Διαβάστε τα προηγούμενα: Μέρος Α΄, Μέρος Β΄, Μέρος Γ΄, Μέρος Δ΄
Όλο και πιο συχνά στις μέρες μας γίνεται λόγος για την «αδύναμη» θέση της Ελλάδας μπροστά στις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, και προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, ως χώρα, είναι να είμαστε προσκολλημένοι σε μια μεγάλη δύναμη και να περιμένουμε από εκεί κάποια ασφάλεια και κάποιας μορφής μακροημέρευση.
Αυτή η αντίληψη δεν είναι καθόλου καινούρια. Αναπαράγεται με διάφορες εκδοχές από τον καιρό του αγώνα ενάντια στην Τουρκοκρατία, από τις πρώτες στιγμές ύπαρξης της Ελλάδας ως ανεξάρτητου (και αρκετά περιορισμένου) κράτους μετά την Επανάσταση του 1821, μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μετά την πτώση της Χούντας το 1974. Εμφανίστηκε με διάφορα πρόσωπα και εκδοχές. Η τελευταία ήταν αυτή της «ευρωποποίησης» της χώρας, και η πλέον πρόσφατη ότι μόνο παραμένοντας στη «σωστή πλευρά» της ιστορίας (δηλαδή τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ) έχουμε ελπίδας μιας σωτηρίας.
Πρόκειται για τη φωνή της υποτέλειας, εκφρασμένης από στρώματα και τάξεις (μειοψηφικές) των οικονομικών και πολιτικών ελίτ της χώρας, και ως ένα βαθμό αναπαραγόμενες από βολεμένα μεσοστρώματα του μεταπρατικού κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, επειδή η κυρίαρχη ιδεολογία διαχέεται και μέσα στην κοινωνία, το αποτέλεσμα αυτών των αντιλήψεων έθρεψε τον ραγιαδισμό και την ηττοπάθεια, που αγκαλιάζουν κατά καιρούς και τα κατώτερα στρώματα.
Ο πραγματιστικός ρεαλισμός που εκφέρει η «γεωπολιτική μοίρα» της χώρας, όπως την προσλαμβάνουν και τη διαδίδουν οι δυνάμεις της υποτέλειας, ασκεί σε μεγάλο βαθμό ένα μπλοκάρισμα στην κοινωνική διαθεσιμότητα. Δεν είναι εύκολο ζήτημα –με βάση όσα έχουν συμβεί– να υποστηριχθεί με πειστικότητα και ρεαλισμό μια εναλλακτική πρόταση διεξόδου και υπόστασης της Ελλάδας εκτός του πλέγματος της εξάρτησης και της υποτέλειας, παρόλο που οι καταστάσεις και τα αδιέξοδα επιβάλλουν να απαντηθεί αυτό το ζήτημα – διότι είναι από τα κεντρικά στρατηγικά ζητήματα για την ίδια την ύπαρξη χώρας και της κοινωνίας. Ενώ έρχονται μεγάλα ταρακουνήματα και γεωπολιτικοί αναδασμοί, η υποτέλεια και το πλασάρισμά μας ως «δεδομένων και πιστών» συμμάχων του ευρωατλαντισμού απλώς δεν προσφέρουν σοβαρές εγγυήσεις ότι θα αποφύγουμε μεγάλες εθνικές και κοινωνικές περιπέτειες.
Ο κόσμος της υποτέλειας και το «ξεβλάχεμα» των Ελλήνων
Πριν λίγα χρόνια, ο εκ ΠΑΣΟΚ προερχόμενος πρωταγωνιστής του λάιφ στάιλ Πέτρος Κωστόπουλος, είχε ισχυριστεί ότι με το περιοδικό «Νίτρο» προσπάθησε να «ξεβλαχέψει» τους Έλληνες και να τους φέρει πιο κοντά σε ό,τι συνεπάγονταν ο εκσυγχρονισμός, ο κόσμος της εικόνας και της διαφήμισης, ο καταναλωτισμός, η αποδόμηση, η αμερικανοποίηση των ηθών. Φορέας μιας νεοπλουτίστικης αντίληψης και ενός πνεύματος αρπαχτής, αναπαρήγαγε ένα κυρίαρχο ιδεολόγημα του ραγιαδισμού: οι Έλληνες είναι καθυστερημένοι, αμόρφωτοι, χωρίς επίγνωση των σύγχρονων τάσεων και δυναμικών, εγκλωβισμένοι μέσα στη «βλαχιά» τους και σε καθυστερημένες αντιλήψεις. Τα «φώτα» θα έρθουν από τη Δύση και μέσα από τη μίμηση – κάτι που έχει υποστηριχθεί και υπηρετηθεί από όλες τις ελίτ, από γεννησιμιού του ελληνικού κράτους.
Ο κόσμος της υποτέλειας και του μεταπρατισμού μισεί και εχθρεύεται ό,τι λαϊκό, παραδοσιακό, δημοκρατικό και κοινωνικό υπάρχει μέσα στον ελληνισμό. Μάλιστα θεωρεί την ίδια την ύπαρξη του νέου ελληνισμού και του ελληνικού κράτους αποτέλεσμα της «φιλανθρωπίας» και του έργου των Μεγάλων Δυνάμεων. Τι κρύβει επιμελώς αυτός ο κόσμος; Ότι το ελληνικό στοιχείο, από την ίδια την ύπαρξή του μέσα από ασυνέχειες, αλλά κυρίως μέσα από τη συνέχεια του σε μια μακραίωνη ιστορία, έρχονταν συχνά και πυκνά σε επαφή με όλες τις σύγχρονες τάσεις. Ότι είχε πυκνές και ποικιλόμορφες επαφές με ό,τι γίνονταν στον ευρύτερο χώρο, κι ότι ιδιαίτερα πριν την επανάσταση του 1821, αλλά και κατά τη διάρκειά της και μετά, ήταν ενήμερο για όλες τις εξελίξεις, όλα τα ρεύματα, όλες τις μορφές οργάνωσης και πάλης. Ότι το ελληνικό στοιχείο έπαιζε ρόλο σε καίριους οικονομικούς κόμβους της εποχής (εμπόριο, ναυτιλία), ότι υπήρχαν ελληνικοί θύλακες σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και της Βαλκανικής και Μεσογείου (παροικιακός ελληνισμός), ότι παρουσίαζε μια αξιόλογη πολιτιστική άνθιση – και μάλιστα επέδρασε και στην προώθηση των νέων ιδεών σε ολόκληρη την Ευρώπη που ξύπναγε από τον Μεσαίωνα.
Ακόμα και σε όλες τις δεκαετίες που μεσολάβησαν έκτοτε, και παρά το μπλοκάρισμα που επέφερε δομικά η εξάρτηση και η υποτέλεια, οι Έλληνες ήταν ενήμεροι και γνώστες για ό,τι συνέβαινε γύρω τους, ή ακόμη κι αλλού, μακριά. Είχαν αντίληψη για το τι συμβαίνει σε μεγάλες αλλαγές και ανακατατάξεις, είχαν επαφή με πρωτοπόρες ιδέες και κινήματα. Τέλος, έδειξαν την αλληλεγγύη τους και συμμετείχαν σε όλες τις μεγάλες μάχες στις οποίες βρέθηκε η ανθρωπότητα τα τελευταία 200 χρόνια.
Τι «κατάφεραν» οι εθελόδουλες ελίτ
Τι δεν έγινε ή τι μπλοκαρίστηκε, ιδιαίτερα από τις δυνάμεις της υποτέλειας; Ακριβώς η ανέλιξη των πιο δημιουργικών και πρωτοπόρων στοιχείων, όλων των εγγενών δυνατοτήτων μιας διαφορετικής πορείας του νέου ελληνισμού και του νεαρού κράτους που κερδήθηκε από την Επανάσταση του 1821. Οι θεωρίες της «ψωροκώσταινας», δηλαδή μιας Ελλάδας μικρής που «δεν μπορεί» ούτε να αναπτυχθεί ούτε να εξελιχθεί, ήταν βασικό ιδεολογικό στοιχείο – ιδίως αφού οι περιπέτειες της «Μεγάλης Ιδέας», όπως την πρόβαλλαν αυτά τα στρώματα, είχαν σπάσει τα μούτρα τους τόσο με ήττες όσο και με χρεοκοπίες και καταστροφές (1897, 1922).
Ο κόσμος και οι φωνές της υποτέλειας θέλουν να αποκρύψουν ότι, αν δεν είχε εκδηλωθεί ένα βασικό στοιχείο του νέου ελληνισμού, ο αντιστασιακός του χαρακτήρας, που στηρίχθηκε στους αγώνες και το αίμα του λαού, ούτε ελληνικό κράτος θα υπήρχε, ούτε αποτίναξη της Τουρκοκρατίας, ούτε θα απελευθερώνονταν περιοχές τουρκοκρατούμενες μέχρι το 1913. Ούτε θα είχαν ενσωματωθεί στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα το 1948, ούτε θα υπήρχε η ΕΑΜική εποποιία της Εθνικής Αντίστασης κατά τη γερμανοϊταλική κατοχή, ούτε ο αγώνας ενάντια στη χούντα την επταετία 1967-1974, ούτε το Πολυτεχνείο και η Μεταπολίτευση. Δεν θα είχαν εκδηλωθεί ούτε τα κινήματα ενάντια στα Μνημόνια και τη συμφωνία των Πρεσπών. Αν έλειπε αυτός ο αντιστασιακός χαρακτήρας, ο πατριωτισμός, η αγάπη για τον τόπο, η απαίτηση εκδημοκρατισμού και συμμετοχής στην πολιτική ζωή, το πάθος της ελευθερίας, θα είχαμε ήδη συρρικνωθεί, θα είχαμε γίνει πλήρης μπανανία και πλήρες αποικιακό παράρτημα των Δυτικών πατρώνων.
Η φωνή της υποτέλειας προστάζει: «σωστή πλευρά της ιστορίας», «Πρέσπες παντού», «Χάγη, συνεννόηση με Τουρκία», παράλληλα με υπογεγραμμένη από το πολιτικό σύστημα γενικευμένη υποθήκευση της χώρας για 99 χρόνια, γενικό ξεπούλημα, αποδοχή συρρίκνωσης της ελληνικής επικράτειας και πούλημα της Κυπριακής υπόθεσης. Αυτήν τη φθίνουσα πορεία, αυτήν την πορεία προς μεγάλες εθνικές και κοινωνικές περιπέτειες, οι ελίτ της χώρας, ο κόσμος της υποτέλειας, την παρουσιάζουν ως το μέγιστο που μπορεί να γίνει και να υπάρξει. Ως κάτι «μοιραίο». Τίποτα άλλο δεν μπορούσε και δεν μπορεί να γίνει…
Ο κόσμος της υποτέλειας και του μεταπρατισμού μισεί και εχθρεύεται ό,τι λαϊκό, παραδοσιακό, δημοκρατικό και κοινωνικό υπάρχει μέσα στον ελληνισμό. Μάλιστα θεωρεί την ίδια την ύπαρξη του νέου ελληνισμού και του ελληνικού κράτους αποτέλεσμα της «φιλανθρωπίας» και του έργου των Μεγάλων Δυνάμεων
Πώς θεωρητικοποιείται σήμερα αυτή η «γεωπολιτική μοίρα»
Θα μείνουμε μόνο σε δύο περιπτώσεις συγγραφέων. Στον Κώστα Κωστή και στον Γιάννη Βούλγαρη. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν, είναι μεγάλο κατόρθωμα πως μια οθωμανική καθυστερημένη επαρχία μετατράπηκε σε σύγχρονο ευρωπαϊκό νεωτερικό κράτος, πως σημείωσε μεγάλες οικονομικές επιδόσεις, πως το κράτος ήταν ο βασικός και παρεξηγημένος πρωταγωνιστής αυτής της πορείας και, τέλος, πόσο καθοριστικός υπήρξε ο γεωπολιτικός παράγων και ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων – διότι, κατ’ αυτούς, χωρίς αυτόν τον παράγοντα απλά δεν θα υπήρχε η σύγχρονη Ελλάδα.
Είναι ολοφάνερο πως από την ανάλυσή τους ο αντιστασιακός χαρακτήρας και ο αγώνας του ελληνικού έθνους και του ελληνικού λαού δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Και φυσικά τα σύγχρονα φαινόμενα «εθνολαϊκισμού», που εμφανίστηκαν ιδιαίτερα μετά το 2010 και τη μεγάλη σύγχρονη χρεοκοπία, ίσως να επιδρούν αρνητικά στην «ομαλή» πορεία της χώρας. Αμφότεροι παίρνουν κατηγορηματικά αποστάσεις από «μαρξιστικά σχήματα» και από θεωρίες περί εξάρτησης που είναι λαθεμένες, και βεβαίως δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία του «εξωτερικού παράγοντα» ως εξυγιαντικής δύναμης εκσυγχρονισμού της χώρας.
Για παράδειγμα, ο Κώστας Κωστής θα γράψει: «Με βάση όσα ειπώθηκαν, δε θα ήταν άστοχο να μιλήσει κανείς για τον “εκσυγχρονιστικό” ρόλο που παίζει ο διεθνής παράγοντας στην ελληνική δημόσια ζωή, την οικονομία ειδικότερα, και να τον προσδιορίσει ως μηχανισμό διαρκείας στην ιστορία του ελληνικού κράτους» («Ο πλούτος της Ελλάδας», εκδόσεις Πατάκη, 2018, σελ. 628). Το εν λόγω βιβλίο κλείνει με μια χαρακτηριστική του πνεύματος παράγραφο, την οποία παραθέτουμε ολόκληρη: «Με βάση τα όσα προηγήθηκαν, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το επαναλαμβανόμενο πρότυπο ανεξέλεγκτου δανεισμού – πτώχευσης – ξένης παρέμβασης και εκ νέου ένταξης της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, αποτελεί μια αναπτυξιακή σταθερά της ελληνικής οικονομίας. Δεν υποστηρίζω ότι είναι η ενδεικνυόμενη, απλά υποστηρίζω ότι υπήρξε. Ούτε υποστηρίζω ότι οδηγεί σε ευτυχή κατάληξη, απλά είναι ένας από τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η φτωχή ελληνική αγροτική οικονομία της Ελλάδας μπόρεσε να μετασχηματιστεί σε μια οικονομία που ανήκει στην ελίτ των ευρωπαϊκών χωρών» (ό.π., σελ. 632).
Ο Γιάννης Βούλγαρης θα κλείσει κι αυτός το –ενδιαφέρον– βιβλίο του με μια απαισιόδοξη νότα: «Κοντολογίς, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι έθνος γεωπολιτικό, ιστορικό, δημοκρατικό, μικρομεσαίο. Η διαφορά είναι ότι σήμερα δεν φτάνουν οι εξωτερικές ωθήσεις για να πάει μπροστά. Μάλλον κρατά την τύχη της στα χέρια της περισσότερο από όσο στο πρόσφατο παρελθόν. Και αυτό δεν είναι a priori ενθαρρυντικό αν δεν καλοτυχίσουμε στην ποιότητα της εθνικής Πολιτικής και στο επίπεδο των Ηγεσιών που θα έχουμε» («Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική», εκδόσεις Πόλις, 2019, σελ. 302).
Υποτίμηση της σημασίας της κοινωνικής διαθεσιμότητας
Στο μυαλό πολλών διανοητών και επιστημόνων κυριαρχεί πάντα η σημασία της «ξένης παρέμβασης», των «εξωτερικών ωθήσεων», του «διεθνή παράγοντα», με ιδιαίτερο «εκσυγχρονιστικό» ρόλο στη ζωή του τόπου. Επομένως είναι κατανοητό το γιατί παίρνουν επανειλημμένα αποστάσεις από «την κυριαρχική σημασία των δομών της εξάρτησης μέσα στο γίγνεσθαι της νεοελληνικής κοινωνίας», γιατί παραβλέπουν πως «η κυριαρχική αυτή κοινωνική αντίθεση της εξάρτησης χαρακτηρίζει το σύνολο των κοινωνικών δομών της χώρας σε όλα τα επίπεδα κίνησης της ζωής, τόσο στο πεδίο της οικονομίας, όσο στο πεδίο της πολιτικής και στο πεδίο της ιδεολογίας. Η εξάρτηση είναι συστατικό δομικό στοιχείο της νεοελληνικής κοινωνίας» (Κ. Μοσκώφ). Παραβλέπουν έτσι δυνατότητες άλλης πορείας, και βέβαια του ρόλου που μπορεί να παίξει ο λαός για μια άλλη πορεία.
Η «γεωπολιτική μοίρα» της χώρας οδηγεί σε μια υποτίμηση της σημασίας της κοινωνικής διαθεσιμότητας. Μάλιστα οι φορείς αυτών των απόψεων εχθρεύονται την κοινωνική διαθεσιμότητα: τη θεωρούν καθυστερημένη, αποσταθεροποιητική, επικίνδυνη για τον «εκσυγχρονισμό», τους φορείς του και τους μηχανισμούς του. Έρχονται έτσι σε αντίθεση με βαθιά απαυγάσματα της νεοελληνικής ιστορίας, και προτείνουν ως λύση την αναπαραγωγή της υπάρχουσας εξαρτημένης κατάστασης ως μοναδικής δυνατότητας. Μάλιστα προσπαθούν να ενσταλλάξουν αυτήν την εκτίμηση ως μοναδικά επιστημονική και αντικειμενική. Ενοχλούνται με τη σκέψη ότι μπορεί και να μην «ξεβλαχέψουμε» ποτέ…
Παρακμή, πολιτισμός, υποτέλεια
Στους προσδιορισμούς που αποδίδει ο Γιάννης Βούλγαρης στην Ελλάδα (έθνος γεωπολιτικό, ιστορικό, δημοκρατικό, μικρομεσαίο) ξεχνάει την μεγάλη παρακαταθήκη του Σβορώνου («Ο αντιστασιακός χαρακτήρας διέπει ολόκληρη την νεοελληνική ιστορία», Ανάλεκτα, σελ. 37), και φυσικά θα έπρεπε να προστεθεί ότι είναι ένα έθνος με μεγάλο πολιτισμό. Σήμερα, σε μια εποχή παρακμής πολλών πραγμάτων (νοήματος, οραμάτων, ιδεών, πολιτισμού, λαϊκών κινημάτων), η διανόηση της χώρας ακολουθεί δυστυχώς τα κυρίαρχα πρότυπα. Μεγάλη σιωπή για όσα συμβαίνουν, ή και ενεργή συμμετοχή στην αποδομητική διαδικασία.
Πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων που πρέπει να αναφέρουμε. Πρόκειται για λίγους έως ελάχιστους διανοητές που δίνουν έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού λαού, του ελληνικού πολιτισμού, όπως αυτά διαμορφώθηκαν σε μια μεγάλη περίοδο. Αναγκαστικά οι διανοητές αυτοί συνδέονται με τα θέματα λαϊκής παράδοσης, ιστορίας και νεοελληνικού πολιτισμού, και δίνουν έναν αγώνα από πολύ δύσκολη θέση απέναντι σε όλες τις αποδομητικές διαδικασίες και μεταπλάσεις. Ιδιαίτερη θέση σε αυτήν την ολιγομελή ομάδα σύγχρονων διανοητών έχει ο Λαοκράτης Βάσσης, που με το έργο του κάνει μια ιδιαίτερη προσπάθεια ανάδειξης ενός λαϊκού και δημοκρατικού, πανανθρώπινου «πολιτιστικού κυττάρου» του Ελληνισμού, όπως αυτό διαμορφώθηκε και διαμορφώνεται μέσα στην ιστορία.
Ο Λ. Βάσσης, στην εισαγωγή του σημαντικού βιβλίου του «Οι αξιακές συντεταγμένες του ελληνισμού» (εκδόσεις Ταξιδευτής, 2022), θα τονίσει την «ιδιαίτερη σχέση της έρπουσας πολιτιστικής μας κρίσης με όλη την κατιούσα πορεία των δεκαετιών της Μεταπολίτευσης ως την Χρεοκοπία. Οπότε και με την απώλεια της μεγάλης, με βάση τα τότε αντικειμενικά δεδομένα (ειρήνη, δημοκρατία, ευρωπαϊκά πακέτα…) ευκαιρίας: για μια ριζική, καθολική και ανθεκτική στο χρόνο ανασυγκρότηση της πολιτείας και της κοινωνίας μας». Η Χρεοκοπία του 2010 για τον Λ. Βάσση «δεν είναι μόνο ένα μείζον οικονομικό επεισόδιο στη ζωή του Τόπου μας, έστω πολύ οδυνηρό, αλλά και ένα βαθύ ρήγμα στη δεδομένη ιστορική μας κανονικότητα. Καθώς έκτοτε, μεταπέσαμε σε μετανεωτερική αποικία του ευρω/δυτικού τοκογλυφικού κεφαλαίου, εντός μάλιστα …Ευρωζώνης. Χάνοντας, λόγω των όρων της επικυριαρχίας (σκληρές “ρήτρες” των τριών Μνημονίων), την εθνική μας αυτεξουσιότητα (εποπτεία από τους “θεσμούς”)».
Επίσης θα τονίσει ότι η «κανονικότητα» που διαφημίζουν «δεν είναι ένα συγκυριακό επικοινωνιακό “πέπλο”, πίσω απ’ το οποίο θέλουν να κρύψουν (παλιός δικομματισμός) την ενοχή τους για τη Χρεοκοπία και τη συνενοχή τους (νέος δικομματισμός) για τη συνεχιζόμενη άγονη διαχείρισή της. Αλλά ένα μονιμότερο ιδεολογικό υπόδειγμα υποτέλειας, στο οποίο προσπαθούν να μας “εθίσουν”. Με το “υπόδειγμα” αυτό, με όλους τους επιχρυσωμένους “χαλκάδες” του, να ορίζει τη μετανεωτερική εκδοχή της ανάπηρης “εθνικής ανεξαρτησίας” του επικυριαρχούμενου, όπως το …απεργάζονται, μέλλοντός μας».
Αλήθεια, πόση διαφορά με τις κυρίαρχες μορφές της σύγχρονης διανόησης που έχει αποδεχτεί και καταπιεί τη «γεωπολιτική μοίρα», δεν εκφράζει καμία αγωνία για την πορεία του Τόπου και του λαού, και αρνείται κάθε ρόλο στην κοινωνική διαθεσιμότητα!
***
Εν κατακλείδι: το ξεπέρασμα και η αντίκρουση του μονιμότερου υποδείγματος υποτέλειας είναι ένα βασικό και κεντρικό καθήκον για όποιον θέλει να δει μια νέα κοινωνική διαθεσιμότητα που θα αναμετρηθεί με το κεντρικό νεοελληνικό πρόβλημα.
Στο επόμενο σημείωμα (και τελευταίο αυτής της σειράς) θα εξετάσουμε τους τωρινούς όρους της κοινωνικής διαθεσιμότητας μέσα στην αποδιαρθρωτική, μεταμοντέρνα, μεταμνημονιακή, ψηφιακή, γεωπολιτική συνθήκη.