Κι αυτό λειτουργεί χαλαρωτικά ή παιδαγωγικά;
Επειδή το μοτίβο «πιάσαμε πάτο, πιάσαμε πάτο» το ακούς να επαναλαμβάνεται κατά κόρον, υπάρχει σ’ αυτόν τον τόπο, πρώτον, το δίχτυ ασφαλείας των ονομάτων. Δηλαδή, κι ο έσχατος των Ελλήνων ξέρει ότι Σοφοκλής, Σωκράτης, Πλάτων είναι ονόματα ελληνικά. Έτσι, δεν θα πιάσουμε ποτέ τον πάτο που νομίζουμε ότι έχουμε πιάσει.
Μπορεί να γλείφουμε τον πάτο, αλλά δεν θα τον πιάσουμε ποτέ. Το δεύτερο είναι ότι ο ελληνικός τρόπος είναι ο τρόπος που η γλώσσα, που είναι ένα δίκοπο δώρο για τον άνθρωπο, μπορεί να σώζεται από τον ίδιο τον εαυτό της με τον τρόπο του τραγουδιού, με τον τρόπο της προσευχής και του ύμνου. Αυτός ο τρόπος που έχουν οι Έλληνες να βγαίνουν από το δίκοπο δώρο της γλώσσας με το τραγούδι, λιγότερο σήμερα με την προσευχή, λιγότερο με τον ύμνο.
Θέλω να υπενθυμίζω στους ηθοποιούς πάντα, ότι καθώς η πρώτη ύλη της δουλειάς τους είναι η γλώσσα, η γλώσσα για να βγει στο προσκήνιο χρειάζεται ένα εκφραστικό απόθεμα του οποίου το φάσμα να πιάνει από την ψιθυριστή εξομολόγηση, την προσευχή, ώς τον πινδαρικό ύμνο. Αυτό διά του τραγουδιού, στην Ελλάδα, είναι μέρος της κοινής παιδείας.
Kατά τη γνώμη μου, το ελληνικό τραγούδι διαμόρφωσε τη γλώσσα την οποία μιλάμε. Και διαμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα νοήματα. Γιατί, τι ήτανε η Ελλάδα; Ήτανε ομοιογενής, για παράδειγμα, γλωσσικά, από την εποχή του Χουρμούζη, το 1830 και εκατό χρόνια μετά;
Έρχεται το ελληνικό τραγούδι μ’ ένα σταθερό, συστηματικό τρόπο, χωρίς να καθοδηγείται από κανέναν, ούτε από τους γλωσσολόγους, ούτε από τους καθαρευουσιάνους, ούτε από τους δημοτικιστές και διαμορφώνει τη νεοελληνική γλώσσα με τον τρόπο που αυτή μιλιέται.
Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Ότι λειτουργεί ενοποιητικά.
Ναι, και νομίζω ότι ο Καζαντζίδης, για παράδειγμα, μας δείχνει και πώς να την προφέρουμε. Πώς προφέρουμε τις λέξεις, τους φθόγγους.
Συμφωνώ. Πιστεύω ότι στην περίπτωση του Καζαντζίδη η εκφορά αντιστοιχεί στο απόλυτο της αξίας των φθόγγων. Είναι, πραγματικά, εντυπωσιακό. Αλλά αυτό το βλέπεις και στον Μπιθικώτση και στον Διονυσίου. Αυτή τη σχέση ιερότητας -αν θες- με την ελληνική γλώσσα. Με την ελληνική έκφραση. Επάνω σ’ αυτό θα μπορούσαμε να πούμε πάρα πολλά. Για την περιπέτεια της αναπνοής στην Ελλάδα. Σήμερα, βλέπεις ότι ο αναπνευστικός ορίζοντας των Ελλήνων έχει συρρικνωθεί. Επικρατεί η αμερικανοποιημένη τρέχουσα εκδοχή της αγγλικής, η νέα τεχνολογία των μηνυμάτων κ.λπ. Η δική μας γλώσσα, που είναι μία γλώσσα αναλυτική και αργή, είναι υποκαταστάσιμη από τα αμερικανικά. Δεν τα χρειαζόμαστε τα ελληνικά. Τα ελληνικά είναι για τα μεγάλα ερωτήματα και για τις μεγάλες πτήσεις της ψυχής μέσω της γλώσσας. Αυτό το πράγμα, βλέπω στα νεότερα παιδιά, πόσο έχει δοκιμαστεί και πόσο με μία έννοια αυτός ο ορίζοντας έχει συρρικνωθεί. Ίσως γι’ αυτό και στις πρόβες σαν αντίδοτο λέω πότε-πότε Καζαντζίδη ή Διονυσίου.
Άκουγα κι εγώ τον Στέλιο στο Θολωμένο μου μυαλό να στήνει αυτό το μνημείο της ελληνικής έκφρασης, αυτή την αξία και αυτή την κατάφαση η οποία είναι πίσω απ’ όλα αυτά. Την κατάφαση προς ένα μέγεθος που λέγεται ελληνική γλώσσα. Αυτό, ακριβώς, ήθελα να πω για την περιπέτεια της αναπνοής, από την ανάποδη.
Άλλο Ελλάδα, άλλο ελλαδικό κράτος
Η ιστορία που αναφέρει ο Χουρμούζης μάς βοηθάει να κάνουμε μία διάκριση η οποία είναι πολύ κρίσιμη και για τις μέρες που ζούμε. Άλλο Ελλάδα, άλλο ελλαδικό κράτος. Άλλο νεοελληνικό κράτος και άλλο Έλληνες. Έλληνες υπήρχαν πριν από το κράτος, υπήρχαν σε μεγάλο βαθμό μετά, παρά το κράτος ή εναντίον του κράτους και υπάρχουν όπως αποδεικνύεται και σήμερα και μετά το κράτος, γιατί το κράτος έχει τελειώσει. Το τελευταίο επεισόδιο συμπίπτει με το τέλος. Δηλαδή, η έλευση της τρόικας με την εκ των έσω λεηλασία και κατάρρευση αυτού του ομοιώματος κράτους. Και οι Έλληνες είναι πάντα εδώ και θα φεύγουν και θα έρχονται. Λοιπόν, ας πούμε ότι στον ορίζοντα του μέλλοντός τους εμπίπτει αυτό: ένα απ’ τα στοιχήματα, το στοίχημα που λέγεται δημιουργία ενός άλλου κράτους, ενός άλλου τρόπου συνύπαρξης εδώ, σ’ αυτά τα συγκεκριμένα χώματα της ελληνικής Επικράτειας.
Αυτό, επειδή εμείς φανταζόμαστε ένα κράτος διαφορετικό; Μήπως το κράτος το καπιταλιστικό της περιφέρειας είναι ακριβώς αυτό που έχουμε στην Ελλάδα;
Αυτό είναι μία πολύ μεγάλη συζήτηση. Από ένα σημείο και έπειτα δεν έχει νόημα η αυτομαστίγωση, αλλά σίγουρα αυτό το οποίο συνέβη εδώ ήτανε αυτό το οποίο χαρακτηρίσαμε θεατρικό. Δηλαδή, ο πέτσινος χαρακτήρας της αστικής τάξης, ο πέτσινος χαρακτήρας των σχέσεων που διαμορφώνονται μέσα σ’ αυτό το κοινωνικό πεδίο είναι κάτι που χαρακτηρίζει την ιστορία μας. Κάποιοι λένε μη μιλάτε για σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας στην Ελλάδα, γιατί στην Ελλάδα έχουμε δήθεν κεφάλαιο, δήθεν εργασία και προκύπτει έτσι μία τερατώδης ομοιότητα.
Θα μπορούσαμε να πούμε πάρα πολλά και για την Περιφέρεια, μιλάμε όμως αυτή τη στιγμή -καλώς ή κακώς- συγκεκριμένα. Και, βεβαίως, οι χώρες της περιφέρειας χαρακτηρίζονται από ανάλογα φαινόμενα, αλλά εδώ παίζεται κάτι άλλο. Η Ελλάδα είναι γεωγραφικά ενταγμένη σ’ αυτό που λέγεται ευρωπαϊκή ήπειρος ή υποήπειρος. Και πέραν των άλλων, στα χώματά της φιλοξενεί κάποιες πέτρες -αν μη τι άλλο. Κάποιες πέτρες που την τοποθετούν αυτομάτως εξ αντικειμένου -όχι με όρους ιδεοληπτικούς- μέσα στον παγκόσμιο χάρτη.
Θα πρέπει να ανακαλύψουμε, εκ νέου, το μέλλον της πέτρας και τον αυτοσεβασμό της γλώσσας, γιατί αν με ρωτούσες σήμερα ποιος είναι ο μείζων πόρος αυτού του εθνικοτοπικού μαγαζιού, πιστεύω πως δεν είναι άλλος από τη γλώσσα. Δεν μπορούμε να φτιάξουμε καμία οικονομική ανάπτυξη, πράσινη, κίτρινη, πολύχρωμη, χωρίς ένα μεγάλο ναι στη μεγάλη δύναμη που λέγεται ελληνική γλώσσα. Γιατί, τελικώς, «Έλλην» είναι μια ταυτότητα που δεν διέρχεται από τόπο και γεωγραφικό στίγμα, διέρχεται από τη σχέση με μια γλώσσα.
Ο παππούς μου ήρθε από την Τραπεζούντα, ιερωμένος, και έγινε αρχιμανδρίτης όταν πέθανε η γιαγιά μου, φυσικά. Ήρθε, και στο μπαούλο της προσφυγιάς έφερε, σε εκδόσεις Λειψίας, τον Πλάτωνα, τον Σοφοκλή και τον Αριστοφάνη με τη σφραγίδα «Βιβλιοπωλείο Γεωργιάδη εν Τραπεζούντι 1840». Δεν περίμενε ο παππούς μου το ελλαδικό κράτος για να νιώσει Έλληνας.
Έχω γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσα στις Σέρρες, επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη. Είναι και η Τραπεζούντα, είναι και η Θράκη… Όταν προτείνω έναν ορισμό του «ελληνικού», τον προτείνω εξ ιδίου συμφέροντος. Λέω, δηλαδή, είμαι Έλλην, αλλά τίποτα το μη ελληνικό δεν μου είναι ξένο.
Ούτως ώστε να τελειώνουμε πια με όλα αυτά, με την ελληνική ταυτότητα και με το κλείσιμο. Γιατί, τελικά, πιστεύω ότι αν με μια λέξη χρειαζόταν χαρακτηρισμό αυτή η ταυτότητα, είναι άνοιγμα και έξοδος.
Εξάλλου, ξεκινήσαμε όντας πανταχού παρόντες και κυρίως στις καλύτερες περιοχές. Γύρω από θάλασσες, συνήθως. Τη Μεσόγειο, το Αιγαίο, το Ιόνιο, τη Μαύρη Θάλασσα και την Αζοφική Θαλασσα. Τρομεροί οι Έλληνες σ’ αυτά. Και αυτόν τον ελληνισμό, τον οποίο στη συνέχεια οι κρατιστές, οι οποίοι χτίζουνε το κράτος για δικό τους συμφέρον, για να το απομυζούν, εγκαταλείπουν και παράλληλα -όλα αυτά τα χρόνια- εξαναγκάζουν τους πιο δημιουργικούς από τους υπηκόους να φεύγουν έξω.
Το πρόβλημα με τη δοτή υπόσταση του κράτους είναι -ας μην ξεχνάμε ότι, στρατιωτικά, ο αγώνας του ’21 είχε χαθεί, ότι εδώ έπρεπε να υπάρξει μια κρατική οντότητα σφηνωμένη στο μαλακό υπογάστριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για λόγους διεθνούς γεωπολιτικής. Από εκεί και πέρα, όλο το πρόβλημα σε ό,τι αφορά τη διαδρομή του κράτους είναι η συνειδητή ταπείνωση των μεγεθών.
Είναι το πρόβλημα του πήχη. Οι τάξεις οι οποίες επικράτησαν, ο τρόπος με τον οποίο επικράτησαν, διαμόρφωσαν την προϋπόθεση της ταπείνωσης του κριτηρίου και του μεγέθους.
Μ’ αυτή την έννοια, πολύ συνειδητά, κάποιοι εκπρόσωποι αυτών των τάξεων έλεγαν «εσύ τι πρόβλημα έχεις;» σε κάποιους που είχαν απορίες του τύπου «γιατί τα πράγματα δεν προχωρούν;», «γιατί δεν μπορούμε εδώ να φτιάξουμε χωρίον;» που έλεγε κι ο Μακρυγιάννης. «Εσύ μπορείς να πας έξω και να τους ανταγωνιστείς.» Κι έλεγες εσύ «μα, εμένα δεν με ενδιαφέρει ο ανταγωνισμός σε προσωπικό επίπεδο, εμένα με ενδιαφέρει η περιπέτεια της δημιουργίας προϋποθέσεων, για μια άλλη βίωση της ζωής μέσα σ’ αυτό τον τόπο που λέγεται Ελλάδα». Και σε κοιτούσαν, και λέγανε, να μην πω…