του Κώστα Μελά*
1
Η προσπάθεια απεικόνισης της κοινωνικής πραγματικότητας, αποτελεί διαχρονικά το ζητούμενο για όλες τις θεωρήσεις των επιστημών του ανθρώπου. Η ανάλυση, η ερμηνεία και η κατανόηση της δράσης συγκεκριμένων ανθρώπων (ομάδων ή κρατών) σε συγκεκριμένες καταστάσεις, συνιστούν την πεμπτουσία της δραστηριότητας των επιστημών του ανθρώπου.
«Δεν υπάρχει τίποτε πιο σημαντικό στη ζωή από το να ανακαλύψεις το ακριβές σημείο, από το οποίο πρέπει να παρατηρούνται και να κρίνονται όλα τα πράγματα, και ύστερα να παραμείνεις σ’ αυτό το σημείο», υποστηρίζει χαρακτηριστικά ο von Clausewitz (1).
Το «ακριβές» διάβασμα της κοινωνικής πραγματικότητας (Είναι) δεν συνεισφέρει απλά στην ερμηνεία και στην κατανόηση της δράσης συγκεκριμένων ανθρώπων αλλά αποτελεί και την προϋπόθεση για το σχεδιασμό εκείνων των ενεργειών που αποβλέπουν στην όποια μεταβολή (Δέον) της πραγματικότητας.
Ο σχεδιασμός είναι απαραίτητος. Γράφει ο Αριστοφάνης (2): «Τίς η ‘πίνοια, τίς ο κόθορνος της οδού;» (Ποιο είναι το σχέδιο; Ποιο είναι το παπούτσι στο πόδι σου;). Ο Αριστοφάνης ρωτά για το σχέδιο, αλλά και για το παπούτσι που φοράς για να φτάσεις στο σκοπό σου. Έχεις τα μέσα να το φέρεις σε πέρας; Ποια είναι αυτά;
Όμως δεν σημαίνει ότι η δράση με βάση ένα συγκεκριμένο σχέδιο θα φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα δεδομένου ότι η λειτουργία της ετερογονίας των σκοπών μέσα στην Ιστορία την καθιστά ανοικτή. «Οι μηχανισμοί της ετερογονίας των σκοπών αναλύονται συγκεκριμένα μόνο με βάση μιάν εκτεταμένη γνώση της ιστορίας από πρώτο χέρι και μιάν κοινωνιολογική παιδεία ικανή να αξιολογήσει ιστορικό υλικό αντλημένο με τέτοιον τρόπο» (3).
Το πρώτο λάθος που συνήθως γίνεται συνίσταται στη συνεχή σύγχυση σχετικά με το είναι και το δέον: υπάρχουν μακροσκελείς αναλύσεις με βάση του πώς θα έπρεπε να είναι η πραγματικότητα, αδιαφορώντας πλήρως για το πώς πράγματι είναι η πραγματικότητα.
«Πολλοί χτίσανε με το νου τους δημοκρατίες κι ηγεμονίες που ποτέ κανένας δεν τις είδε ούτε έμαθε πως υπάρχουνε στ’ αλήθεια. Γιατί τόσο μακριά βρίσκεται το πώς ζούμε απ’ το πώς θα ’πρεπε να ζούμε, ώστε όποιος δεν κοιτάει το τι γίνεται για να κυνηγήσει το τι θα ’πρεπε να γίνεται, αυτός πιότερο την καταστροφή παρά την προφύλαξή του βλέπει. Γιατί κάποιος που θέλει σ’ όλα τα ζητήματα να φανερώσει καλοσύνη, φυσικό είναι να καταστρέφεται μέσα σε τόσους που δεν είναι καλοί» (4).
Το δεύτερο λάθος, σύμφυτο με το πρώτο είναι το εξής: οι αναλύσεις τέτοιου είδους, στερούνται της ικανότητας απεικόνισης της πραγματικότητας ως τέτοιας με αποτέλεσμα η πραγματικότητα να παρουσιάζεται ως άλλη, γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί σε λανθασμένες πράξεις σε σχέση με το επιδιωκόμενο. Αυτό συμβαίνει λόγω μιας «αναγωγιστικής απλούστευσης (ίσως και μιας νατουραλιστικής ηθικής πλάνης) που προκαλεί την κατ’ αντιστροφήν προβολή του Δέοντος στα μύχια του Είναι» (5).
Οι ελληνικές αρχηγεσίες αλλά και τα κόμματα που συμμετέχουν στις κυβερνήσεις αρνούνται να αντιληφθούν τη φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι μόνο στη θεσμική, κοινωνική και οικονομική διάστασή της αλλά και σε αυτή των σχέσεών της με ζητήματα που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής
2
Οι ελληνικές πολιτικές αρχηγεσίες, οι ελληνικές κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα που κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή την τελευταία χρονική περίοδο, υποπίπτουν συνεχώς στα δύο παραπάνω αναφερθέντα θεμελιώδη σφάλματα και μάλιστα με χαρακτηριστική ευκολία όσον αφορά τη φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (6). Η αφορμή για να επανέλθω σε αυτά τα ζητήματα μου δόθηκε από την εκδηλωμένη, καθ’ υπερβολήν, πίστη της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης, για την υπέρ των θέσεων της πρακτική παρέμβαση της ευρωπαϊκής ένωσης έναντι των τουρκικών προκλήσεων που θέτουν εν αμφιβόλω κυριαρχικά δικαιώματα δύο κρατών μελών της.
Οι ελληνικές αρχηγεσίες αλλά και τα κόμματα που συμμετέχουν στις κυβερνήσεις αρνούνται να αντιληφθούν τη φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι μόνο στη θεσμική, κοινωνική και οικονομική διάστασή της αλλά και σε αυτή των σχέσεών της με ζητήματα που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής. Δεν θέλουν να καταλάβουν την πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχοντας υποκύψει σε μια εντελώς δεοντολογική (άρα πλασματική) αντίληψη της φύσης της την οποία κατ’ αντιστροφή προβάλλουν στη σημερινή πραγματικότητα κατασκευάζοντας, για αυτήν, μια ολωσδιόλου εσφαλμένη εικόνα.
Η εμπειρία, το πραγματολογικό υλικό, δείχνει με σαφήνεια, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί ένα ομοιογενές συνεκτικό σύνολο που αποφασίζει για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής με βάση τους ηθικοκανονιστικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου. Εμπειρικά άλλωστε αποδεικνύεται ότι η νομιμότητα, άρα και το Διεθνές Δίκαιο, δεν είναι προϋπόθεση, αλλά προϊόν του πολιτικού αγώνα. Ο νόμος είναι η τυπική έκφραση της κατίσχυσης. Δηλαδή του Πολιτικού.
Το συμπέρασμα που αβίαστα συνάγεται από τη μελέτη του εμπειρικού υλικού της πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι οι μεγάλες δυνάμεις είναι αυτές που καθορίζουν τις εξελίξεις. Σιγά-σιγά αποκαθίσταται και στο ευρωπαϊκό κοινωνικό επιφαινόμενο η λογική της κυριαρχίας των ισχυρότερων χωρών, οι οποίες επιβάλλουν τις απόψεις τους, είτε στο πλαίσιο τις ομοφωνίας ή και χωρίς αυτήν. Ως τέτοιες μόνο η Γερμανία, η Γαλλία (υπήρχε και η Μεγάλη Βρετανία) μπορούν να θεωρηθούν. Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι χώρες όπως η Λιθουανία, η Λετονία, η Εσθονία, η Μάλτα, το Λουξεμβούργο, η Κύπρος, η Δανία, η Ελλάδα, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Ιρλανδία αλλά και η Ιταλία μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις των μεγάλων δυνάμεων όχι μόνο στις παγκόσμιες εξελίξεις αλλά και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ανέκαθεν οι μεγάλες δυνάμεις καθόριζαν τις εξελίξεις και δεν υπάρχει κανένας λόγος αυτό να μεταβληθεί σήμερα αλλά και στο προσεχές μέλλον. Οι ανέξοδες διακηρύξεις των πολιτικών ηγεσιών των μικρών και μεσαίων ευρωπαϊκών χωρών, ότι μπορούν να παίξουν ουσιαστικό ρόλο στην κατεύθυνση που πρέπει να λάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούν απλώς αυταπάτες, αν πράγματι είναι αυταπάτες, και δεν αποσκοπούν στη χειραγώγηση και στον επηρεασμό της κοινής γνώμης των χωρών τους για πολύ ευνόητους λόγους.
Αν πράγματι είναι αυταπάτες (7), αυτό σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι η ευόδωση των επιδιώξεών τους εξαρτάται από την εκάστοτε ισορροπία μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, από τις κρίσεις που διαπερνούν αυτές τις σχέσεις, αλλά και από τις ανάγκες της εσωτερικής πολιτικής τους οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι άλλης φύσεως από τις ανάγκες των μικρών ή μεσαίων, από άποψη δυνάμεως χωρών. Επομένως οι χώρες αυτές ενώ αποτελούν μέρος του παιχνιδιού, ουσιαστικά αδυνατούν να συμμετέχουν με ίσους όρους. Εμπλέκονται σε παιχνίδια υπέρτερα των δυνάμεών τους, αναμένοντας μόνο τη στιγμή που θα υπάρξει, αν υπάρξει, η προσοδοφόρος, για αυτές, ευνοϊκή συγκυρία. Στην ιστορία της ανθρωπότητας πάντοτε τα θεσμικά υποκείμενα, όποια μορφή και αν έχουν, εισέπρατταν ανάλογα με την ισχύ τους.
* Ο Κώστας Μελάς είναι πανεπιστημιακός και οικονομολόγος
Παραπομπές
1) Καρλ Φίλιππ Γκότλιμπ φον Κλάουζεβιτς, «Περί του Πολέμου», Εκδόσεις Βάνιας, 1999.
2) Αριστοφάνης, «Όρνιθες», στίχος 994.
3) Π. Κονδύλης, «Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης», Νεφέλη 1998, σ.48-49.
4) N. Machiavelli, «Ο Ηγεμόνας», στο: N. Machiavelli, «Έργα», τόμος Ι, μτφ Τάκη Κονδύλη, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1984, σελ. 266-267.
5) Α. Μεταξόπουλος, «Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική», Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, 2005, σ.47.
6) Έχω αναφερθεί επισταμένως σε αυτά τα θέματα σε πλήθος άρθρων αλλά και στο Κ. Μελάς, «Η Σαστισμένη Ευρώπη», Εκδόσεις Εξάντας, 2009.
7) Νομίζω ότι δεν πρόκειται για αυταπάτες. Πρόκειται για πλήρη στρατηγικό εγκλωβισμό των πολιτικών αρχηγεσιών που εξουδετερώνει οποιαδήποτε σκέψη για κάποια διέξοδο. Αυτό εύκολα συνάγεται από το ότι εξακολουθούν να προβαίνουν ακριβώς στις ίδιες δηλώσεις ακόμη και μετά τις διαδοχικές διαψεύσεις των προσδοκιών τους για κυρώσεις στην Τουρκία τις οποίες είχαν αναγάγει σε ύψιστο όπλο κατίσχυσης της τουρκικής προκλητικότητας.;Y