Τις τελευταίες μέρες έχουν ληφθεί σε επίπεδο Ε.Ε.-Ευρωζώνης δύο αποφάσεις που καταδεικνύουν τα προβλήματα και το αδιέξοδο του σημερινού «ευρωπαϊκού οικοδομήματος» που εδώ και καμιά τριακονταετία έχει ονομαστεί συνοπτικά ως «γερμανική Ευρώπη». Οι αποφάσεις αφορούν α) την «οικειοθελή» μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 15%, και β) την αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σε συνδυασμό με το πρόσθετο σχέδιο παρέμβασης στις αγορές για τις πλέον αδύναμες χώρες.

Για μία ακόμα φορά η «γερμανική Ευρώπη» έβαλε τη σφραγίδα της στις εξελίξεις κάνοντας ακόμα πιο απεχθή της εικόνα της Ε.Ε.-Ευρωζώνης για τις χώρες του «Νότου» και τους λαούς τους. Εκεί που η Γερμανία έχει το τεράστιο πρόβλημα, στο φυσικό αέριο και τη διαχείριση της σχετικής κρίσης, απαίτησε και πέτυχε την αλληλεγγύη όλων (πλην Ουγγαρίας) αν και δεν έχουν όλοι το πρόβλημα και όσοι το έχουν δεν είναι στον μέγιστο βαθμό που είναι στη Γερμανία. Εκεί που οι πλέον ευάλωτες χώρες έχουν πρόβλημα, με την αύξηση των επιτοκίων, η Γερμανία αντί να εκφράσει ως οφείλει την αλληλεγγύη της αξιοποίησε την διαδικασία για να πετύχει τη δραστική αύξηση των επιτοκίων και να επαναφέρει τα μνημόνια με θεσμοθετημένη διαδικασία, ώστε να επιβάλλει οικονομικές πολιτικές σύμφωνα με τις επιλογές της και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της.

Μείωση κατανάλωσης του φυσικού αερίου

Προκειμένου να δημιουργηθεί ένα απόθεμα που θα αξιοποιηθεί σε συνθήκες έκτακτης κρίσης/ανάγκης, τα κράτη-μέλη θα μειώσουν την κατανάλωσή τους κατά 15% για το διάστημα από τις αρχές Αυγούστου 2022 έως το τέλος του Μαρτίου 2023. Το απόθεμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα και σε ενδεχόμενη διακοπή της ροής φυσικού αερίου από πλευράς Ρωσίας, στο πλαίσιο των δικών της «αντιμέτρων» προς τις χώρες της Ε.Ε.

Ήταν μια δύσκολη απόφαση καθώς πρέπει να συνδυαστούν αντίθετες απόψεις και συμφέροντα κρατών-μελών, ανάλογα με τη θέση που κατέχουν σχετικά με τη χρήση του φυσικού αερίου μέσω της συμμετοχής τους στο πανευρωπαϊκό δίκτυο διανομής του. Η Γερμανία είναι η πλέον πιεζόμενη βλ. εξαρτημένη χώρα από τη ροή του φυσικού αερίου της Ρωσίας και έχει ήδη τις σημαντικότερες αρνητικές συνέπειες που όπως φαίνεται θα ενταθούν με την περαιτέρω μείωση της ροής. Συνεπώς, θα ήθελε τη μέγιστη δυνατή αλληλεγγύη των άλλων χωρών στο πλαίσιο της εξοικονόμησης φυσικού αερίου στα πολύ δύσκολα που έρχονται… Η Ιρλανδία, που λόγω γεωγραφικής θέσης δεν συμμετέχει στο ευρωπαϊκό δίκτυο διανομής –και άρα στο σύστημα μείωσης κατανάλωσης– δεν έχει κανένα πρόβλημα να θεωρεί ότι η μείωση κατά 15% δεν είναι επαρκής. Η Πολωνία βάζει σε προτεραιότητα την ενεργειακή της αυτάρκεια πριν μπει σε δεσμεύσεις ευρωπαϊκής «αλληλεγγύης». Ισπανία και Πορτογαλία, έχοντας κάνει σημαντικές επενδύσεις τα τελευταία χρόνια στην αξιοποίηση του φυσικού αερίου, δεν είναι πρόθυμες να μπουν σε διαδικασία μείωσης της κατανάλωσης. Η Ουγγαρία, η οποία έχει εξασφαλίσει την ενεργειακή της επάρκεια με ειδική συμφωνία με τη Ρωσία, για μία ακόμα φορά δήλωσε την αντίθεσή της στη συγκεκριμένη διαδικασία και ήταν η μοναδική που καταψήφισε. Η Ελλάδα ζήτησε διαδικασία αποζημίωσης για τις βιομηχανίες που πλήττονται και αλλαγές στον τρόπο τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δεν πήρε ουσιαστικά τίποτε αλλά συμφώνησε.

Τελικά, μέσα από βαρύγδουπες δηλώσεις της τσέχικης προεδρίας, κατέληξαν, με την εξαίρεση της Ουγγαρίας, στην περικοπή κατά 15%. Παράλληλα όμως άφησαν μια σειρά «παραθυράκια» και «ερμηνείες» της συμφωνίας, που ακόμα γράφεται, ώστε να υπάρξουν εξαιρέσεις, είτε σε επίπεδο κρατών είτε σε επίπεδο κλάδων. Συνεπώς τα πάντα θα κριθούν στην πορεία με βάση τις ικανότητες διπλωματίας επί των ερμηνειών των εξαιρέσεων. Ο αρμόδιος υπουργός κ. Σκρέκας εμφανίζεται βέβαιος για την εξαίρεση της Ελλάδας, είναι όμως ένα θέμα που πρέπει να επιβεβαιωθεί στην πράξη. Οψόμεθα…

Υπόδειγμα εξαγωγικού προσανατολισμού με τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, η Γερμανία, σημείωσε για πρώτη φορά τα τελευταία 20 χρόνια έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο. Έτσι, υιοθετήθηκε από την Ε.Ε. μια πολιτική που εξυπηρετεί τις ανάγκες της απαιτώντας την αλληλεγγύη των λοιπών χωρών

Η πατρότητα της διαδικασίας του συγκεκριμένου πλαισίου μέτρων πρέπει να αναζητηθεί στα γερμανικά συμφέροντα. Με ορατό πλέον τον δραστικό περιορισμό της τροφοδοσίας της από τη Ρωσία, οι συνέπειες στη βιομηχανία, τα νοικοκυριά και γενικότερα την οικονομία της θα είναι δραματικές. Δεν είναι τυχαία η υποβάθμιση της ανάπτυξης της Γερμανίας για το 2022 από το ΔΝΤ στην τελευταία του έκθεση. Έναντι εκτίμησης για ρυθμό ανάπτυξης 2,1% τον Απρίλιο, στην έκθεση Ιουλίου η πρόβλεψη είναι μόλις 1,2%. Όταν για την Ευρωζώνη η υποβάθμιση είναι από 2,8% σε 2,6%. Η κατάσταση αυτή σηματοδοτεί δύο επιμέρους θέματα: α) σύμφωνα με το πλέον πιθανό σενάριο, η Γερμανία θα χρειαστεί τη βοήθεια, σε τροφοδοσία φυσικού αερίου ή/και LNG, από άλλα κράτη μέλη για να αντιμετωπίσει τα ενεργειακά της αδιέξοδα σε ενδεχόμενη μείωση της τροφοδοσίας της κάτω από ένα όριο, β) η ισχύουσα ακόμα και σήμερα περικοπή, πολύ περισσότερο αν γίνει μεγαλύτερη, διαμορφώνει τεράστια ανταγωνιστικά προβλήματα για τη γερμανική βιομηχανία έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Συνεπώς, η οριζόντια μείωση της κατανάλωσης για άλλες χώρες που δεν έχουν συνέπειες στη ροή φυσικού αερίου «εξομαλύνει» τις συνθήκες ανταγωνισμού ώστε να μην βρεθεί η Γερμανία στον «πάτο». Δηλαδή η Γερμανία ζητά την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της. Αφού η μεγάλη σε έκταση χρήση φυσικού αερίου –που τα προηγούμενα χρόνια ήταν ένα τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την οικονομία της που ενίσχυε τις εξαγωγές– σήμερα έχει γίνει ανταγωνιστικό μειονέκτημα και λόγω κόστους αλλά κυρίως λόγω περιορισμένης ροής. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι η γερμανική οικονομία, υπόδειγμα εξαγωγικού προσανατολισμού με τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, σημείωσε τον περασμένο Μάιο, για πρώτη φορά τα τελευταία 20 χρόνια, έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο.

Συνεπώς, για μία ακόμα φορά υιοθετήθηκε από την Ε.Ε. μια πολιτική που εξυπηρετεί τις ανάγκες της Γερμανίας απαιτώντας την αλληλεγγύη των λοιπών χωρών. Αλληλεγγύη την οποία θυμόμαστε ότι δεν έδειξε η Γερμανία απέναντι στον ελληνικό λαό την περίοδο των μνημονίων. Αντίθετα, ήταν αυτή που απαιτούσε τις πιο μεγάλες θυσίες, επιβάλλοντας τους πιο σκληρούς όρους στα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους.

Η γερμανική ανακούφιση για την τελική απόφαση εκφράστηκε με δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομίας της Γερμανίας, Sven Giegold, ο οποίος ανέφερε ότι αυτή αποτελεί «πρωτόγνωρο βήμα εκδήλωσης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης». Τα κράτη-μέλη «τα οποία δεν εισάγουν καθόλου ρωσικό φυσικό αέριο δείχνουν την υποστήριξή τους στα υπόλοιπα και δεσμεύονται να μειώσουν την κατανάλωση. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ». Κάτω από την πίεση των πραγμάτων, καθώς το πρόβλημα αφορά πλέον τους ίδιους και όχι κάποιο άλλο κράτος-μέλος, οι Γερμανοί θυμήθηκαν ότι υπάρχει η λέξη αλληλεγγύη.

Αποφάσεις ΕΚΤ για αύξηση των επιτοκίων

Η ΕΚΤ για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, περιορίζοντας τη νομισματική κυκλοφορία, προχώρησε σε αύξηση στο κεντρικό της επιτόκιο από 0% στο 0,5%, η πρώτη μετά από 11 χρόνια. Η αύξηση αυτή, καθώς και όποια θα ακολουθήσει στο μέλλον, θα επιδεινώσει δραματικά τους όρους δανεισμού για τις χώρες του Νότου, στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, τις χώρες με υψηλό χρέος και σημαντική επιτοκιακή επιβάρυνση. Με σκοπό την άμβλυνση των ανισοτήτων δανεισμού («κατακερματισμού της αγοράς» η ντυμένη με επιστημονικοφάνεια διατύπωση), η ΕΚΤ δημιουργεί εργαλείο που θα παρεμβαίνει, υπό προϋποθέσεις και όρους, για να συμβάλλει ώστε να μην αυξηθούν υπέρμετρα τα επιτόκια των χωρών αυτών συγκριτικά με τις υπόλοιπες (του «αναπτυγμένου Βορρά»).

Η αρχική προσέγγιση της ΕΚΤ επί του θέματος, της παρέμβασης στις αγορές υπέρ των χωρών του Νότου, οδήγησε όπως ήταν φυσικό σε αντιδράσεις από τη Γερμανία και τους δορυφόρους της. Για αυτούς (Γερμανία) που απαίτησαν και πήραν, όπως αναφέραμε παραπάνω, την αλληλεγγύη των άλλων χωρών για το θέμα του φυσικού αερίου, συνεχίζει να είναι αδιανόητο να εκφράσουν την έμπρακτη αλληλεγγύη τους προς τις χώρες του Νότου για το θέμα του χρέους.

Κατά τη γερμανική άποψη, όπως εκφράστηκε από τον υπουργό οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ και το κεντρικό της τραπεζίτη Γιόακιμ Νάιγκελ, δεν υπήρχε λόγος για τη δημιουργία ειδικού εργαλείου στήριξης από την ΕΚΤ. Γι’ αυτούς, η άνοδος π.χ. των ελληνικών spread από κάτω από 1% τον περασμένο Δεκέμβριο σε πάνω από 3,5% το τελευταίο διάστημα, ήταν κάτι το φυσιολογικό και φυσικά αποδεκτό. Η λογική τους είναι γνωστή: αν θέλετε να κρατήσετε χαμηλά τα κόστη δανεισμού προχωρήστε σε μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ανεξάρτητα αν οι οικονομικές συνθήκες (πανδημία, ενεργειακή κρίση) επιβάλλουν το αντίθετο. Έτσι το θέμα μπήκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων του δούναι και λαβείν.

Το πρώτο που απαίτησε και πέτυχε η «γερμανική προσέγγιση» ήταν ο διπλασιασμός στην αύξηση του επιτοκίου. Ο αρχικός σχεδιασμός για 0,25% επιτόκιο έγινε τελικά 0,50%, διπλασιάζοντας την πίεση στις ευάλωτες χώρες και τα νοικοκυριά. Για να έχουμε μια εικόνα, η συνολική επιβάρυνση για τους δανειολήπτες στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 500 εκ. ευρώ. Δηλαδή, 500 εκ. ευρώ θα αλλάξουν χέρια, από νοικοκυριά και επιχειρήσεις που πιέζονται από τις οικονομικές συνθήκες και τον πληθωρισμό προς τις τράπεζες, που ανακοίνωσαν ήδη ότι θα αρχίσουν να μοιράζουν μερίσματα από το επόμενο έτος!

Το δεύτερο που απαίτησαν και πέτυχαν είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις για να εφαρμοστεί αυτή η διαδικασία παρέμβασης από την ΕΚΤ. Για να παρέμβει η ΕΚΤ υπέρ των ομολόγων κάποιας χώρας πρέπει να έχει αποδεχθεί μια μνημονιακού τύπου διαδικασία εποπτείας, έστω light, από την ΕΚΤ, για την επίτευξη μέτρων–στόχων κύρια στο δημοσιονομικό τομέα. Δηλαδή η κλασσική συνταγή των μνημονίων που ζήσαμε σε μια πιο ευέλικτη προσέγγιση και με μόνη την ΕΚΤ στο ρόλο της τρόικας.

Ειδικότερα, από όσα έχουν γίνει γνωστά, αυτό που συμφωνήθηκε και θα δούμε στην πορεία τη διαδικασία υλοποίησής του, έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

1) Η παρέμβαση της ΕΚΤ με το συγκεκριμένο εργαλείο δεν θα είναι «δωρεάν». Για να γίνει χρήση του εργαλείου πρέπει να ακολουθείται μια συνετή οικονομική, κυρίως δημοσιονομική πολιτική στο πλαίσιο των δεσμεύσεων του «Συμφώνου Σταθερότητας». Οι χώρες που θα ωφεληθούν θα έχουν αποδεχθεί εκ των προτέρων μέσω «άτυπου μνημονίου» την εφαρμογή του προγράμματος στόχων που θα έχουν υποβάλλει. Να λοιπόν που το «Σύμφωνο Σταθερότητας», το οποίο θα χαλάρωνε και θα γινόταν πιο ανεκτό, επανέρχεται και επιβάλλεται με νέο μανδύα, όχι φυσικά για όλους αλλά για τις πιο ευάλωτες οικονομίες.

2) Η ΕΚΤ αναλαμβάνει την επιτήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών των χωρών που θα τύχουν βοήθειας. Για ένα ακόμα θέμα οικονομικής πολιτικής παρακάμπτονται οι κυβερνήσεις και οι σχετικές εξουσίες των ευάλωτων κρατών-μελών και παρέχονται υπερεξουσίες σε ένα μη κοινωνικά και πολιτικά ελεγχόμενο όργανο, την ΕΚΤ. Για μία ακόμα φορά η λειτουργία της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας στα «καλύτερά» της στο πλαίσιο της γερμανικής Ευρώπης.

3) Η παρέμβαση-στήριξη δεν θα είναι ούτε μόνιμη ούτε εξασφαλισμένη μέχρι να επιτευχθεί κάποιος στόχος. Θα εξετάζεται και θα πραγματοποιείται κατά περίπτωση ανάλογα με τις συνθήκες, ενώ θα μπορεί να σταματά ανά πάσα στιγμή αν η ΕΚΤ εκτιμήσει ότι λόγω της πορείας των οικονομικών μεγεθών της χώρας δεν θα έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Συνεπώς, με μοχλό αυτή τη διαδικασία μπορεί να στηθούν πολλά εκβιαστικά σενάρια επιβολής οικονομικών πολιτικών στις ευάλωτες χώρες. Πρακτικά, με αυτές τις διαδικασίες, χωρίς κανένα κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο, θα μπορεί η ΕΚΤ να εγκαταλείψει κάποια χώρα στις πρακτικές κερδοσκοπίας των αγορών με αποτέλεσμα να την οδηγήσει σε «χρεοκοπία» ή στο χείλος της και στη συνέχεια σε ένα «κανονικό μνημόνιο». Και πάλι η εμπειρία των μνημονίων στην Ελλάδα μας διδάσκει πολλά…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!