του Γιάννη Σχίζα

Κάθε δένδρο παρουσίαζε
κάθε φορά κι άλλη εικόνα,
σαν ο διευθυντής του μουσείου
να αντικαθιστούσε κάθε ημέρα
τον παλιό πίνακα με ένα καινούργιο ωραιότερο.
Henry David Thoreau

 Παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, πολλοί από τους φίλους της φύσης δεν είναι απλώς καλλιεργημένοι πολίτες: Στον βαθμό που υπερβαίνουν τον ρόλο του καταναλωτή παραστάσεων, απαντούν στη βαθύτερη ανάγκη της «μέθεξης» της ανθρώπινης φύσης με την «άλλη» φύση. Την ανάγκη που δηλώνεται πολλές φορές αδέξια με τα φυτά στα μπαλκόνια, τις γάτες εσωτερικού χώρου, τα σκυλιά, το πράσινο των πόλεων, την αναζήτηση της εξοχής στην περιφέρεια. Λέει ο Φρειδερίκος Ένγκελς στη «Διαλεκτική της φύσης»: «Τα γεγονότα μας υπενθυμίζουν σε κάθε βήμα, ότι δε βασιλεύουμε πάνω στη φύση… αλλά ότι της ανήκουμε με τη σάρκα μας, με το αίμα μας και το μυαλό μας».

Φυσιολάτρες, ειδική κατηγορία

Οι φυσιολάτρες είναι μια ειδική κατηγορία ατόμων, κατά το ότι έχουν προσχωρήσει στη βαθύτερη φωνή του εαυτού τους… Στη χώρα μας ο αριθμός τους δεν είναι ευκαταφρόνητος και η παρουσία τους είναι προγενέστερη της οικολογικής κρίσης. Σε μια εποχή μηχανοκίνησης και «πληκτρολογοποίησης» των πάντων, όπου οι ανθρωπογενείς χώροι μετατρέπονται σε καβούκια των κατοίκων, όπου το τηλεοπτικό γίγνεσθαι καλλιεργεί την αδηφάγα ορμή για νέες, παθητικά προσλαμβανόμενες εικόνες, όπου το ερευνητικό μεράκι και οι σωματικές αισθήσεις ατονούν, οι φίλοι της φύσης ορθώνουν ένα άλλο υπόδειγμα ζωής και πολιτισμού. «Ο αλτρουϊσμός είναι μέρος της φύσης μας, μέρος του ανθρώπινου ενστίκτου», λέει ο φιλόσοφος Χένρικ Σκολιμόφσκυ. Είναι αυτό που ο ίδιος ονομάζει «οικολογικό ανθρωπισμό».

Στο Μεσογειακό μας περιβάλλον μπορούν να απολαμβάνουν εικόνες που αρκετοί περιφρονούν, μπορούν να ονειροπολούν εκεί που οι κομφορμιστές δεν βρίσκουν έμπνευση, μπορούν να ασκούν σώμα, αισθήσεις και μυαλό, εκεί που οι οπαδοί της ευκολίας και του αράγματος τελματώνονται… Μπορούν να εμβαθύνουν στο «εγχώριο» χωρίς να εκτρέπονται σε έναν αυτισμό, μπορούν να φεύγουν στο «ξένο», χωρίς να αναπτύσσουν συμπλέγματα ανωτερο- κατωτερότητας…

Ο Θορώ (Henry David Thoreau) έβαζε το Ζαραρούστρα να ομολογεί την επιθυμία των ανθρώπων της φύσης για γνώση και περιπλάνηση: «Ένα ταξίδι θα υπάρχει μέσα μου και μια ορειβασία»… Οι φίλοι της φύσης λειτουργούν με τις αισθήσεις στη διαπασών, γλεντούν με το θρόισμα του πευκοδάσους και με τη μυρουδιά του νοτισμένου χώματος ύστερα από τα πρωτοβρόχια, εισπράττουν αεροπορικές εικόνες από τις κορυφές των βουνών, αντλούν την ψυχεδελική γοητεία των χρωμάτων της θάλασσας, ψιθυρίζουν σε μια έκπληκτη χελώνα που συναντούν απρόσμενα, ανοίγουν τους πόρους της ύπαρξής τους στη βροχή, το χιόνι, το βουητό του ανέμου, τον καύσωνα ή τον χειμωνιάτικο ήλιο…

Τα μονοπάτια της πολιτικής σκέψης είναι πλέον υποχρεωτικά. Χρειάζονται αναλύσεις και πρακτικές μεγάλης κλίμακας, χρειάζεται μια οικολογική φωνή που δεν θα αρκείται στο να σιγοψιθυρίζει προς την κοινωνία – εν μέσω των αλαλαγμών του κατεστημένου…

Η σημερινή καταστροφή

Σήμερα όμως ζούμε τη μετατροπή του περιβάλλοντος σε εχθρικό περίβλημα. Ζούμε την εκ μέρους της εξουσίας «ανα-θεώρηση» της φύσης σε κατακτήσιμο χώρο, τον «κατατρεγμό» της γραφικότητας στον περιαστικό χώρο, την ομορφιά που υποχωρεί μπροστά στην επέλαση της νέας «χωροταξίας της αναψυχής». Αν η «αισθητική του χώρου είναι προέκταση της αισθητικής του σώματος» και αν η ομορφιά κατά το γνωμικό του Ντοστογιέφσκι μπορεί να σώσει την κόσμο, τότε οι φίλοι της φύσης είναι οι πρώτοι που βιώνουν ότι η ασχήμια τον καταστρέφει… Ο Ben Johnson έλεγε για τον 17ο αιώνα : «Πόσο κοντά στο καλό είναι το ωραίο»!

Καθώς μια ανεγκέφαλη οδοποιία πετσοκόβει αλύπητα δάση και τοπία, καθώς λίμνες και ποτάμια υπεραντλούνται ή «φράζονται» παράγοντας επί γης σεληνιακές μορφές, η νοσταλγία ενεδρεύει πάντοτε σαν επικίνδυνη ψυχοπαγίδα: Πίσω από το πρίσμα του παρόντος το παρελθόν φαίνεται όλο και πιο ειδυλλιακό, ενώ το μέλλον φαίνεται όλο και πιο αβέβαιο και «αγχογόνο».

Δεν μου αρέσει να ζω στον νευρικό 19ο αιώνα

«Δεν μ’ αρέσει να ζω στον ανήσυχο, νευρικό, πολυτάραχο, επιπόλαιο δέκατο ένατο αιώνα», έλεγε ο φυσιολάτρης Thoreau (Θορώ, 1817-1862) σε μια έκρηξη πνεύματος φυγής: «Μου αρέσει να κάθομαι σκεφτικός στη γωνιά μου και να τον βλέπω να περνάει». Αυτός ο ίδιος έλεγε ότι «κάθε δειλινό, του οποίου γίνομαι μάρτυρας, μου εμπνέει την επιθυμία να τραβήξω προς μια δύση τόσο απόμακρη και καθάρια, όπως εκείνη που βυθίζεται ο ήλιος». Κι όμως, ήταν αυτός που κατά την περιγραφή του Ralph Waldo Emerson (1803-1882) «γνώριζε την ύπαιθρο όπως τη γνωρίζει μια αλεπού κι ένα πουλί, την διέσχιζε ελεύθερα μέσα από μονοπάτια ολοδικά του».

Παρ’ όλα αυτά σε έναν πιο ανήσυχο, πιο νευρικό, πιο ταραγμένο και επιπόλαιο αιώνα όπως αυτός που διανύουμε, δεν υπάρχουν γωνιές διαφυγής. Δεν υπάρχουν θύλακες γαλήνης και σταθερότητας. Δεν υπάρχει παρά ο «θάνατος της μονιμότητας» – κατά τη φράση του Άλβιν Τόφλερ: Με άλλα λόγια , η διαρκής ρευστότητα σκηνικών και τρόπων ζωής.

Γράφει ο Henry David Thoreau: «Επί των ημερών μας, όλα σχεδόν τα ανθρώπινα επιτεύγματα, όπως αποκαλούνται, η οικοδόμηση των σπιτιών, η αποψίλωση του δάσους και το κόψιμο των μεγάλων δένδρων, δεν κάνουν τίποτε άλλο, παρά να παραμορφώνουν το τοπίο, να το τιθασεύουν και να το ευτελίζουν». Οι «ημέρες» του Thoreau ήταν αυτές των αρχών του 19ου αιώνα, και τα λόγια του ήταν αυτά που αποτέθηκαν στο δοκίμιό του «Περπατώντας» (Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη). Ο Αμερικανός λόγιος και φυσιολάτρης είχε τη διορατικότητα να πιθανολογεί ακόμη και καταστάσεις που στην εποχή μας είναι πασιφανείς: Προβλέποντας ότι «πιθανόν να έλθει η ημέρα, όπου ο τόπος θα κατατεμαχιστεί στους αποκαλούμενους χώρους αναψυχής»…

Αυτό που δεν μπορούσε να μαντέψει ο Thoreau, ήταν ο ευτελισμός του τοπίου με την εισβολή του παράταιρου, του ογκώδους, του κραυγαλέου. Όπως είναι η περίπτωση οι ανεμογεννήτριες στην Νότια Εύβοια, στο πάλαι ποτέ μυθικό Κάβο Ντόρο: «Κανείς δεν είναι ιδιοκτήτης του τοπίου», έλεγε. Έβλεπε τη λογοτεχνία στην οποία καταφεύγουν πολλοί και διάφοροι ως «εξημερωμένη και πολιτισμένη», ότι διέπεται από μια «συγκαταβατική αγάπη της φύσης αλλά όχι αγάπη και για την ίδια τη φύση». Πρωτίστως όμως γνώριζε τη σημασία του να είσαι φιλόσοφος: «Το να είσαι φιλόσοφος δε θα πει να κάνεις λεπτές και περίπλοκες σκέψεις, ούτε να ιδρύεις σχολή, παρά να αγαπάς πολύ τη σωφροσύνη, έτσι που να ζεις σύμφωνα με τις προσταγές της, ζωή απλή, ανεξάρτητη , γενναία και γεμάτη πίστη»

Η απόσυρση δεν είναι λύση

Ο Thoreau σημείωνε πως: «η ολιγάρκεια εμποδίζει την ευχαρίστηση να διολισθήσει προς την υπερβολή». Αλλά και το αντίθετο της υπερβολής είναι απωθητικό: Η «απόσυρση» των φίλων της φύσης, ο αυτοεγκλωβισμός τους σε «διατηρητέες» εστίες της «παλιάς καλής ζωής», η αναζήτηση «παρθένων χώρων», αφήνει το πεδίο ελεύθερο στην «καταλυτική» δράση των περιβαλλοντοφάγων. Η γλυκόπιοτη μα υπνωτιστική νοσταλγία που επανέρχεται, άκριτα κι αφιλοσόφητα, σε παραδοσιακές εικόνες και καταστάσεις, που εξιδανικεύει αυτό που υπήρξε, που βλέπει την πραγματικότητα ως διαδοχή εικόνων και όχι αγώνων [νικηφόρων ή χαμένων…] είναι αδιέξοδη . Γι’ αυτό μπορεί να παράγει μόνο μνημόσυνα κάθε είδους…

Μια φύση «αφύσικη»

Ούτως εχόντων των ιδεών και των πραγμάτων, οι φυσιολάτρες βιώνουν ένα νέο, κοινωνικο-τεχνολογικό και πολιτικό «περιβάλλον». Γι αυτό πλέον καλούνται να αναρριχηθούν σε νέες ιδέες. Σαν φίλοι της φύσης έχουν ήδη αντιληφθεί το δίκτυο της ζωής – τώρα καλούνται να αντιληφθούν το δίκτυο της καταστροφής! Να δουν πίσω από την «εικονική πραγματικότητα» των λόγων και των διακηρύξεων, το εν πολλοίς αδιόρατο πλέγμα των βραχυπρόθεσμων και κερδοσκοπικών επιλογών, των τεχνοκρατικών εμμονών και ψευδαισθήσεων, των τοπικισμών και των εγωισμών. Καλούνται να δουν το πολιτικό και πολιτιστικό σύστημα που παράγει μια νέα φύση, μια φύση «αφύσικη».

Δεν πρόκειται για ένα νέο «καθήκον», από εκείνα που προβάλλουν οι συμβατικοί πολιτικοί: Πρόκειται για ένα είδος ενεργητικής προσαρμογής στον κοινωνικό-πολιτικό περίγυρο, για μια φιλική προς το περιβάλλον «νεωτερικότητα» ως αντίδοτο στους νεωτερισμούς της υπερφίαλης, κρατικής ή ιδιωτικής «περιβαλλοντοδομίας». Πρόκειται για μία νέα πολιτική, που θα είναι ανάπτυξη κι επιστέγασμα των ίδιων, των ατομικών αιτημάτων για ομορφιά και ηπιότητα στη σχέση ανθρώπου και φύσης.

Στη χώρα μας η πολιτική που είχε ως αφετηρία την οικολογία, έπεσε θύμα ευκαιριακών και συμφεροντολογικών υπολογισμών. Πολλοί άνθρωποι που βίωναν την ανάγκη της ένταξης σε μία ευρεία οικογένεια ένιωσαν φρικτή απογοήτευση μπροστά σε ομαδοποιήσεις μίζερες, εγκεφαλικές, με καθαρά εκλογικίστικη προοπτική. Παρά το γεγονός ότι η ανάγκη μιας συνολικής και συνεκτικής οικολογικής πρότασης δεν έπαψε να υπάρχει, οι κυρίαρχες δυνάμεις του πολιτικού συστήματος αποδείχθηκαν ανίκανες για μια «έσωθεν οικολογικοποίηση».

Στις μέρες μας η μοναχική «ροβινσονιάδα» του φυσιολάτρη στα μονοπάτια της γης, είναι πλέον μια δραστηριότητα λειψή, ανολοκλήρωτη, σχεδόν «ανάπηρη». Οι οργανώσεις δεν επαρκούν για να συνθέσουν εκείνον το βιότοπο της ευαισθησίας και της φαντασίας, που μπορεί να δράσει καταλυτικά μέσα στο σύγχρονο κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον. Πολύ περισσότερο ακόμη, δεν επαρκούν οι προγραμματοδίαιτες και εξαρτημένες από την εξουσία ομάδες, οι «καθαροί» επιστήμονες και οι διανοούμενοι «τηλε-προστάτες» του περιβάλλοντος.

Τα μονοπάτια της πολιτικής σκέψης είναι πλέον υποχρεωτικά. Χρειάζονται αναλύσεις και πρακτικές μεγάλης κλίμακας, χρειάζεται μια οικολογική φωνή που δεν θα αρκείται στο να σιγοψιθυρίζει προς την κοινωνία – εν μέσω των αλαλαγμών του κατεστημένου…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!