Του Μιχάλη Λυμπεράτου. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, στις 22 Μαΐου 1963, ήταν αποκύημα δύο συνθηκών: Του γεγονότος ότι το μετεμφυλιακό καθεστώς κατέρρεε, αδυνατώντας να αντιπαρέλθει την κρίση που του είχαν καταφέρει τα χτυπήματα του λαϊκού κινήματος αλλά και της αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών που συντελούνταν την περίοδο της δολοφονίας, έχοντας ως προσδιοριστικό στοιχείο την επέκταση της απήχησης της Αριστεράς σε ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις.
Η δολοφονία, τρόπον τινά, συνδεόταν με την απέλπιδα προσπάθεια του καθεστώτος να απαντήσει σε αυτές τις εξελίξεις. Πρωτίστως επειδή ο Λαμπράκης συμβόλιζε την επέκταση των πολιτικών αγώνων της Αριστεράς και σε μερίδες της κοινωνίας, ιδίως τα μεσοστρώματα, που μέχρι πρότινος αποτελούσαν ακραιφνές παράγοντα υποστήριξης του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Ο Λαμπράκης δεν ήταν κομμουνιστής, δεν ήταν εργάτης, αλλά ένας προβεβλημένος αστός διανοούμενος, υφηγητής Πανεπιστημίου, σύμβολο ως βαλκανιονίκης του εθνικο-πατριωτικού μπλοκ, αν και αυτό είχε εντέχνως διαγράψει από την ιστορία του το ρόλο του στην Αντίσταση, αλλά και το γεγονός ότι στους 11ους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Βερολίνο, το 1936, συνεχάρη επιδεικτικά τον Τζ. Όουενς. Αυτός ο άνθρωπος εξελίχθηκε τη δεκαετία του 1960 σε έναν νέο τύπου πολιτικό ακτιβιστή που ηγούνταν της επέκτασης του αριστερού κοινωνικού μετώπου αλλά και των πρακτικών του σε δρόμους που μέχρι τότε δεν ήταν απολύτως συμβατοί με την τυπική πολιτική δουλειά ενός αριστερού.
Ο Λαμπράκης ήταν, δηλαδή, χωρίς να είναι συνδεδεμένος στενά με κομματικούς μηχανισμούς και εντολές, που εισέβαλε με το παράδειγμά του και στα σαλόνια της μικροαστικής διανόησης, συγκροτώντας δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης, μηχανισμούς αλληλοβοήθειας -όπως το ίδιο το ιατρείο του Λαμπράκη που παρείχε και δωρεάν περίθαλψη στους αναξιοπαθούντες. Κυρίως, όμως, συμβόλισε την παραγωγή μιας σειράς στελεχών έτοιμα να θυσιάσουν τον εαυτό τους, την κοινωνική τους προβολή, τον ταξικό τους προσδιορισμό, ακόμα και τη σωματική τους ακεραιότητα, προς όφελος των αναγκών του κοινωνικού αγώνα και μάλιστα σε μερική ρήξη με τη λογική του κομματικού καθήκοντος.
Για αυτό επέλεξαν να δολοφονήσουν τον Λαμπράκη. Όπως το ίδιο έκαναν με έναν άλλο καθηγητή πανεπιστημίου, τον Δημήτρη Μπάτση στο πρόσωπο του οποίου δολοφόνησαν όχι μόνο ένα συνεργάτη του Μπελογιάννη, το 1952, αλλά και έναν αστό διανοούμενο που διαφήμιζε την επέκταση των λαϊκών αγώνων σε κοινωνικές δυνάμεις που φαινόταν να έχουν, μέχρι τότε, ελεγχθεί απόλυτα. Μάλιστα, το γεγονός ότι δύο δικαστές, ο Χρ. Σαρτζετάκης και ο Π. Δελλαπόρτας, δεν φοβήθηκαν να αποκαλύψουν τους ενόχους της δολοφονίας του Λαμπράκη έδειξε ότι ρήγματα του καθεστώτος ακόμα και μέσα στον ίδιο το σκληρό πυρήνα του κρατικού μηχανισμού είχαν πλέον απαρέγκλιτα εμφανιστεί.
Επιθανάτιος ρόγχος του κράτους καταπίεσης
Ο τρόπος ακριβώς που το κράτος επιχείρησε να χειριστεί την υπόθεση του Λαμπράκη, αδυνατώντας να την αντιμετωπίσει με τη μορφή που χειρίστηκε άλλες δολοφονίες, όπως του Γ. Ζέβγου ή του Τ. Πολκ, έδειξε ότι δεν ήταν σε θέση πλέον να επιστρατεύσει τις τυπικές ενέργειες εγκλεισμού, ποινικοποίησης, εκφοβισμού ή συγκάλυψης. Η Αριστερά ήταν πια σε θέση να εξασφαλίσει μια ευρύτερη διεθνή και εγχώρια πλαισίωση στον αγώνα της για εκδημοκρατισμό και κοινωνική ευημερία. Ειδικά, όταν επρόκειτο για περιπτώσεις, όπως του Λαμπράκη, που ήταν αδύνατον να «πειστεί και να συμμορφωθεί». Γιατί ήταν ένας νέος τύπος διανοουμένου, πλήρως συνειδητοποιημένος, απόλυτα πεπεισμένος για την αναγκαιότητα του αγώνα του, ένας ανθρωπιστής που μετέτρεψε σε προσωπικό βίωμα την κοινωνική προσφορά. Ήταν η τρανή απόδειξη της αδυναμίας των μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου κατασταλτικών μηχανισμών να επιβάλουν πλέον στους ανθρώπους την εσωτερίκευση της κατασταλτικής λογικής.
Στην ουσία, η δολοφονία του Λαμπράκη ήταν τρόπον τινά ο επιθανάτιος ρόγχος ενός κράτους καταπίεσης και αυταρχισμού που κατέρρεε. Αν και δολοφονήθηκε χωρίς κανένα πρόσχημα, σε δημόσια θέα, με την ωμότητα που χαρακτηρίζει πρακτικές της σικελικής μαφίας και το ανοιγμένο του κεφάλι να φιγουράρει σε όλες τις εφημερίδες της εποχής, δεν γέννησε κανένα εκφοβιστικό αποτέλεσμα. Μισό εκατομμύριο άνθρωποι μετείχαν στην πορεία- διαδήλωση της κηδείας του, άνθρωποι της διπλανής πόρτας-, χιλιάδες νέοι εντάχθηκαν σε μια οργάνωση με το όνομα του. Αντίθετα, μικρόνοες και λούμπεν δολοφόνοι και πίσω τους πανικόβλητοι μηχανισμοί βίωναν την αδυναμία να επιβάλουν τις πρακτικές τους ακόμη και να διασωθούν με τη συνδρομή ενός ποινικού συστήματος έκτακτης ανάγκης που δεν μπορούσε πια να τους προστατεύσει. Πανικόβλητοι παρέλαυναν μετά τη δολοφονία έξω από τα ανακριτικά γραφεία δικαστών που τους άφηναν στην κοινωνική χλεύη, αντιμέτωποι με μια κοινή γνώμη που απαιτούσε κάθαρση, απομονωμένοι ακόμα και από συναδέλφους τους που τους έστρεφαν την πλάτη. Ήταν φαντάσματα ενός παρελθόντος καταπίεσης που πέθαινε, τουλάχιστον με τη μορφή που είχε εκδηλωθεί μετεμφυλιακά.
Ήταν πλέον πασίδηλο ότι το κράτος δεν είχε καν την ευχέρεια της μεταρρύθμισης των πρακτικών του έναντι ενός μαζικού κινήματος που γινόταν συνεχώς πιο ρωμαλέο. Ο «Ανένδοτος» εξελισσόταν συνέχεια και πιο ριζοσπαστικά, η ΕΡΕ του Καραμανλή αδυνατούσε να νομιμοποιήσει τις εκλογές βίας και νοθείας, το παλάτι προσπαθούσε να εξοβελίσει τον Καραμανλή, οι Αμερικανοί να τον στηρίξουν, ο στρατός να οργανώσει πραξικόπημα ως την πιο εγγυημένη λύση στα αδιέξοδα του υπάρχοντος συστήματος. Την ίδια στιγμή το παρακράτος αισθανόταν και πιο απομονωμένο, παρά τις χιλιάδες στρατολογήσεις της τελευταίας στιγμής, παρακολουθώντας τις μάζες να επιδίδονται σε αλλεπάλληλες κινητοποιήσεις, τις απεργίες να πολλαπλασιάζονται (συνταξιούχοι του ΙΚΑ, αυτοκινητιστές, εμποροϋπάλληλοι, οικοδόμοι, γουνοποιοί, αγροφύλακες, γιατροί, καθηγητές κ.λπ.), τους αριστερούς φοιτητές στο Δ΄ Πανσπουδαστικό Συνέδριο (Απρίλιος 1963) να διαδηλώνουν για την αύξηση των κρατικών χορηγήσεων προς την παιδεία στο 15%, να ζητούν την κατοχύρωση του ακαδημαϊκού ασύλου, να απαιτούν απρόσκοπτη λαϊκή πρόσβαση στα πανεπιστήμια. Δίπλα τους χειραφετούνταν το συνδικαλιστικό κίνημα, με 115 πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις να απομονώνουν την ακροδεξιά ηγεσία της ΓΣΕΕ να εξοβελίζουν το υπουργείο Εργασίας και να υπόσχονται απεργίες που θα ήταν απλά για μεροκάματα αλλά και για δημοκρατία.
Βία και προβοκάτσιες
Αντιμέτωπο με αυτή την πραγματικότητα το βαθύ κράτος επιχειρούσε με βία και προβοκάτσιες να κερδίσει χρόνο για να προετοιμάσει το στρατιωτικό πραξικόπημα. Με την παλιά συνταγή των «αγανακτισμένων» πολιτών οργάνωνε αντισυγκεντρώσεις, φυλάκιζε ή ξυλοκοπούσε πολίτες και ενίοτε τους δολοφονούσε. Στρατός και σώματα ασφαλείας αποκτούσαν ένα πιο σκληρό στελεχιακό δυναμικό (τον Δεκέμβριο του 1962 τοποθετήθηκαν επικεφαλής των Επιτελείων όλοι οι μελλοντικοί πραξικοπηματίες όπως οι Χατζηπέτρος, Παπαδόπουλος, Μακαρέζος, Μέξης, Βελισσαρούδης, Κοντώσης) η ΚΥΠ οργάνωνε ανοικτά προβοκάτσιες (το κλιμάκιο της ΚΥΠ στο υπ. Βόρειας Ελλάδας με επικεφαλής τους Χολέβα και Καρύδα οργάνωσε τη δολοφονία του Λαμπράκη) ενώ η Υπηρεσία Πληροφοριών του υπουργείου Προεδρίας, η Εθνική Ασφάλεια, τα τμήματα Ασφαλείας της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής, μαζί με τους σπουδαστικούς και συνδικαλιστικούς τους κλάδους ανέλαβαν να διαλύσουν όλες τις συγκεντρώσεις της Αριστεράς. Έτσι, εκδηλώθηκαν τα γεγονότα του Γοργοπόταμου (στις 29 Nοεμβρίου 1964-13 νεκροί και 80 τραυματίες αποτέλεσαν την απάντηση της αστυνομίας στον πρώτο εορτασμό της Εθνικής Αντίστασης) η «δολιοφθορά του Έβρου» (την άνοιξη του 1965 ο διοικητής της 117ης Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού Γ. Παπαδόπουλος ανακάλυπτε κομμουνιστική δολιοφθορά στο στράτευμα) ενώ με τη συνδρομή της CIA (J. Maury), οργανώνονται επεισόδια, τον Αύγουστο του 1965, υπό τον έλεγχο της Επιτροπής Μυστικών Επιχειρήσεων του Ανώτατου Αρχηγείου των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ευρώπη (SHAPE), στρατιωτικού βραχίονα του NATO.
Στο πλαίσιο αυτών των πρακτικών δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ο Γρ. Λαμπράκης. Ήταν η πόλη που κουβαλούσε την παράδοση ενός φασιστικού εσμού τόσο επιθετικού που ακόμα και οι Γερμανοί στα χρόνια της Κατοχής αναγκάστηκαν να τον καταστείλουν (οι ναζιστικές συμμορίες του Πούλου και του Βήχου). Τμήματά του όπως ο Εθνικός Ελληνικός Στρατός-ΕΑΟ, των τουρκόφωνων οπλαρχηγών Κισσά-Μπατζάκ και Μιχάλ Αγά, ο Γιοσμάς της Εθνικής Αντικομμουνιστικής Οργάνωσης Κατερίνης, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν μεταπολεμικά, αλλά εντάχθηκαν στην ΕΡΕ (το βουλευτή Κιλκίς Κ. Παπαδόπουλο έδειρε ο Λαμπράκης μέσα στη Βουλή τον Μάρτιο του 1963). Θύματα αυτών των ανθρώπων ήταν εκτός από τον Λαμπράκη ο Γιάννης Ζεύγος, τον Μάρτιο του 1947, ο Τζορτζ Πολκ, στις 16 Μάιου 1948, ο Στέφανος Βελδεμίρης, στις 26 Οκτωβρίου του 1961, που έκανε το «σφάλμα» να μοιράζει προκηρύξεις της ΕΔΑ, ο Γιάννης Χαλκίδης, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1967, ο Γιώργος Τσαρουχάς, στις 10 Μαΐου 1968, του οποίου η ζωή απειλήθηκε και την ημέρα της δολοφονίας του Λαμπράκη.
Απείλησε ευρύτερα σχέδια
Με τη συνδρομή και του συρφετού των 4.000 «ιδιωτών» που επιστρατεύτηκαν με αφορμή την επίσκεψη Ντε Γκολ στην Ελλάδα, στις 16 Μαρτίου 1963, και έφεραν τις περιβόητες «καρφίτσες» ως αναγνωριστικό, ο Λαμπράκης εκτελέστηκε γιατί, εκτός των άλλων, συνδέθηκε και με το φιλειρηνικό κίνημα σε μια εποχή όπου οι πωλήσεις όπλων στη Μέση Ανατολή και το Ισραήλ από τη Γερμανία είχαν υπερβεί κάθε όριο λογικής, ο Κένεντι πρότεινε τη δημιουργία στόλου 25 πλοίων για την εκτόξευση πυρηνικών πυραύλων με έδρα τη Μεσόγειο, ενώ τη στιγμή που τρόμαζε η εμπλοκή με τα πυρηνικά στην Κούβα, οι ευρείες πωλήσεις όπλων από τους Σοβιετικούς στη Μέση Ανατολή ήταν εκτός ελέγχου. Δεν ήταν τυχαίο ότι ενώ η Γαλλία οργάνωνε το δικό της πυρηνικό οπλοστάσιο, απεσταλμένος του Κένεντι ζητούσε από τις φίλα προσκείμενες στους Αμερικανούς κυβερνήσεις των Βαλκανίων να προωθήσουν τη δημιουργία πυρηνικού δικτύου του ΝΑΤΟ στην περιοχή (18 Απριλίου 1963).
Επομένως, η οργάνωση από τον Λαμπράκη μαζί με το Σύνδεσμο Μπέρναντ Ράσελ και Ευρωπαίων ακτιβιστών των πορειών ειρήνης στην Ευρώπη, απειλούσε ευθέως τα νατοϊκά εξοπλιστικά σχέδια με την σθεναρή αντίδραση του λαϊκού κινήματος. Για αυτό απαγορεύτηκε η πορεία ειρήνης από τον Μαραθώνα στην Πνύκα, στις 21 Απριλίου 1963, και απήχθη ο Λαμπράκης από την αστυνομία για να μην την πραγματοποιήσει.
Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και το κίνημα του εκδημοκρατισμού και της απελευθέρωσης των πολιτικών κρατουμένων στο οποίο μπήκε ως προμετωπίδα ο Λαμπράκης. Στάθηκε στο πλάι της Μπέτυ Αμπατιέλου στο Λονδίνο και υποχρέωσε τη Φρειδερίκη και τη διεθνή κοινότητα να σταθούν απέναντι στο πρόβλημα και να δώσουν λόγο για αυτό. Τη διεθνοποίηση του ζητήματος, στις 25 Απριλίου 1963, δεν άντεξε ο μηχανισμός εξουσίας στην Ελλάδα και σκότωσε τον Λαμπράκη. Γιατί πλέον η κυβέρνηση Καραμανλή, το παλάτι και οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να κρυφτούν πίσω από το δάκτυλο τους για το τι μεθόδευσαν για χρόνια στην Ελλάδα.
* Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι ιστορικός, εντεταλμένος διδασκαλίας στο μεταπτυχιακό τμήμα του Πάντειου Πανεπιστημίου