνεία και γι’ αυτό ήθελα ανοιχτό φινάλε
Με ποιο σκεπτικό χρησιμοποιήσατε και ερασιτέχνες εκτός από ηθοποιούς;
Ήταν συνειδητή επιλογή να συνδυάσω δημιουργικά μαθητές σχολείων, φοιτητές δραματικών σχολών, νέους ηθοποιούς, αλλά και καταξιωμένους επαγγελματίες, στους ρόλους γονέων και καθηγητών. Ήθελα η ταινία να έχει την αλήθεια των σωμάτων, των προσώπων, των χώρων. Επίσης, ήθελα οι ηθοποιοί να υπάρχουν και να αντιδρούν σε όσα τους συμβαίνουν, αλλά να υποδύονται όσο πιο εσωτερικά και λιτά γίνεται. Το κάστινγκ διήρκησε πάνω από ένα χρόνο, με πολλά δοκιμαστικά, ενώ με τα νέα παιδιά χρειάστηκε να κάνουμε πρόβες για μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί ήθελα να καταθέσουν τις δικές τους εμπειρίες. Άλλαξαν πολλά με τον αυτοσχεδιασμό των παιδιών, ακόμα και ολόκληρες σκηνές, ενώ το σενάριο ήταν διαρκώς εν εξελίξει, μέχρι και τα γυρίσματα.
Ποιες είναι οι επιρροές σας στην κινηματογράφηση;
Επηρεάστηκα αρκετά από τις πρώτες ταινίες των Μπονιουέλ και Παζολίνι, μέχρι την «Πόλη του Θεού» (Μεϊρέγιες), το «Μίσος» (Κασσοβίτς) και τον «Ταξιτζή» (Σκορσέζε). Βεβαίως έχω επηρεαστεί και από τη γαλλική νουβέλ βαγκ και τους αδερφούς Νταρντέν, αλλά με ενδιέφερε κυρίως να ακολουθήσω τους ήρωες με την κάμερα στο χέρι, υιοθετώντας μια σκληρή, αλλά αρκετά ελλειπτική γραφή. Γι’ αυτό υπάρχει ελάχιστη μουσική, που ακούγεται από συγκεκριμένη πηγή, δίχως να χρησιμοποιείται για να σχολιάσει. Στη σκηνή όπου ο άνεργος, στα όρια κατάθλιψης, πατέρας του Στέλιου ακούει τους δίσκους του, πριν τους πουλήσει, βάζει το μπλουζ «Baby please don’t go», που εκφράζει δυο διαφορετικές γενιές, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα τη σχέση πατέρα-γιού.
Πού γυρίστηκε η ταινία;
Στο ρεπεράζ, ψάχνοντας μια υποβαθμισμένη λαϊκή συνοικία για να γυρίσω τα κοινωνικά φαινόμενα του εθνικισμού, της ξενοφοβίας και της ρατσιστικής βίας, κατέληξα στο Πέραμα, περιοχή που γνώριζα, έχοντας εκεί γυρίσει το 2001, ένα ντοκιμαντέρ. Όταν ξαναπήγα, ανακάλυψα μια τελείως διαφορετική πόλη, που μου φάνηκε ο ιδανικός χώρος για την ταινία και έκανα όλες τις αναγκαίες σεναριακές προσαρμογές. Ο Ηλίας κάνει γυμναστική σε μια ταράτσα με θέα το λιμάνι, ενώ ενσωματώνω ειρωνικά και τη χαρακτηριστική εγκατάσταση ενός Σκοτσέζου καλλιτέχνη «Η αρχή της ελπίδας», πάνω στο πορθμείο του Περάματος.
Η βία στοιχειώνει την ταινία ήδη από το πρώτο πλάνο, ενώ κλείνει δυναμικά με το αγόρι που τρέχει γεμάτο αγωνία…
Στο πρε-ζενερίκ υπάρχει το πλάνο του φινάλε, τραβηγμένο από κινητό τηλέφωνο, όταν δεν ξέρουμε ακόμα ποιοι είναι οι δράστες και ποιοι τα θύματα. Θεώρησα πολύ σημαντικό να αποφύγω την εύκολη καταγγελία και τον διδακτισμό. Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία που να κραυγάζει, αλλά μια ταινία που να υπαινίσσεται, αφήνοντας χώρο στο θεατή να δώσει τη δική του ερμηνεία και γι’ αυτό ήθελα ανοιχτό φινάλε.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]