Στο τελευταίο απόσπασμα του άρθρου-κριτική του Σχεδίου Μάρσαλ (Ανταίος, τεύχος αριθ. 4/Μάιος-Ιούλιος 1948), ο Δ. Μπάτσης τεκμηριώνει την ανεπάρκεια των ποσών του σχεδίου αλλά και την ελάχιστη συμβολή του στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Τα ζητήματα που θίγει και η κριτική που ασκεί είναι εξαιρετικά επίκαιρα και στη σημερινή συγκυρία της οικονομικής κρίσης.
«Κάτω από μια τέτοια κατάσταση που δημιούργησαν οι άκαρποι πειραματισμοί των ξένων και Ελλήνων ειδικών, είναι ακατανόητο πως υπάρχουν ακόμη υπεύθυνοι οικονομικοί παράγοντες, που στηρίζουν ελπίδες αναζωογονητικής δραστηριοποίησης της οικονομίας μας από το μέγεθος του ελληνικού κονδυλίου του “σχεδίου Μάρσαλ”. Ο θόρυβος που εξακολουθεί γύρω από το ζήτημα αυτό δεν είναι τυχαίος. Γίνεται για να μετατοπισθεί το ενδιαφέρον μας, από τη βασική παθογόνο αιτία του σημερινού αδιεξόδου, σ’ ένα δευτερεύον ζήτημα –το μέγεθος του ξένου δανεισμού-, που από πρώτη άποψη πιθανό να φαίνεται σαν το πρωταρχικό. Αλλά και από την καθαρά ποσοτική του άποψη αν εξετάζαμε το κονδύλι που μας επιδικάστηκε – δολλάρια 106.400.000 – και τις τροποποιήσεις που ενδεχόμενα θα υποστεί, με παρέμβαση νέων κονδυλίων ή άλλων πιστωτικών ευκολιών, πάλι το οικονομικό μας πρόβλημα παραμένει άλυτο. Γιατί με το κονδύλι αυτό δεν μπορεί αλλά ούτε και υπάρχει σκέψη να δημιουργηθεί δικός μας εσωτερικός παραγωγικός πυρήνας. Τα ποσά αυτά, έστω και αν διπλασιασθούν, δεν θα επαρκέσουν για να καλύψουν ούτε τα ανοίγματα του προϋπολογισμού και του ισοζυγίου των πληρωμών της τρέχουσας οικονομικής χρήσης, που φθάνουν συνολικά τα 450.000.000 δολλάρια… Αυτά όσον αφορά το μέγεθος του μεριδίου μας από το “σχέδιο Μάρσαλ” σε σχέση με τις τρέχουσες καταναλωτικές, ανοικοδομητικές και δημοσιονομικές μας ανάγκες της οικονομικής χρήσης 1948 – 49.
»Εκτός όμως απ’ αυτό η συμμετοχή μας στο “σχέδιο Μάρσαλ” και ιδιαίτερα ο τρόπος που συμμετέχουμε, προσθέτουν στην οικονομία μας νέες δυσκολίες εκτός από εκείνες που αντιμετωπίζουμε. Σύμφωνα με τους όρους του “σχεδίου”, είμαστε υποχρεωμένοι να αναπτύξουμε τις εμπορικές μας συναλλαγές με 15 χώρες της Ευρώπης που προσχώρησαν στο “σχέδιο Μάρσαλ”, ώστε να περιοριστεί στο ελάχιστο η διάθεση δολλαρίων στη διαδικασία των ενδοευρωπαϊκών συναλλαγών. Για το λόγο αυτό και οι 16 χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα ώστε να μειώσουν τον όγκο των εισαγωγών τους, ενώ αντίθετα επιδιώκουν, και σε ορισμένες περιπτώσεις πετυχαίνουν, ν’ αυξήσουν τις εξαγωγές τους μέσα στα πλαίσια του ενδοευρωπαϊκού εμπορίου, για να μετριάσουν την απειλή που δημιουργεί το αμερικανικό κεφάλαιο για την οικονομία τους στην εξέλιξη του “σχεδίου”. Πολλές φορές μάλιστα, προκειμένου να υποστηρίξουν υπέρτατα εμπορικά τους συμφέροντα, καταφεύγουν και σε διμερείς εμπορικές συμφωνίες με χώρες της Αν. Ευρώπης. Παραδείγματα η Μ. Βρεταννία, η Γαλλία και το Βέλγιο. Το ίδιο εφαρμόζουν και οι Ην. Πολιτείες που μας πιστοδοτούν.
»Ωστόσο οι αρμόδιοι των Αθηνών επιμένουν να αγνοούν αυτή την πραγματικότητα. Τη στιγμή που τα αμερικανικά προϊόντα και ιδιαίτερα τα αμερικανικά καπνά μας εκτοπίζουν από τις χώρες εκείνες της Ευρώπης όπου το αμερικανικό εμπορικό κεφάλαιο επικρατεί απόλυτα, εξακολουθούμε να διατηρούμε ένα σφαλερά καθορισμένο εμπορικό προσανατολισμό σε βάρος των γενικώτερων συμφερόντων μας…
»Συμπερασματικά πρέπει να τονίσουμε ότι το “σχέδιο Μάρσαλ” δεν μπορεί από τη φύση και τους σκοπούς του και δεν πρόκειται να έχει καμμιά αξιόλογη επίδραση για την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας.
»Έτσι, αντί να διευρύνεται η παραγωγική επιφάνεια της χώρας, συστέλλεται διαρκώς και επιβραδύνεται ο ρυθμός της παραγωγής, γεγονός που απαιτεί τεράστιες πιστωτικές ευκολίες και δάνεια για να μη καταρρεύσει το περίεργο σημερινό οικονομικό σχήμα. Όμως με τον τρόπο που διατίθεται μεταπολεμικά ο δανεισμός, σε δαπάνες δηλαδή που δεν αξιοποιούνται παραγωγικά, δεν πρόκειται να έχει κανένα ευεργετικό αποτέλεσμα στην οικονομία μας. Όσον αφορά το πρόβλημα της συντήρησης ή καλλίτερα της επιβίωσης των εργαζομένων στις σημερινές συνθήκες, είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Γιατί τα υπερκέρδη που πραγματοποιούν οι διευθυντικοί οικονομικοί κύκλοι πρέπει να είναι τέτοια, ώστε μέσα στο πλαίσιό τους να υπάρχουν περιθώρια και για μια στοιχειακή έστω συντήρηση της εργατικής δραστηριότητας. Η ασυδοσία όμως των κύκλων αυτών είναι τέτοια, ώστε παρ’ όλο το αστρονομικό ύψος των κερδών τους, πάλι να θεωρούν πολυτέλεια κι’ αυτή τη στοιχειακή αμοιβή της εθνικής εργασίας».
Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης