Είμαστε στη δίνη μιας καπιταλιστικής κρίσης που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τη διάρκειά της, τις μορφές που θα πάρει, αν τελικά θα «καταλαγιάσει» όπως οι προηγούμενες μεγάλες κρίσεις, με την ανάδυση ενός νέου πολιτικοοικονομικού μοντέλου. Όμως, εξαιτίας της, φωτογραφήθηκε γυμνό το ευρωπαϊκό αδιέξοδο, αποκαλύφθηκε η σκληρή μονεταριστική «ένωση» μεταξύ ισχυρών και αδύναμων κρατών (οικονομιών), μια ένωση όχι συνεταιριστική, όχι απλώς ανταγωνιστική, αλλά μάλλον αποικιοκρατική.
Στο «κέντρο» της πορείας της ευρωπαϊκής ενοποίησης που, πιθανόν, θα καθορίσει τη φορά της, αλλά και την τύχη της, βρίσκεται ξαφνικά η πιο περιφερειακή χώρα της ευρωζώνης, η Ελλάδα. Η Ελλάδα, κύριος επικεφαλής μιας σειράς αδύναμων κρίκων, διαπιστώνει με οδύνη, ότι η οικονομία της δεν είχε την παραγωγική και τεχνολογική δυνατότητα να είναι στοιχειωδώς ανταγωνιστική, στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Καλείται, έτσι, από τα πράγματα, να προσαρμοστεί όχι μόνον στις συνθήκες που διαμορφώνει η παγκόσμια κρίση, αλλά και στον αδυσώπητο ανταγωνισμό τής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Πρέπει, μάλιστα, να πληρώσει και ακριβά τα γραμμάτια της δεκαετούς «χάρης» που της είχε δοθεί, με αντίτιμο την αποδιάρθρωση της παραγωγικής της βάσης. Να μετατραπεί στο «Μεξικό της Ε.Ε.», ώστε να γίνει το «παράδειγμα» του μετακρισιακού υποδείγματος, για τον ευρωπαϊκό νότο. Σε τέτοιες συνθήκες, θα περίμενε κανείς, η βροντώδης φωνή τής Αριστεράς, να δημιουργήσει μια τρικυμία κοινωνικής αλλαγής. Αντίθετα, διαπιστώνει κανείς την αμηχανία, τη σιωπή αντί για τη βουή, το ψέλλισμα αντί για την κραυγή.
Πίσω, όμως, από πραγματικές αδυναμίες, κρύβεται το μεγάλο φρούριο των «στοιχίσεων», τα μικρά και μεγάλα οχυρά των κομμάτων και των τάσεων. Γιατί η συγκρότηση ενός κινήματος, μιας παλλαϊκής αντίστασης και περισσότερο ενός ανοικτού πολιτικού χώρου υποδοχής για τη δυσαρέσκεια (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ μελών), είναι απειλή για το σύστημα μεν, αλλά θα μετασχηματίσει, δε, ή το πιθανότερο θα καταστρέψει δημιουργικά τους υπάρχοντες αριστερούς πολιτικούς σχηματισμούς.
Δυστυχώς, όμως, τα πολιτικά κόμματα, διευθύνονται από ιεραρχικούς μηχανισμούς, που συγκροτούν γραφειοκρατικά στρώματα, με αυτοτελείς βλέψεις, με ιδιαίτερα υλικά, ορατά και αόρατα οφέλη.
Δεν γλιτώνει απ’ αυτό η Αριστερά. Έτσι, συχνά τα συμφέροντα και η ύπαρξη των επαγγελματικών ή μη, αλλά μονίμων και ιεραρχικών μηχανισμών, τοποθετούνται πάνω από τα γενικά συμφέροντα της Αριστεράς και της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτό το σχίσμα, η διαρκής αναμέτρηση, ανάμεσα στην(ις) μηχανή(ες) που διευθύνει(ουν) έναν αριστερό σχηματισμό και στις προθέσεις του συνόλου των μελών του, δεν μπορεί να κλείσει παρά μόνο με την αμεσοδημοκρατική τους συγκρότηση. Μετατρέπεται, λοιπόν, αυτόματα σε ευθύνη των απλών μελών. Άρα, το δημοκρατικό στοίχημα για μια επιθετική, αντισυστημική Αριστερά, που θα γεννάει το φόβο στο καθεστώς είναι, σε τελική ανάλυση, ευθύνη του καθενός μας.