Μιλώντας για τη Βόρεια Ιρλανδία με νέους Βρετανούς, καθίσταται πάνδηλη η καταλυτική επίδραση που το εκπαιδευτικό σύστημα, τα ΜΜΕ αλλά και ο ίδιος ο χρόνος ασκούν πάνω τους. Ελάχιστοι σκέπτονται το βόρειο άκρο του Ιρλανδικού νησιού, που ανήκει στην επικράτεια του κράτους τους, του Ηνωμένου Βασιλείου, και δύο δεκαετίες πριν βρισκόταν σε ημι-εμπόλεμη κατάσταση. Η Βόρεια Ιρλανδία, παρά το γεγονός πως έχει το δικό της κοινοβούλιο, κόμματα και πολιτικό καθεστώς εγγυημένο από το Ηνωμένο Βασίλειο, σπάνια εμφανιζόταν στα βρετανικά πρωτοσέλιδα. Πρόσκαιρα η κατάσταση μεταβλήθηκε, έπειτα από την κομβική συμφωνία πολιτικής στήριξης των Συντηρητικών από το φιλοβρετανικό βορειοϊρλανδικό κόμμα DUP, προκειμένου να σχηματίσουν κυβερνώσα πλειοψηφία μετά τις τελευταίες εκλογές.
Γρήγορα όμως το θέμα υποχώρησε εκ νέου στα «ψιλά» της επικαιρότητας του Brexit – για να επιστρέψει τώρα εκδικητικά. Το διασυνοριακό καθεστώς μεταξύ Ιρλανδίας και Βόρειας Ιρλανδίας μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους γρίφους του ζητήματος, και αποκρυσταλλώνει ευαίσθητες διεθνείς (αλλά και εσωτερικές) πολιτικές και οικονομικές ισορροπίες. Όπως συχνά συμβαίνει στην ιστορία, την ώρα που η Βρετανία ανησυχεί για τη σχέση της με την ηπειρωτική Ευρώπη, εκδηλώνονται αντιφάσεις και ανακύπτουν προβλήματα από ένα άλλο νησί, μερικά μίλια από τη δυτική ακτογραμμή της.
Την ώρα που η Βρετανία ανησυχεί για τη σχέση της με την ηπειρωτική Ευρώπη, εκδηλώνονται αντιφάσεις και ανακύπτουν προβλήματα από ένα άλλο νησί, μερικά μίλια από τη δυτική ακτογραμμή της
Η σημερινή κατάσταση
Η Ιρλανδία, η Βόρεια Ιρλανδία και η Βρετανία έχουν μια σύνθετη μα και συνάμα αρκετά απλή σχέση. Η Βόρεια Ιρλανδία αποτελεί τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου, με πληθώρα όμως τοπικών εξουσιών και τοπικό κοινοβούλιο. Αυτά ορίστηκαν από τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, που τερμάτισε δεκαετίες αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ αγγλικανών υποστηρικτών της ένωσης με τη Βρετανία, που κυριαρχούσαν πολιτικά στην περιοχή, και Ιρλανδών Ρεπουμπλικάνων (των οποίων ο IRA αποτελούσε την κύρια ένοπλη πτέρυγα), οι οποίοι επεδίωκαν να προστατέψουν τις κοινότητές τους και κυρίως να καταφέρουν την επιστροφή των 6 ιστορικά ιρλανδικών επαρχιών της Βόρειας Ιρλανδίας στην κυρίως επικράτεια του Ιρλανδικού κράτους.
Σε διεθνές επίπεδο, όλοι ανήκουν στο ίδιο κανονιστικό πλαίσιο (αυτό της Ε.Ε.), με τους ανθρώπους αλλά κυρίως τα εμπορεύματα να κινούνται ελεύθερα ανάμεσα στις δύο χώρες. Δεκάδες χιλιάδες βρετανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Ιρλανδία, και πληθώρα πολυεθνικών επιχειρήσεων τη χρησιμοποιούν ως έδρα τους. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος των ιρλανδικών εξαγωγών προς την Ε.Ε. πραγματοποιείται μέσω της Μεγάλης Βρετανίας χάρη στο εξαιρετικά ανεπτυγμένο οδικό δίκτυο και τις λιμενικές υποδομές της.
Μαλακό ή σκληρό… σύνορο;
Τι θα συμβεί όμως έπειτα από την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε. και την τελωνειακή της ένωση; Θα συνεχίσουν τα τελωνειακά φυλάκια μεταξύ Ιρλανδίας και των 6 «βρετανικών» βορειοϊρλανδικών επαρχιών να στέκουν εγκαταλελειμμένα κουφάρια, όπως συμβαίνει σήμερα; Το ερώτημα έχει οικονομικές αλλά και πολιτικές διαστάσεις για το Δουβλίνο, το Γουέστμινστερ και τις Βρυξέλλες. Ο Ιρλανδός πρωθυπουργός Λίο Βαράντκαρ δηλώνει ανένδοτος, επαναλαμβάνοντας ότι δεν θα επιτρέψει την επιστροφή ενός «σκληρού συνόρου» ανάμεσα στη χώρα του και τη Βόρεια Ιρλανδία. Πιέζει για ένα καθεστώς παρόμοιο με το σημερινό, ζητώντας γραπτές διαβεβαιώσεις από τη βρετανική κυβέρνηση. Παρότι νεοεκλεγείς, ο Βαράντκαρ είναι στριμωγμένος λόγω σκανδάλων στην κυβέρνησή του, που ήδη μετρά μια παραίτηση, με το περιθώριο για παραχωρήσεις να είναι μικρό.
Παράλληλα, όμως, το γεγονός πως η Βρετανία αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της χώρας του περιορίζει επίσης τις κινήσεις του. Η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι προτείνει ένα ειδικό καθεστώς «ηλεκτρονικού συνόρου», με ηλεκτρονική προ-δήλωση των εμπορευμάτων και ελέγχους μέσω καμερών. Πρόκειται για σενάριο δύσκολα εφαρμόσιμο, που βρίσκει ριζικά αντίθετη την ιρλανδική πλευρά. Επιπλέον, οποιαδήποτε συζήτηση περί «ειδικού καθεστώτος» της Βόρειας Ιρλανδίας συναντά, από… αντίθετη σκοπιά, την άρνηση των βουλευτών του DUP – από τους οποίους εξαρτάται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Μέι. Αυτοί αντιτίθενται σθεναρά σε οτιδήποτε επιφέρει απόκλιση μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, και δηλώνουν πως σε τέτοια περίπτωση δεν θα διστάσουν να αποσύρουν τη στήριξή τους προς τη βρετανική κυβέρνηση. Θα τολμήσουν όμως να φέρουν έτσι στον πρωθυπουργικό θώκο έναν Τζέρεμι Κόρμπιν διαβόητο για τις φιλοϊρλανδικές θέσεις του;
Αντιπαράθεση που θυμίζει παλιότερες δεκαετίες
Το κλίμα μεταξύ Ιρλανδίας και Ηνωμένου Βασιλείου είχε καιρό να γνωρίσει τέτοια επίπεδα έντασης, με τις προκλήσεις να δίνουν και να παίρνουν. Ο Ντέιβιντ Τριμπλ, κύριος διαπραγματευτής της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής για λογαριασμό των φιλοβρετανών και πρώην επιτετραμμένος υπουργός Βόρειας Ιρλανδίας, κατηγόρησε τον Βαράντκαρ πως «νομιμοποιεί το μήνυμα της πολιτικής πτέρυγας του IRA». Παρ’ όλα αυτά, δηλώσεις Βρετανών πολιτικών όπως του υπουργού Brexit Ρόμπιν Γουόκερ (ο οποίος διαβεβαίωσε πως η βρετανική πλευρά θα δεσμευθεί νομικά για τη μη εμφάνιση «σκληρού συνόρου») αρχίζουν να κάνουν διστακτικά την εμφάνισή τους. Λύση, μέσω παραχώρησης παραπάνω εξουσιών στην κυβέρνηση της Βόρειας Ιρλανδίας, διαρρέεται στα ΜΜΕ. Πώς όμως πρόκειται να λειτουργήσει αυτό σε βάθος χρόνου, όταν η συμφωνία μοιράσματος της εξουσίας μεταξύ φιλοβρετανών και Ρεπουμπλικάνων (αλλά και το ίδιο το τοπικό βορειοϊρλανδικό κοινοβούλιο) έχουν καταρρεύσει; Μια αρχική συμφωνία επί της αρχής, που θα συγκεκριμενοποιηθεί σε βάθος χρόνου, όπως η «διατροφή» ύψους 45-50 δισεκατομμυρίων ευρώ που η Μεγάλη Βρετανία θα καταβάλει για το διαζύγιο με την Ε.Ε., είναι πιθανή. Όμως δεν είναι τόσο εύκολα διατηρήσιμη. Τα νούμερα είναι πιο εύπλαστα από την πολιτική.