Μπήκαμε όλοι μέσα και πέρα προς τα προάστια, εκεί που ανοίγουνε οι δρόμοι, σηκώσαμε την κουκούλα και ξεσκεπάσαμε τ’ αμάξι. Ο αέρας μάς ανακάτευε τα μαλλιά. Απολαμβάναμε αυτή τη θεσπέσια αυτοκινητάδα και σε λίγο δεν μίλαγε κανείς.

ΟΣΟ ΟΔΗΓΟΥΣΑΜΕ προς τα Βορειανατολικά ο τόπος ερήμωνε. Οι δρόμοι όλο και στένευαν και μετά πήραμε ατέλειωτους χωματόδρομους και διασκεδάζαμε με τα σύννεφα της σκόνης και τέλος καταλήξαμε σε μια μοναχική δημοσιά και πηγαίναμε. Πότε-πότε κάποια αγροικία, κάποτε ένας στάβλος κι αμπέλια, ατέλειωτα αμπέλια και μακρινοί ελαιώνες. Όλα με μια υφή παλιά και ξεχασμένη, ταυτόχρονα παράξενα γνωστή. Σύντομα αντικρίσαμε τη θάλασσα, μια πλατιά, ήρεμη, μπλε επιφάνεια και τότε μας χτύπησε στα ρουθούνια το ιώδιο. Ήμασταν, προς μεγάλη μας έκπληξη, πίσω σε ένα ολοζώντανο παρελθόν, σε μια Αττική του Μαλέα. Κανένας μας όμως δεν έκανε σχόλιο. Αμίλητοι παρακολουθούσαμε τούτη την ανασκευή ενός παλιού χρόνου. Γέροι ποδηλατούσαν πάνω σε αλλοτινά ποδήλατα με διπλό σίδερο μπροστά κι εμείς προσπερνούσαμε αέρινα. Κάποιος ερχόταν κάποτε από την απέναντι μεριά προπορευόμενος ενός κατάφορτου υποζυγίου. Γυναίκες με άσπρες μαντηλοδεσιές σκυμμένες στη γη κι ένας άντρας που τσάπιζε στο βάθος ενός χωραφιού όρθωσαν τη ράχη. Χαιρέτησαν πρόσχαρα και ο άντρας έβγαλε το σκιερό καπέλο του και τ’ ακούμπησε στο στήθος. Ένας άλλος βάδιζε μπροστά, στον ώμο ένα φτυάρι, επιστρέφοντας απ’ τον αγρό. Γύρισε, μας χαμογέλασε και αργοκούνησε το χέρι. Τη στιγμή που βρεθήκαμε δίπλα του πρόλαβα και είδα δυο ζεστά σκούρα μάτια που ήταν τα μάτια ανθρώπου που αγκαλιάζουν μια τέτοια γη. Στο βλέμμα του υπήρχε ακόμα, πριν η έκφρασή του αλλάξει, κάτι απ’ το δέος του άνδρα που θωρεί τη γυναίκα που κοιμάται δίπλα του ευχαριστημένη. Καμιά αμφιβολία, ήμασταν στην Ελλάδα του Λακαρριέρ. Ή μήπως ακόμα πιο πίσω… στην Ελλάδα που πρωτοαντίκρισε ο Λη Φέρμορ;

Α, πόσες φορές δεν είχα ονειρευτεί ότι ήμουν ένας Ευρωπαίος ή ένας Αμερικανός υπότροφος, βαριεστημένος απ’ τον κόσμο του, που στην ακμή της ζωής του βρέθηκε στην Ελλάδα τού ’61-’62! Που με τη φρέσκια, ξενική ματιά του έβλεπε άκοπα τις μεγάλες βασικές γραμμές του σχεδίου ενός τόπου που θαρρείς και ακόμα έβγαινε από την κλασσική εποχή ύστερα από αιώνιο ύπνο. Να λοιπόν τώρα κι εγώ, ώριμος άντρας πια, ήμουν επιτέλους στη σωστή χρονική στιγμή! Πίσω στην Ελλάδα των παιδικών μου χρόνων. Ό,τι πλησιέστερο έχω δει προς τον Παράδεισο μείον τους Συνταγματάρχες που ερχόντουσαν και τον Εμφύλιο που θορυβούσε μέσα στην ντουλάπα.

Σαν εκείνο τον μακρινό ξένο θα τριγυρνούσα σε μια ανοιχτόκαρδη πόλη. Στα καφενεδάκια κάτω απ’ την Ακρόπολη και στα άλλα, γύρω από την πλατεία Συντάγματος. Και μετά θα κατηφόριζα στους μεγάλους λαϊκούς καφενέδες κάτω απ’ την Ομόνοια όπου σύχναζαν οι επαρχιώτες. Στους τόπους τους ανελλιπώς θα οδοιπορούσα και διασχίζοντας μια τραγική μεταπολεμική ύπαιθρο θα γινόμουν αποδέκτης μιας αρχαίας φιλοξενίας. Άνθρωποι αγράμματοι, μα κατά κανένα τρόπο απαίδευτοι, ένοιωθαν αχνά πως ήμουν ένας Τηλέμαχος που είχα βγει στον δρόμο προς προϋπάντησιν εκείνου που ερχόταν. Στα σπίτια βοσκών με τα λιγοστά χάλκινα σκεύη που κρέμονταν στους άγριους τοίχους και το αναμμένο τζάκι της αυγής και τον ήλιο να κατέρχεται από την καμινάδα πάνω στη χαμηλή πυρά θα βρισκόμουν μπρος σε μια νεολιθική απλότητα. Σκεύη, εργαλεία και γεννήματα, ό,τι απολύτως χρήσιμο, υπήρχε μες σ’ αυτά τα ταπεινά καταλύματα – τίποτα αυθαίρετο, τίποτα περιττό που διακοσμεί. Μόνο, καμιά φορά, μια μικρή εικόνα στο φως του καντηλιού. (Κι αυτό το αναμμένο καντηλάκι ήταν μια ήρεμη αποδοχή ότι ίσως υπάρχουν άλλοι κόσμοι). Πιθανώς για αυτό η παρουσία λίγου χρώματος ή ενός σχεδίου, ένα παιχνίδισμα, πάνω σ’ ένα υφαντό έλαμπε εκτυφλωτικά σαν ξαφνικός ήλιος. Το ίδιο και στους τρόπους τους, ένα στοιχείο απροσδιόριστο και αστάθμητο που στην ελληνική γλώσσα λέγεται «αρχοντιά», ένα στοιχείο που ανταμώνουμε κάποτε στους πιο ταπεινούς, στους «αγράμματους», είχε να κάνει με την περήφανη αυτάρκεια την οποία εξασφάλιζε μια σκληρή ζωή μέσα στην παντοδύναμη φύση. Εκεί, σ’ αυτούς, ολοζώντανη ήταν η αίσθηση της γήινης καταγωγής του ανθρώπου. Οι χωρικοί της οροσειράς της Πίνδου, όσοι κατοικούν την περίκλειστη μυστική Αρκαδία, την ορεινή Κρήτη και τα ανεμοδαρμένα νησιά του Αρχιπελάγους είναι οι τελευταίοι πανθεϊστές της Ευρώπης. Γλύτωσαν καλά κρυμμένοι μες τον χριστιανισμό. Ταυτόχρονα παρέμειναν οι τελευταίοι Ευγενείς. Ακούγοντάς τους να λαλούν θα ένοιωθα πως ακούω τα ζώα του λόγγου και τα θαλασσοπούλια και πως τον μόνο θεό που τους παρέδωκαν οι γονιοί τους και οι φτωχοδιδάσκαλοί τους ήτανε η γλώσσα. Και πως η μόνη αμαρτία ήτανε να λαθέψεις σε μια τέτοια γλώσσα. Και βλέποντας τους να χορεύουν θα αισθανόμουν πως πιο πίσω ενέδρευε ο άλλος, ο δαιμονικός θεός. Κι αν είναι, όπως λεν, θεός των σκοταδιών, πώς γίνεται να λάμπει μες σε τόση αντηλιά;

ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΑ τους κακοτράχαλους δρόμους που τραβούσε αυτός ο λαός κατηφορίζοντας πάντα «Μέχρι το πλοίο». Θα σημείωνα τους δυο εμβληματικούς τύπους που γεννά μια τέτοια Κάθοδος, τον ναυτικό και τον μετανάστη. Ο ένας φεύγει για να μπορεί αιωνίως να ξαναγυρνά κι ο άλλος για να μπορέσει να κρατήσει μέσα του μια εικόνα για πάντα ζωντανή. Θα περιπλανιόμουν στα Μακεδονίτικα και τα Θρακιώτικα χωριά του σκονισμένου κάμπου όπου οι τόποι ανοίγονται σ’ άλλους πιο μεγάλους και θα άλλαζα το ένα νησί μετά το άλλο, ώσπου μπροστά σε μια απέραντη κόκκινη Ανατολή στη Λέσβο, όταν γλυκοχαράζει από Μέγα Βάθη, να καταλάβω ότι αυτή η άκρη της γης υπάγεται σε δυο ενδοχώρες, τη Μικρασιατική και τη Βαλκανική και πως εδώ μέσα γίνεται η μίξη. Θα προσπαθούσα να καταλάβω πώς αυτός ο μικρός λαός με την τόση αγάπη για αλληλοσπαραγμό καταφέρνει και επιβιώνει επί τρεις χιλιάδες χρόνια. Θα έψαχνα την ύπαρξη ενός τόσο δυνατού κυττάρου στο τοπίο που μιλάει πάντα χαμηλόφωνα αλλά καταλυτικά, την ιδιοσυστασία των χωμάτων, τη φύση των πετρωμάτων, την κατεύθυνση των θαλασσίων ρευμάτων και την καταγωγή των ανέμων. Και κατόπιν, πίσω στην Αθήνα, οι Έλληνες φίλοι μου θα μου εξηγούσαν τι ήταν αυτά που είχα δει. Κατάπληκτος θα έμενα από το πόσο καλά ήξεραν τον τόπο τους και από το πόσο βαθιά προχώραγαν οι ρίζες τους στο παρελθόν. Με αγαλλίαση θα παρατηρούσα τη βελόνα της συζήτησης να ακολουθεί αλάνθαστα τη μυστική αλληλουχία των πραγμάτων. Αίφνης ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας θα μου εξηγούσε μπρος σ’ ένα φρεσκοαρχινισμένο τελάρο πως τα πάντα είναι σχέδιο και πως ακόμα και το χρώμα υπάγεται στο σχέδιο κι εγώ θα του αντέτεινα πως οι ανεξέλεγκτες χρωματικές εκρήξεις εξαναγκάζουν το σχέδιο να ανασυνταχθεί. Έτσι θα κλείναμε αυτή τη θαυμάσια κουβέντα έχοντας τη αίσθηση πως το σχέδιο είναι η αιώνια αρσενική Αρχή και το χρώμα η αιώνια θηλυκή. Ο Χατζιδάκις είχε αρχίσει το προσκύνημά του στον κόσμο των καταγωγίων κι έμελλε από κει να φέρει μουσικές που θα μπορούσε να αντέξει το στομάχι αυτών που είχαν αποφασίσει να ξεχάσουν. Κι αν τον έσωσε κάτι, αυτό ήταν το ταλέντο του. Ο Θεοδωράκης θα έβλεπε με δέος τη Μαρία Φαραντούρη να πάλλεται σα χορδή τόξου μες τη μουσική του και ο νεαρός Σαββόπουλος μόλις είχε αφιχθεί με ένα φορτηγό. Όταν η Φλέρυ, κάπου πολύ μακριά ακόμα, εμφανιζόταν κάτω απ’ τα φώτα, τόσο εύθραυστη και μόνη, όλοι ένοιωθαν τη βελούδινη υφή ενός σκοτεινού ρόδου. Αυτό το κορίτσι θα γινόταν κάποτε ο ίδιος ο «Μεγάλος Ερωτικός». Όταν ο Καζαντζίδης και η Μπέλλου τραγουδούσαν, τότε άνοιγε αργά μια από τις πόρτες του Άδη. Και μια νύχτα στου Τσιτσάνη μού έδειξε πώς γίνεται μια μυσταγωγία στις μέρες μας και γαμώ τα πατριαρχεία τους! Έτσι, καθώς οι προηγούμενοι συναντούσαν τους επόμενους, σαν όνειρο… μαλακά και ανεπαίσθητα, άρχιζε η Χαμένη Άνοιξη. Κι άλλες επρόκειτο ν’ ακολουθήσουν. Εν τω μεταξύ, οι Μπήτλς δεν είχαν φτάσει ακόμα για να «μας κρατήσουνε το χέρι» και οι μεγάλοι λαϊκοί κινηματογράφοι ήτανε στις δόξες τους. Στρατιώτες με άρβυλα λυτά και κορδόνια να σέρνονται χαμαί έριχναν τις τελευταίες στροφές ενός σκυφτού χορού σε φριχτό χαμαιτυπείο δίπλα σε πύλη στρατοπέδου αφήνοντας ένα συρτό ξξξσσς! να φεύγει μέσα από σφιγμένα δόντια. Ναι, ήταν σα να χορεύαν φίδια μέσα στη σιωπή. Κι όμως όλα συμβαίναν με φωνές και βογκητά, «δεν μπαίνω μέσα απόψε!»… και κάτω από ένα υπογάλαζο χυδαίο φως και μέσα στους καπνούς γυάλιζε το στρατοδικείο. Ο δεκανέας και η πουτάνα ήταν παιδιά που μεγάλωσαν στην παραπάνω ρούγα και κάποιος Δαμιανός ήδη εργαζόταν για να δείξει πως ο έρωτας, φριχτός, φτάνει ασθμαίνοντας και σκοντάφτοντας πάνω στις φτέρνες του θάρρους.

ΣΤΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΕΣ πεζοπορίες μου στη Αττική θα έφθανα από τη Βραυρώνα ως τους κήπους του Αμαρουσίου περνώντας ανάμεσα στον Υμηττό και την Πεντέλη. Τι ψυχική ευφορία θα δοκίμαζα στη θέα του ανασκαλεμένου χώματος των περιβολιών που όσο βάδιζα έδινε τη θέση της στην ευωδία των ολάνθιστων κήπων! Και από τη Μονή Καισαριανής θα κατέβαινα ως τα λαϊκά χαμόσπιτα του Πειραιά και της Δραπετσώνας κι ως το Πέραμα για να αγναντέψω τη Σαλαμίνα. Ήταν εκεί, στο Πέραμα, τα φτηνομάγαζα, οι παράγκες και η αφεντιά του το τζουκ-μποξ που αλητόπαιδα «χοροπήδαγαν και χαίρονταν πάνω απ’ τα οστά των Περσών». Νέγρικες φωνές, εκατοντάδες χρόνια, «μακρινοί απόηχοι του Χάρλεμ στην Αθήνα». Οι Μούσες ξεχύνονται στον κόσμο πάλι μες από το φτωχό τρίχορδο. Κάποτε, σε πιο μακρινές εξορμήσεις, όρθιος μπρος στον Τύμβο, στην τόσο ειρηνική πεδιάδα του Μαραθώνα. Βουή, φωνές, ατσάλι κρούει πάνω σε ατσάλι, 490 π.Χ.!.. αεράκι περνάει μες από τις φυλλωσιές. Κι άλλοτε, θα ‘παιρνα την Ιερά Οδό ως την Ελευσίνα. Δεν θα ‘ταν παράξενο σ’ αυτούς τους περιπάτους ν’ ακούσω κάποτε το γουργούρισμα του Ιλισσού που τον τράβαγαν να τον φυλακώσουνε βαθιά μέσα στη γη και κάποιες φορές την αλαφροπερπατησιά του Αισχύλου. Ούτε θα ‘ταν σπάνιο κάποια νεανικά πρόσωπα, εργάτες που έσκαβαν σε έναν δρόμο, δυο κοπέλες που πέρασαν γοργά, να μου θυμίσουν άλλα, αρχαία πρόσωπα, ενός λυπημένου νέου ή μιας κόρης από απεικονίσεις αγγείων και τοιχογραφιών μπροστά στα οποία είχα σταθεί σκεφτικός μέσα στη σιωπή μιας πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης. Και μια ή δυο στιγμές ίσως να είχα νοιώσει το βαρύ προαίσθημα, ότι αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου, τα μάτια ενός νεαρού Δόκιμου, ήταν το τέλος ενός μυθικού τοπίου και ότι είχα φθάσει την ύστατη στιγμή προτού ένας ολόκληρος κόσμος οδηγηθεί στο Θυσιαστήριο.

Σ’ αυτούς τους δρόμους, σ’ αυτές τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, θα τριγυρνούσα κι ένα απόβραδο, μες τη μυρουδιά του γιασεμιού, ακούγοντας τα κρυφομιλητά από τις σκοτεινές αυλές με τους βασιλικούς σε ασβεστωμένους τενεκέδες, θα διασταυρωνόμουν με ένα σμάρι κοπελιές που χαιρέτησαν εμένα τον ξένο ξεκαρδισμένες στα γέλια. Ω, πόσο λαχτάρησα να με είχαν αποκαλέσει με τ’ όνομά μου! Αλλά όχι, η Ελλάδα δεν σ’ αφήνει να μελαγχολήσεις για πολύ. Και η Αθήνα, όπου τα πάντα είχανε συμβεί μέσα στους αιώνες όσο σε καμιά πόλη του κόσμου και κι όπου μεγάλα παιχνίδια είχανε παιχτεί, διατηρούσε τη δροσιά ενός κοριτσιού. Έτσι, ένα βράδυ, αφήνοντας μια ταβέρνα, θα τραγουδούσαμε στους δρόμους του Λυκαβηττού το «Ξανανθίζουν τα ρόδα» και παραθύρια θ’ άνοιγαν ψηλά. Τότε θα ‘ταν που η Ιφιγένεια έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου.

ΕΓΩ, ένας φυγάς του κόσμου μου, ο φυγόστρατος και λιποτάκτης, το ορεξάτο πουλάρι «με τους μαγικούς πέπλους της ποίησης ακόμα ριγμένους στα βλέφαρά του», σε μια ηλιόλουστη Αθήνα! Σε μια Αθήνα ανεπιτήδευτη που τα πιο σπουδαία κτίριά της ήταν το κτίριο της Βουλής, τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου, η Βιβλιοθήκη, το Ζάππειο και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Όλα χαμηλά, λιτά, έχουν κάτι απ’ το σεπτό και διάφανο ερείπιο του Παρθενώνα που σκεπάζει την πόλη κι απ’ τα γαλαζωπά βουνά που την περιτριγυρίζουν και απ’ τη λεπτότητα του αέρα. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ απ’ το βλοσυρό μεγαλείο που έχει καταβαραθρώσει τόσες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Βαριά, ογκώδη, δημόσια κτίρια φτιαγμένα με λεφτά αρπαγμένα από το ταμείο της Γης με την κρυφή πρόθεση να επιβάλλονται και να δοξάζουν το κράτος. Τυχερή η Ελλάδα που την μεγάλη ευρωπαϊκή εποχή είχε τους δικούς της μπελάδες και απείχε της τελευταίας Σταυροφορίας. Ακόμα και στην ξεπεσμένη Λισαβόνα ήταν φανερό, από μια βαριά αρχιτεκτονική, πως πλούτος απροσμέτρητος εισέρρευσε κάποτε από χώρες πέρα απ’ τον ωκεανό. Χάλκινοι καβαλάρηδες υψώνονται στο θαλάσσιο μέτωπο της πόλης και δείχνουν προς τα δυτικά, προς τα κει που κείτονταν οι πόροι. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, στην αρχή της περιπλάνησής μου, είχα βρεθεί κάτω απ’ το άγαλμα του Καμπράλ και μες τον αχό της θάλασσας και το σκοτάδι ένοιωσα δέος μπρος στο πείσμα της αυτοκρατορικής Ευρώπης. Τυχερή και συνετή η ρακένδυτη Ελλάδα που εμπιστεύθηκε το αρχιτεκτονικό πορτραίτο της μικρής πρωτεύουσάς της σε κάποιους ευσεβείς και ταπεινόφρονες, σε κάποιους ξένους προσκυνητές που είχαν επιτέλους καταλάβει την αρχαιότητα και τον τόπο και είχαν συνειδητοποιήσει ότι το να κτίζεις σημαίνει να καταφάσκεις. Μακάρια, ακόμα, η φτωχή Ελλάδα ότι γέννησε έναν μύστη που γονατιστός έστρωνε λιθόστρωτα γύρω απ’ την Ακρόπολη απαντώντας για λογαριασμό της σε ‘κείνους τους τρομερούς προγόνους. Έτσι ευτύχησε να έχει την πιο δημοκρατική και ανοιχτόκαρδη πρωτεύουσα της Ευρώπης.

Θα κύλαγα λοιπόν κι εγώ μέσα στις διαδηλώσεις για τη Δημοκρατία. Μαζί με το ξαναμμένο πλήθος. Ο ήχος όμως, ο ξερός, απ’ το κρανίο του Γρηγόρη Λαμπράκη που συντρίβεται από σιδερολοστάρι σ’ ένα λοξό δρομάκι της Θεσσαλονίκης θα με ξύπναγε από τις ονειροπολήσεις μου και θα πολλαπλασιαζόταν μέσα μου με άπειρη ηχώ· αδύνατον να ξεφύγεις από την Ιστορία! Και αν η σύγχρονη Αθήνα έπαιρνε τη ρεβάνς για την παλιά της ήττα για να γίνει ξανά η πρώτη πόλη της Ελλάδας, αυτάρεσκη και κυριαρχική, (Α, δεν υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο τόσο αινιγματική…), σε μια χώρα που ζούσε στη σκιά ενός αλλοτινού εαυτού, σ’ αυτή τη σκιά έψαχνα εγώ, σίγουρος πως εκεί χάθηκε το παντοτινό κλειδί. Κι αν η κραταιά πόλη έδειξε πως και η Δημοκρατία μπορεί να αποβεί ένα εγκληματικό καθεστώς και (όπως μου εξήγησε ένα βράδυ στο Παρίσι ο εξόριστος Κ.Π.) κάποιοι κρυφοί κηδεμόνες έπρεπε να τη σταματούν, αφού χάθηκε η Πόλις που σηκωνόταν όρθια εμπρός στην τραγωδία ώσπου έγινε η ίδια τραγική κάποιοι έπρεπε να είναι οι παραστάτες στη νέα γέννα. Ποιοι άλλοι μπορεί να ήταν αυτοί παρά οι ποιητές! Αν κάποιοι άνθρωποι χρειάστηκαν κάποτε για να μαζεύουν την έπαρση και την αλαζονεία, οι ίδιοι έπρεπε τώρα να πολεμήσουν τη στάχτη και την αμφιβολία. Αυτούς τους ποιητές, τους νηφάλιους απεγνωσμένους, τους περήφανους μοναχικούς, που στην αγρύπνια τους αποζητούσαν μια χαμένη πατρίδα, θα προσέγγιζα εγώ, έναν-έναν, για να διαπιστώσω πως με πόνο έψαχναν τη μάνα και εύρισκαν τη μητριά.

……………………………………

Και να, εκεί, μπροστά, ένας μοναχικός πεύκος κι από κάτω δυο-τρεις οικογένειες με ένα σωρό παιδιά είχαν μετά το μπάνιο στρωθεί να φαν για μεσημέρι. Με τρόπο ζεστό και ανεπιτήδευτο μας προσκάλεσαν να κάτσουμε μαζί τους. «Καθίστε να πιούμε ένα γεμάτο!», έτσι είπαν. Ήταν καταφανώς εργατικοί, τεχνίτες και άνθρωποι που τους δυνάστευε η οικονομία, αλλά αν έριχνες μια ματιά στα σώματά τους και τον τρόπο τους δεν γινόταν να λαθέψεις, αυτοί της αντέτασσαν με πίστη μια δική τους ψυχική οικονομία. Μας τράταραν έναν μεζέ και ήπιαμε μερικά ποτηράκια· στον τρύγο, στις δουλειές, στον γάμο μιας Κόρης, στο απέραντο καλοκαίρι και στην υγεία των παρευρισκομένων. Σε λίγο ένας απ’ τους άνδρες, μειδιώντας ελαφρά, τράβηξε μια νταμιτζάνα με ρετσίνα απ’ τα Μεσόγεια και μας γέμισε τα ποτήρια. Μετά όλοι μαζί τα υψώσαμε προς ένα νοητό κέντρο – αυτό που χρόνια έψαχνα να βρω – και κάναμε μια στεντόρεια πρόποση: ΖΗΤΩ Η ΣΑΠΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ 2021!

Βασίλης Ηλιακόπουλος

(Μεταμεσονύκτια Ημερολόγια)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!