του Κώστα Μελά*

Τέσσερις διαπιστώσεις μπορούν να γίνουν για τη σημερινή κατάσταση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Διαπιστώσεις που υπερβαίνουν τη συγκυρία και δείχνουν μακροχρόνιες τάσεις του συστήματος.

Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ είναι πως ο καπιταλισμός ως παγκόσμιο σύστημα (η παγκοσμιότητά του προσδιορίζει, εξάλλου, τα όριά του ως κλειστό σύστημα) εμφανίζει μια χρόνια στασιμότητα, που δεν είναι υπόθεση των τελευταίων δέκα-δεκαπέντε χρόνων, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι νεοκεϊνσιανοί οικονομολόγοι (Summers κ.λπ.), αλλά η έναρξή της ανάγεται στην οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’70 (1). Η μεγάλη στασιμότητα συνδέεται με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων σαράντα χρόνων.

Ενδεικτικά παραθέτω τον πίνακα με τον ρυθμό εξέλιξης του παγκοσμίου ΑΕΠ ανά δεκαετία. Αν εξετάσουμε τον ρυθμό μεγέθυνσης των αναπτυγμένων οικονομιών τα στοιχεία δείχνουν μεγαλύτερη μείωση.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ διαπίστωση είναι ότι η εξέλιξη του οικονομικού συστήματος τις τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζεται από μια ακατάπαυστα μεγεθυνόμενη ανισοκατανομή του πλούτου –ασύλληπτων διαστάσεων πια– κατά τρόπον ώστε ο μεν πλούτος διοχετεύεται σχεδόν μονοσήμαντα σε αυτό που ονομάζω «νομισματική σφαίρα της οικονομίας» (χρηματοπιστωτικές αγορές, ομόλογα, παράγωγα, επενδύσεις χαρτοφυλακίου κ.ά.) αυξανόμενος, οι δε μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι χαμηλότατα. Δηλαδή, ο πλούτος αντί να ακινητοποιείται στην παραγωγή, κινείται διαρκώς στη νομισματική σφαίρα, δημιουργώντας χρήμα από το χρήμα και απομυζώντας εντέλει την πραγματική οικονομία, η οποία υποτάσσεται στη χρηματοπιστωτική λογική της μεγέθυνσής του (2).

Η ΤΡΙΤΗ διαπίστωσή μου είναι ότι οι τάσεις αφενός της στασιμότητας της οικονομίας και αφετέρου της χρηματιστικοποίησής της συνυπάρχουν και αναπαράγονται, στο πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος, που διοχετεύει συνεχώς δανεικό χρήμα σε όλες τις κατηγορίες του πληθυσμού, έτσι ώστε η κατανάλωση βασίζεται όλο και περισσότερο στον δανεισμό. Έτσι καταφέρνει να λειτουργεί η εγχώρια ζήτηση –  η οποία ήταν και είναι ο θεμελιώδης παράγων οικονομικής ανάπτυξης κι όχι ασφαλώς το εξωτερικό εμπόριο, όπως μας λέει η ανιστόρητη νεοκλασική θέση. Να πώς διαιωνίζεται μια πλασματική κατάσταση οικονομικής ανάπτυξης, εξαιρετικά ασταθής ωστόσο, με αποτέλεσμα τις συχνές κρίσεις και τη ζημίωση όλων όσοι βασίζουν κατ’ ανάγκην την κατανάλωσή τους στον δανεισμό. Με άλλα λόγια, το σύστημα με την ίδια ευκολία που δημιουργεί μια «μεσαία τάξη» βασισμένη στα δάνεια, τη διαλύει σε κάθε αναπόφευκτη κρίση του.

Η μακροοικονομική συνέπεια αυτής της κατάστασης, αφού ο καπιταλισμός εδώ και δεκαετίες προσπαθεί να υπερβαίνει και τη στασιμότητά του και τις κρίσεις του με πλασματικό χρήμα, είναι η υπερδιόγκωση του παγκόσμιου χρέους –δημόσιου και ιδιωτικού–, το οποίο στα τέλη του 2020 υπολογίζεται περίπου σε 280 τρισ. δολάρια, που αναλογούν στο 360% του ακαθάριστου παγκόσμιου προϊόντος! Από αυτά το παγκόσμιο δημόσιο χρέος ανέρχεται σε 78 τρισ. δολάρια ή το 100,00% του παγκόσμιου ΑΕΠ (ΔΝΤ: δήλωση γενικής διευθύντριας 6/10/2020).

Μόνο εντός του 2020, σύμφωνα με το Institute of International Finance, το παγκόσμιο χρέος εκτιμάται ότι ήδη αυξήθηκε περίπου κατά 15 τρισ. δολάρια! Η πανδημία μεγεθύνει την τάση διόγκωσης του χρέους – μια χρόνια τάση σύμφυτη της έντονης χρηματοπιστωτικής μετάλλαξης του συστήματος για την αντιμετώπιση, όπως εξήγησα, της στασιμότητάς του. Ναι, το οικονομικό μοντέλο δοκιμάζεται σκληρά από την κρίση στη δημόσια υγεία, η οποία φαίνεται ότι θα μας βασανίσει και το 2021 – στην καλύτερη περίπτωση τουλάχιστον ως το φθινόπωρο. Τάχα, το σύστημα ωθείται στην κατεύθυνση της αναζήτησης λύσεων; Παραμένει προς απάντηση μολονότι πέραν της γνωστής συνταγής, δηλαδή των νέων πακτωλών δανεικού χρήματος, δεν βλέπουμε ακόμα κάτι άλλο.

Η ΤΕΤΑΡΤΗ διαπίστωσή μου αφορά τους φορείς της νέας τεχνολογικής επανάστασης, δηλαδή τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις τεχνολογίας. Πλάι στους κινδύνους που δημιουργούνται από τη συγκεκριμένη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος αναδεικνύεται μια ακόμη μεγαλύτερη απειλή προερχόμενη από τον τρόπο που οι ιδιοκτήτες αυτών των τεχνολογικών κολοσσών αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους. Θεωρούν ότι το σύστημα λειτουργεί τέλεια, ότι οι ίδιοι είναι τόσο επιτυχημένοι γιατί είναι οι πιο έξυπνοι, ότι αυτοί πρέπει να καθορίσουν την πορεία της τεχνολογίας, χωρίς παρεμβάσεις από το κράτος, με την κοινωνία να ακολουθεί τον δρόμο που θα χαράξουν. Μέχρι σήμερα οι διαχειριστές της αμερικανικής οικονομίας έχουν επιτρέψει στους γίγαντες της τεχνολογίας να κερδοσκοπούν ιλιγγιωδώς με επιχειρηματικά μοντέλα που βασίζονται ολοένα και περισσότερο στην αυτοματοποίηση και την αντικατάσταση της εργασίας από το κεφάλαιο (και ειδικά την πιο σύγχρονη εκδοχή του, την τεχνητή νοημοσύνη). Βέβαια, ιστορικά μιλώντας, ανέκαθεν οι τεχνολογικές επαναστάσεις είχαν μεν οδυνηρές επιπτώσεις σε σημαντικές κατηγορίες του πληθυσμού στις φάσεις των μεταβάσεων, αλλά μετά ακολουθούσαν περίοδοι ανάκαμψης. Είναι πολύ νωρίς να προβλέψουμε τι θα συμβεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος εγγυάται ότι η μετάβαση θα επιδιωχθεί εις βάρος της εργασίας. Νομίζω ότι το σύστημα θα αναζητήσει πρωτευόντως τη διέξοδο στην αξιοποίηση των επιτευγμάτων της τεχνολογίας της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, ολοκληρώνοντας την προηγούμενη του ψηφιακού μετασχηματισμού (3). Υπάρχει πραγματική δυνατότητα στο προσεχές μέλλον, με δεδομένη τη σημερινή κατάσταση των κοινωνιών, να μεταβληθεί η διαχείριση της ψηφιακής τεχνολογίας ώστε να αμβλύνει, αντί να επιδεινώσει, την ανισότητα που διαβρώνει την κοινωνική συνοχή στις ανεπτυγμένες οικονομίες; Αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα.

ΚΑΤΑ ΤΗΝ άποψή μου η αναζήτηση οποιασδήποτε μεσοπρόθεσμης λύσης δεν μπορεί παρά να έχει ένα κάποιο σχέδιο για την άμβλυνση των ανισοτήτων (1) και την ακινητοποίηση του πλούτου στην παραγωγή, όσο και όπου είναι εφικτό, ένα κάποιο σχέδιο για τον περιορισμό των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που αποστερούν πόρους από το κράτος (μέσω της μη φορολόγησης των πλουσίων, της εύνοιας για τη συγκέντρωση του αφορολόγητου πλούτου στα εξωχώρια κέντρα κ.ά.) και πρόνοιες για αποκατάσταση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως υπηρέτη της οικονομίας αντί ως πεδίου τζόγου του χρήματος, όπως λειτουργεί τόσα χρόνια. Επίσης τον αναστοχασμό για τον τρόπο παραγωγής και χρήσης της νέας τεχνολογίας σε διαφορετική κατεύθυνση από αυτήν που κινείται σήμερα. Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Αυτό είναι το μέγα ερώτημα! Τον επαναπροσδιορισμό των κανόνων του παιχνιδιού μπορούν να κάνουν μόνο οι κυβερνήσεις και δη των μεγάλων χωρών (2). Αλλά το ερώτημα είναι, μπορεί να επανέλθει η οικονομία σε μια επιθυμητή κανονικότητα, χωρίς να μεσολαβήσει κάτι που να την κλονίσει σοβαρά; Οι γεωπολιτικές αναταραχές και οι σχετικοί κίνδυνοι δημιουργούν άγχος και φόβο. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο δρόμος για το επιθυμητό είναι εύκολος. Η ιστορία μάς διδάσκει άλλα πράγματα για την ωρίμαση και την αλλαγή των οικονομικών υποδειγμάτων… Μήπως οι κοινωνίες είναι έτοιμες να πιέσουν για αλλαγές προς όφελός τους ή δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως αναγκαία προϋπόθεση για κάτι τέτοιο; Θα συμφωνήσετε ότι δείχνουν αποκαρδιωμένες – πολύ περισσότερο γιατί το κυρίαρχο υπόδειγμα εμφανίζεται σαν φυσική νομοτέλεια.

Εξάλλου μην ξεχνάτε ότι οι μείζονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις ενίοτε υπερκαθορίζουν την κατάσταση στην οικονομία. Είμαστε ήδη θεατές και υποκείμενοι των συνεπειών της διαμάχης ΗΠΑ-Κίνας, η οποία είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει και πώς θα εξελιχθεί. Ζούμε τη δυναμική ανάδυση ενός νέου διπολισμού στο παγκόσμιο σύστημα, με βαρύνουσα συμμετοχή στην υπόθεση της αναζήτησης νέου υποδείγματος στην οικονομία. Αλλά όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, καν δεν ξέρουμε ποιος από τους δύο μείζονες ανταγωνιστές θα αντισταθεί στην αλλαγή υποδείγματος και ποιος θα την επιχειρήσει ενδεχομένως.

* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

Παραπομπές

1) Κ. Μελάς, «Οι σύγχρονες κρίσεις του παγκόσμιου καπιταλιστικού χρηματοπιστωτικού συστήματος (1974-2008)», Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, 2011, σ. 352.
2) Όπως παραπάνω.
3) Κ. Μελάς, «Η Γεωπολιτική Δύναμη του Ψηφιακού Κεφαλαίου», Περιοδικό Εθνικές Επάλξεις, Τεύχος 134, Δεκέμβριος 2020.
4) Η άμβλυνση των ανισοτήτων θα πρέπει να περιλάβει το σύνολο του πλανήτη και όχι μόνο τα 900 εκατομμύρια των αναπτυγμένων χωρών για να έχει νόημα. Τούτο διότι οι υλικές προσδοκίες του παγκόσμιου χωριού προσανατολίζονται πλέον προς το πρότυπο της δυτικής μαζικής δημοκρατίας.
5) Αυτό προϋποθέτει σχετική κοινότητα συμφερόντων μεταξύ τους. Μάλλον δύσκολο. Δεν απορρέει από πουθενά ότι η ομόνοια μεταξύ των πλανητικών δυνάμεων φαίνεται πιθανότερη απ’ όσο στο παρελθόν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!