του Παναγιώτη Δόικου*
Από τότε που η Ελλάδα άρχισε να λογαριάζεται με τη ζωή και το θάνατο, αρνήθηκε να βολευτεί μέσα στη μετριότητα. Κι αυτό γιατί κατάλαβε, βρίσκοντας το πρωτοφανές δικό της πέρασμα μέσα από τους μεγάλους πολιτισμούς της Ανατολής, ότι η έσχατη ελπίδα του ανθρώπου οδηγεί στην έσχατη απελπισία, που είναι η πιο κρίσιμη γιατί είναι δίκοπη. Η μια κόψη σκοτώνει, μα η άλλη ελευθερώνει. Η μια κόψη κάνει λεπίδα την άκρη της ελπίδας κι έτσι η παράδοση στο θάνατο βλέπει όλα τα αδιέξοδα ως οριστικά. Το φως εξαφανίζεται μέσα στο σκοτάδι. Ο ορθός λόγος πέφτει στην ύβρι καθώς αποφασίζει να γίνει ο ίδιος θεός, μια και αρνείται το σώμα που τον φιλοξενεί, τη μορφή που τον κάνει νόημα, την ιερότητα της ορμής που τον καλεί σε στοίχημα εξύψωσης μέσα στη σχέση με τον άλλο. Κι έτσι ο εαυτός, πρώτος απ’ όλους ο Έλληνας εαυτός, δίνοντας το κακό παράδειγμα, σκίζει τα φωτεινά σπλάχνα του με αυτή τη φονική του κόψη, μην αντέχοντας να λέει «ναι» στο είναι του, να εμπιστεύεται τη ζωή του, να γεννιέται αδιάκοπα μέσα στο ιδρωμένο δέος της δημιουργίας, στον συνταρακτικό αγώνα της αυτοκατάφασης. Κι έτσι η μόνη «λύση» είναι το συμβόλαιο με τη μόνιμη νύχτα, η εξαγορά της ίδιας μας της ύπαρξης, η αυτοπροδοσία. Και πρώτοι εμείς, με αντάλλαγμα την επανάπαυση μέσα στην εξύμνησή μας από όσους απεύχονται την ελευθερία μας, προδίδουμε –για να μιλήσω για το σήμερα– την ανάσα του πολιτισμού μας, το «όχι!» που φωνάζει μέσα στην εξέγερσή μας, τη λαχτάρα για την ισοτιμία μέσα στη σχέση μας με τις άλλες πατρίδες, την αξιοπρέπειά μας, τον πόθο μας για οικονομική και πολιτική δικαιοσύνη, το αίσθημα της ανεξαρτησίας μας, την εθνική αλήθεια των θεσμών μας, τις εστίες των προϊόντων μας στη γη, τον αέρα και τη θάλασσά μας. Και πριν από λίγες μέρες προδώσαμε και παραδώσαμε την ελληνικότητα της Μακεδονίας μας.
Όμως υπάρχει και η άλλη κόψη της απελπισίας, η κόψη του φωτός. Αυτή που παίρνει απόφαση να σπάσει τον κλοιό της ασφυξίας μέσα στην απελπισία, γιατί είναι η ματιά μιας άλλης λεπίδας, έτοιμης να δει προς τα πάνω, πέρα από το βάσανο του θανάτου, πέρα από τον αλληλοσπαραγμό των ανθρώπων, πέρα από την αυτοπροδοσία της κάθε πατρίδας. Να σκίσει το μαύρο πέπλο των φονικών και να φανερώσει την αλλιώτικη λάμψη της μόνης ανίκητης ελπίδας, εκείνης η οποία καταργεί οριστικά την απελπισία γιατί ξέρει να μετρά τον καημό του αίματος που συνεχίζει να χύνεται στη γη και τις ψυχές των ανθρώπων. Μιλώ για την ελπίδα μέσα στην έσχατη απελπισία – για την άπω ελπίδα, όπως την ονόμασε και την ατένισε ο Οδυσσέας Ελύτης. Είναι η ελπίδα του προσώπου του καθενός μας, του έτοιμου να αντικρύσει μέσα στην προσδοκία του άπλετου φωτός το πρόσωπο του άλλου ανθρώπου. Μόνο με μια τέτοια ελπίδα τολμούμε το ύψιστο αυτονόητο: να καταφάσκουμε στον εαυτό μας, να αγαπάμε το είναι μας, να εμπιστευόμαστε την ύπαρξή μας, να βλέπουμε φως μέσα στον αγώνα μας με τα σκιάσματά μας και να στοχεύουμε σε αυτό το φως όταν αναζητούμε το πρόσωπο του άλλου. Έτσι μόνο νιώθουμε στο βάθος της τη μοναδικότητά μας, αισθανόμαστε το νόημά μας, φωτίζουμε, ζώντας την, την ιστορία μας, έτσι μόνο βιώνουμε το πρωταρχικότερο ζητούμενο: την αυτοκατάφασή μας. Αυτή είναι που αδημονεί μέσα στην απελπισία μας, αυτή έχει τη δύναμη να ματαιώνει την αυτοπροδοσία μας.
Η Μακεδονία είναι πια απελπισμένη. Η γη της, οι πνοές του πολιτισμού της, η περιπέτεια του οράματός της, το ειρηνικό σκίρτημα του γαλάζιου στον ουρανό και τη θάλασσά της, η ζωή όσων την ανασαίνουμε κατοικώντας την, γεννούν ένταση απελπισίας. Κατά πόσο είναι ανατρέψιμο αυτό που συνέβη;
Κι όμως, η Ελλάδα και πάλι αυτοπροδόθηκε. Με τη Συμφωνία που υπογράφηκε στις Πρέσπες, ένα ωφέλιμο ιστορικό ψέμα και μια χαρούμενη «εθνική» υποκρισία έσμιξαν επίσημα, ευχαριστώντας τον πολυδιάστατο επεκτατισμό των ούτως ή άλλως σκοτεινιασμένων εξουσιών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα πρόσωπα της αναιδώς και ευχαρίστως μεταλλαγμένης Αριστεράς που μας κυβερνά μετέτρεψαν την απέραντη ελαστικότητα της συνείδησής τους σε ένταση χαμογέλων εθνικής μειοδοσίας, παραδίδοντας με απόλαυση την ονομασία, τη γλώσσα και την ιστορική ουσία του πολιτισμού της Μακεδονίας και, επιπλέον, παρουσιάζοντας την πράξη τους ως ευεργετική επίλυση ενός ενοχλητικού διακρατικού ζητήματος, το οποίο χρόνιζε περιμένοντας την άκρως ώριμη πρωτοβουλία τους.
Μέσα στην πίκρα και την οργή, νιώθουμε το κόστος να είναι τριπλό. Κατά πρώτο, στη φορά της γενικότερης γεωπολιτικής ανησυχίας σε αυτήν εδώ την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου επιβεβαιώνεται η ευπάθεια της εθνικής μας ανεξαρτησίας, τώρα μάλιστα που χάνει την ονομαστική –και συνακόλουθα την ουσιαστική και την πολιτικά ευρύτερη– μοναδικότητά της η Μακεδονία, με συνέπεια μια νέα αίσθηση απειλής, σύγχρονης με την τουρκική. Μέσα στην ήδη τρωτή από τα συνεχιζόμενα δεινά του ασφυκτικού μνημονιακού και μεταμνημονιακού καθεστώτος, η χώρα μας δείχνει ακόμα λιγότερο δική μας. Το αύριο είναι ολοένα και σκοτεινότερα άδηλο και η ετοιμότητά μας βρίσκεται στο προβληματικότερο αλλά και στο περισσότερο απρόβλεπτο σημείο της.
Κατά δεύτερο, ο καταλυτικός τραυματισμός των αισθημάτων του δικαίου στον ψυχισμό της τεράστιας πλειοψηφίας των Ελλήνων και των Ελληνίδων πυροδοτεί μια ορμή αντίστασης στην εθνική ντροπή, στην οποία έστρεψε την προσοχή μας στην πρόσφατη εμβληματική τοποθέτησή του ο Μίκης Θεοδωράκης. Είναι μια ντροπή ανυποψίαστα βαθιά: ο απρόβλεπτος καημός της έχει τη δύναμη να εκραγεί πάνω στη ρίζα της μονιμότερης υπονόμευσης που επιφυλάξαμε στον εαυτό μας, αυτής με το παλιό φανέρωμα της προδοσίας και με το νέο όνομα του εθνικού μηδενισμού. Ας αναλογιστούμε τον κίνδυνο. Είναι βραδυφλεγής αλλά αδυσώπητος. Ήδη μας κατακλύζουν τα σημάδια του. Από τη μια πλευρά, το φως της βασανισμένης εμπιστοσύνης σε εμάς τους ίδιους, η σπίθα της αυτοκατάφασης μέσα στο βλέμμα του κάθε προσώπου στα μεγάλα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, όλων των πόλεων που υπεράσπισαν με ειρηνική επιμονή τη Μακεδονία.
Από την άλλη, η σκοτεινή απελπισία του φωτός που σβήνει το ίδιο τον εαυτό του, ο κυνισμός της αυτοτιμωρίας, η ανομολόγητη δυστυχία της υποταγής στο φιλοδυτικό σύμπλεγμα, το πρόσωπο που κρύβεται από την Ελλάδα για να μην της ομολογήσει ότι δεν τολμά να την αγαπήσει. Από τη μια η αντίσταση του ιδανικού, από την άλλη η παράδοση στη ματαιότητα. Ίσως ποτέ άλλοτε η εθνική ενότητα δε μάτωσε τόσο.
Κατά τρίτο, η Μακεδονία είναι πια απελπισμένη. Η γη της, οι πνοές του πολιτισμού της, η περιπέτεια του οράματός της, το ειρηνικό σκίρτημα του γαλάζιου στον ουρανό και τη θάλασσά της, η ζωή όσων την ανασαίνουμε κατοικώντας την, γεννούν ένταση απελπισίας. Κατά πόσο είναι ανατρέψιμο αυτό που συνέβη; Σε πρόσφατη ομιλία του, ο Χρήστος Γιανναράς διέγνωσε ότι δεν απελπιστήκαμε αρκετά. Ναι, εν ονόματι της αλλιώτικης ελπίδας, αυτής που φωτίζει το βάθος της απελπισίας, θα πρόσθετα. Για την ώρα, εκείνα που δοκιμάζουν την αυτοκατάφασή μας είναι η αναμέτρηση με την προδοσία των υπογραφών και η πίστη στη συνύπαρξη μέσα στην αλήθεια.
Όπως συμβαίνει σε κάθε κρίση, το μέγα ζητούμενο είναι η γενναιότητα.
* Ο Παναγιώτης Δόικος είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης