Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι κοντά μας, όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά και γιατί η Ουκρανία ήταν για αιώνες η πατρίδα των Ελλήνων της Κριμαίας, μιας ζωντανής κοινότητας του Ελληνισμού που απειλείται με αφανισμό από στις γεωπολιτικές συμπληγάδες.
Τα τεκταινόμενα στην Ουκρανία, όχι μόνο τον τελευταίο χρόνο, αλλά από πολύ νωρίτερα (τουλάχιστον από το 2014), θα έπρεπε να έχουν σημάνει συναγερμό, υπεράσπισης της ελληνικής κοινότητας, με την υπόθεση της ειρήνης στην περιοχή να γίνεται και δική μας υπόθεση. Αντί αυτού, είχαμε τη διαχρονική αφωνία και απουσία. Ενώ με την έναρξη του πολέμου, η εξωτερική πολιτική μας και σε αυτό το ζήτημα από τα συμφέροντα των ΗΠΑ και τους ΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς. Κάπως έτσι βλέπουμε επί ένα χρόνο τη χώρα μας να γίνεται προσάρτημα της πολιτικής των Αμερικάνων, όχι μόνο συμμετέχοντας στη δυτική εκστρατεία, αλλά φτάνοντας στο σημείο να απομειώνει την ίδια την κυριαρχία και την άμυνα της Ελλάδας στο όνομα της «ΝΑΤΟϊκής ομπρέλας» και της εκτός πραγματικότητας κυβερνητικής παραδοχής ότι «η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο με την Ρωσία».
Κυρώσεις και διπλωματία
Η Ελλάδα μπήκε με προθυμία στο χορό των κυρώσεων εναντίον της Μόσχας. Άλλωστε, και πριν τον πόλεμο, από την εποχή ακόμη της Συμφωνίας των Πρεσπών, κατά παραγγελία των ΗΠΑ, οι σχέσεις των δύο χωρών περνούσαν ένα παρατεταμένο χειμώνα (απελάσεις Ρώσων διπλωματών, εμπάργκο στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων κ.ά.). Η άνευ όρων συμμετοχή στο σχήμα των δυτικών κυρώσεων, βαφτίστηκε από τους κυβερνώντες (με αποδοχή από το σύνολο του πολιτικού συστήματος) αναγκαία θυσία για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας και του Διεθνούς Δικαίου, ακόμη και όταν εξόφθαλμα έβλαπτε τα ελληνικά συμφέροντα. Στο οικονομικό τους σκέλος οι κυρώσεις, από όπλο απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα αξιοποιήθηκαν ως μοχλός μετακύλισης της κρίσης στο εσωτερικό της δικής μας κοινωνίας (πληθωρισμός, ενεργειακή φτώχεια κ.ά.) αλλά και σε δούρειο ίππο διείσδυσης των ΗΠΑ στον ευρωπαϊκό ενεργειακό χάρτη (υποκατάσταση ρωσικού φυσικού αερίου με αμερικάνικο LNG). Ταυτόχρονα στα πλαίσια της Ε.Ε., η χώρα μας υποστήριξε κάθε απόφαση καταδίκης και απομόνωσης της Ρωσίας (με μόνη ίσως εξαίρεση την εξαγωγή πετρελαίου που ακουμπούσε τα συμφέροντα ελλήνων εφοπλιστών), συντασσόμενη με τις φωνές εκείνες που πρόκριναν αντί του διαλόγου και των μηχανισμών αποκλιμάκωσης, τη μεγαλύτερη εμπλοκή της Δύσης στον πόλεμο, όπως με τη θετική ψήφο (από κοινού των ευρωβουλευτών Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ) στο ψήφισμα του ευρωκοινοβουλίου που καλεί σε «πιο μαζική αποστολή όπλων στην Ουκρανία».
Οι ελίτ επιμένουν να σέρνουν την Ελλάδα σε υποχωρήσεις, υπονομεύοντας την άμυνα και την εθνική κυριαρχία, υποστηρίζοντας ότι μια μικρή χώρα δεν μπορεί να έχει ανεξάρτητη πολιτική και μόνο της όπλο είναι να προσδεθεί στον ΝΑΤΟϊκό πολεμικό άξονα
Νεοψυχροπολεμική ιδεολογία
Η παραπάνω πολιτική είχε αντανάκλαση και στο εσωτερικό πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο. Η πλήρης αποδοχή του ΝΑΤΟϊκού πλαισίου, επιβλήθηκε ως η μόνη «νόμιμη» πολιτική άποψη. Χωρίς ουσιαστική συζήτηση στη Βουλή, με τον δημόσιο διάλογο χειραγωγημένο από τα ΜΜΕ, με εξοβελισμό κάθε κριτικής άποψης. Η στάση καταδίκης της ρώσικη εισβολής, επιβλήθηκε να μετατραπεί σε νεοψυχροπολεμική αντιρωσική υστερία, με συμβολικές κινήσεις στον χώρο της Τέχνης και των Γραμμάτων, αλλά και με ανοιχτή λογοκρισία στα ΜΜΕ και το διαδίκτυο. Τα παραπάνω κόντρα στην κοινή λογική αλλά και τη θέληση της πλειοψηφίας της κοινωνίας, που όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, καταδικάζει τον πόλεμο, και δεν θεωρεί προς το συμφέρον της Ελλάδας, την εμπλοκή μας σε αυτόν.
Παρ’ όλα αυτά οι ελίτ στη χώρα μας, έσπευσαν να κάνουν τον πόλεμο ΝΑΤΟ-Ρωσίας, στο ουκρανικό έδαφος, και δικό τους πόλεμο. «Είμαστε σε πόλεμο με τη Ρωσία» δήλωνε τον Σεπτέμβριο σε συνέντευξη του στο Bloomberg ο Έλληνας πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης. «Να τα βρούμε με την Τουρκία, στα πλαίσια του κοινού μετώπου του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία», καλούσε ο Ε. Βενιζέλος, περιγράφοντας ήδη από τον Μάιο, όσα βλέπουμε να προωθούνται αυτές τις μέρες με την επίσκεψη του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Α. Μπλίνκεν, στην περιοχή μας. Δεν έμειναν όμως μόνο εκεί, αλλά έφτασαν να υιοθετούν όλο το αφήγημα της Ουάσιγκτον, κάνοντας λόγο για πόλεμο της «δημοκρατίας» απέναντι σε «αυταρχικά καθεστώτα», θυμίζοντας μας τις ένδοξες εποχές των «ανθρωπιστικών βομβών» και του «πολέμου με την τρομοκρατία».
Αποστολή όπλων
Η χώρα μας πρωτοστατεί και στην αποστολή οπλικών συστημάτων στα πλαίσια της υποστήριξης της δυτικής συμμαχίας στο Κίεβο. Από τα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης BMP-1, που έφυγαν από τα νησιά του Αν. Αιγαίου (χωρίς μέχρι σήμερα να αντικατασταθούν όπως προέβλεπε η αρχική συμφωνία), μέχρι τους πανάκριβους αντιαεροπορικούς πυραύλους Stinger, και από τους εκατοντάδες φορητούς αντιαρματικούς πυραύλους RPG μέχρι τις μεγάλες ποσότητες ρουκετών και βλημάτων. Στρατιωτικό υλικό αξίας δεκάδων εκατομμυρίων, που βαφτίζεται «παροπλισμένο» ή «πλεονάζον», ασχέτως αν δεν υπάρχει σχεδιασμός εκσυγχρονισμού ή αντικατάστασής του, ασχέτως αν οι άμεσα εμπλεκόμενοι στρατιωτικοί, κάνουν λόγο για σιωπηρή αποστρατικοποίηση κρίσιμων περιοχών όπως στα νησιά του Αιγαίου. Την ίδια στιγμή, οι πιέσεις προς τη χώρα μας συνεχίζονται για την αποστολή και άλλων όπλων, όπως τα ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα S-300, ή τα γερμανικά άρματα Leopard-1. Για τα παραπάνω κυριαρχεί η αδιαφάνεια και τα μισόλογα από την κυβέρνηση, με τον ίδιο τον πρωθυπουργό να κλείνει συμφωνίες στα ταξίδια του στο εξωτερικό χωρίς να ενημερώνει ούτε τη στρατιωτική ηγεσία, με τη Βουλή και τους πολίτες να μαθαίνουν από ξένα ΜΜΕ το είδος και τις ποσότητες των όπλων που φεύγουν από τη χώρα μας κατ’ εντολή των ΗΠΑ.
Όλη η Ελλάδα ΝΑΤΟϊκή βάση
Η ελληνική βοήθεια στη ΝΑΤΟϊκή στρατιωτική μηχανή δεν εξαντλείτε όμως στην αποστολή όπλων. Αντιθέτως σημαντικότερη ίσως πτυχή της ελληνικής εμπλοκής στον εν εξελίξει πόλεμο, είναι η παραχώρηση του συνόλου της ελληνικής επικράτειας στις ΗΠΑ, μέσω της επέκτασης και της εδραίωσης της παρουσίας στρατιωτικών δυνάμεών τους, όχι μόνο στη Σούδα όπως παλιότερα, αλλά και στην Αλεξανδρούπολη, τη Λάρισα, το Στεφανοβίκειο και αλλού. Η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) Ελλάδας-ΗΠΑ, που ανανεώθηκε το 2022 (ως αποτέλεσμα του στρατηγικού διαλόγου που εγκαινίασε το 2018 ο ΣΥΡΙΖΑ) και έχει ισχύ επ’ αόριστον, περιγράφει σαφώς τις αμερικάνικες επιδιώξεις.
Ήδη η Αλεξανδρούπολη έχει βαφτιστεί (με περηφάνια από τους ντόπιους πολιτικούς) «Σούδα του Βορρά», με το λιμάνι της να αποτελεί σημαντικό κόμβο, στην προώθηση ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων, όπλων, προσωπικού και υποστηρικτικού υλικού προς την Ανατολική Ευρώπη. Την ίδια στιγμή η φιλοδοξία των ΗΠΑ είναι να μετατρέψουν την ακριτική πόλη και σε ενεργειακό κόμβο και πύλη εισόδου του αμερικάνικου LNG προς τα Βαλκάνια. Ταυτόχρονα η αεροπορία των ΗΠΑ, χρησιμοποιεί όλο και συχνότερα τις βάσεις της σε Λάρισα και Στεφανοβίκειο, τόσο για την προώθηση ελικοπτέρων και UAV στις χώρες της Αν. Ευρώπης, όσο και για απευθείας επιχειρήσεις κατασκοπευτικών και άλλων μέσων προς την περιοχή της Ουκρανίας και της Μαύρης Θάλασσας. Μιλούν για αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας, για ανάπτυξη και ασπίδα προστασίας, την ίδια στιγμή που μετατρέπουν ευαίσθητες για την εθνική ασφάλεια περιοχές, σε στόχους του εν εξελίξει πολέμου, εκθέτοντας πολλαπλώς τη χώρα.
Ουδετερότητα ή μεντεσές;
Το δίλλημα για τη χώρα μας είναι σαφές. Θα αποδεχτούμε το στάτους του «δεδομένου εταίρου» και του «γεωπολιτικού μεντεσέ», όπως μας είχε χαρακτηρίσει ο αξέχαστος τέως πρέσβης των ΗΠΑ στη χώρα μας κ. Πάιατ ή θα οικοδομήσουμε μια άλλη στάση βασισμένη στα συμφέροντα της πατρίδας και του λαού μας, που θα διεκδικεί την ουδετερότητά της από τους πολεμικούς σχεδιασμούς των κοσμοκρατορικών δυνάμεων. Οι ελίτ επιμένουν πως έχουμε ανάγκη τη «ΝΑΤΟϊκή ομπρέλα» που μας προστατεύει από την επιθετικότητα της Τουρκίας. Στην πράξη σέρνουν τη χώρα μας από υποχώρηση σε υποχώρηση, υπονομεύοντας τις γραμμές άμυνας και τους βασικούς πυλώνες εθνικής κυριαρχίας. Επιμένουν ότι η χώρα μας είναι μικρή για να έχει ανεξάρτητη πολιτική και μόνο της όπλο είναι να προσδεθεί στον ΝΑΤΟϊκό πολεμικό άξονα, ντύνοντας αυτή την επιλογή με μεγάλα λόγια για «δημοκρατία», «διεθνές δίκαιο», «ηρωισμό του ουκρανικού λαού» ενώ στην πράξη υπονομεύουν τις υπαρκτές δυνατότητες μια μικρής και ενδιάμεσης χώρας, όπως η δική μας, να διεκδικήσει βαθμούς ελευθερίας σε έναν ταραγμένο κόσμο γεωπολιτικών αντιθέσεων και μεγάλων αναδασμών.