Ήταν γύρω στο 1970. Στις Τζιτζιφιές, στην παραλιακή ζώνη. Οι Τζιτζιφιές ήταν τότε παραθαλάσσιες. Μετά, με την αναδιαμόρφωση/παραμόρφωση όλου του παραλιακού μετώπου, από το Φαληρικό Δέλτα ως την Καστέλα, η θάλασσα εξαφανίστηκε από το αστικό τοπίο.

Είτε μένεις στις Τζιτζιφιές είτε στη Νέα Σμύρνη είναι το ίδιο. Μόνο οι αποστάσεις αλλάζουν. Τότε, λοιπόν, κατά μήκος της παραλιακής οδού, τα σπίτια ήταν πολύ αραιά και λίγο προς τα μέσα, αφήνοντας πολύ ελεύθερο χώρο. Σ’ αυτό τον ελεύθερο χώρο, από την κυριλέ «Αθηναία» που λειτουργούσε μέσα στον Ιππόδρομο ως την πλατεία των Τζιτζιφιών με τα κλασικά μπουζούκια που είχαν φιλοξενήσει Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου και λοιπούς μεγάλους του τραγουδιού, είχαν χτιστεί και λειτουργούσαν μερικά κέντρα διασκέδασης α-β κατηγορίας.
Οι Τζιτζιφιές είχαν παράδοση στα κέντρα διασκέδασης. Εγώ πρόλαβα και το μαγαζί του Μαργωμένου. Εκείνη την εποχή ήμουν ντίσκ-τζόκεϊ στο Φαληρικό Δέλτα, σε ένα αρχιτεκτονικά ωραίο διώροφο τουριστικό περίπτερο του ΕΟΤ, μία από τις πρώτες ντισκοτέκ που άνοιξαν στην Ελλάδα, μαζί με το Help στη Συγγρού και τις Καρυάτιδες στην Πλάκα, το Volcano στην Ποσειδώνος, το Σεμίραμις στο ομώνυμο ξενοδοχείο στην Κηφισιά κ.λπ. Μια μέρα, εμφανίστηκε στο Δέλτα ένας τύπος, λαϊκός, κοντούλης και συμπαθής, και μου ζήτησε να του συστήσω έναν ντι-τζέι, αφού εγώ δεν ήμουν διαθέσιμος, έχοντας πάρει σαν επιχειρηματίας ένα από τα παραλιακά μαγαζιά στις Τζιτζιφιές για να το κάνει ντισκοτέκ. Του σύστησα ένα κολλητό μου φίλο και συμφοιτητή στη Νομική, που ερχόταν συχνά, με βοηθούσε και μου έκανε παρέα στο Δέλτα. «Δισκοτέκ Πητ» έγραφε απ’ έξω το μαγαζί του, με ελληνικό αλφάβητο!
Μετά τις απαραίτητες εργασίες, ο Πητ άνοιξε το μαγαζί, αλλά με ελλιπή εξοπλισμό. Το πιο βασικό ήταν ότι θεωρούσε ότι μπορεί να κάνει τη δουλειά του ο ντι-τζέι με ένα μόνο πικάπ, αντί για δύο που ήταν απολύτως απαραίτητα για να γίνεται η μίξη των κομματιών και να μην υπάρχει κενό από κομμάτι σε κομμάτι. Κάτι στοιχειώδες, δηλαδή, σε κάθε ντισκοτέκ. Δεν επρόκειτο για καμία πολυτέλεια, αλλά τα λεφτά που είχε μαζέψει ο Πητ δουλεύοντας ναυτικός στα καράβια δεν του έφταναν για να τα κάνει όλα σωστά. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε κι ο Τάσος να παίζει χορευτικά κομμάτια με ένα πικάπ. Αλλά στο πικάπ, η αλλαγή δίσκου, βινιλίου εννοείται, και μάλιστα, μακράς διαρκείας, 33 στροφών, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μόλις τελειώσει το κομμάτι που παίζει, πρέπει να σηκώσεις το βραχίονα με τη βελόνα, να βγάλεις το δίσκο και να βάλεις στη θέση του, στο πλατό του πικάπ, τον επόμενο δίσκο βρίσκοντας με το μάτι ακριβώς το σημείο που θα ακουμπήσεις τη βελόνα ώστε να μπει το επόμενο κομμάτι που θα έχεις επιλέξει από την αρχή του. Μία διαδικασία που έπρεπε να επαναλαμβάνεται δεκάδες φορές κάθε βράδυ, αφού οι ντισκοτέκ ξεκινούσαν από τις 9-10, μόλις σουρούπωνε, και τα σαββατοκύριακα δούλευαν μέχρι πρωίας. Εκτός, λοιπόν, από το ότι αυτό ήταν πολύ σπαστικό γιατί σταματούσαν οι χορευτές στην πίστα να χορεύουν και περίμεναν όρθιοι, ιδρωμένοι και αμήχανοι κάθε φορά σ’ αυτή την αλλαγή που φαινόταν ατελείωτη.
Όμως, εκτός και από το ότι αυτό ήταν εξουθενωτικό για τον ντι-τζέι, που αναγκαστικά δούλευε με πολύ μεγάλη ένταση και αγωνία, στη Δισκοτέκ του Πητ, συνέβαινε και το εξής αμίμητο. Τα μαγαζιά αυτά, στην παραλιακή, στις Τζιτιζιφιές, ήταν καλοκαιρινά και ο ήχος τους διαχεόταν τριγύρω. Αλλά αυτό ξεπερνιόταν από το γεγονός ότι, τότε, τα κέντρα διασκέδασης αφενός δεν είχαν τις τεράστιες ηχητικές εγκαταστάσεις που, στα χρόνια που ακολούθησαν, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, ανέβασαν την ένταση της μουσικής σε αβίωτα επίπεδα και αφετέρου απείχαν μεταξύ τους μερικές εκατοντάδες μέτρα έτσι ώστε το ένα να μην ενοχλεί το άλλο. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με τη Δισκοτέκ του Πητ, η οποία είχε μεγάλο για την εποχή ενισχυτή και ισχυρά ηχεία, όπως απαιτούσε το είδος της διασκέδασης και το είδος της μουσικής, και, το χειρότερο, το κτίσμα ήταν κολλητά με ένα μπουζουξίδικο, μεσοτοιχία. Μια ψηλή σοβατισμένη μάντρα χώριζε τα δύο πολύ διαφορετικά μεταξύ τους κέντρα διασκέδασης. Έτσι, την ώρα που τελείωνε το ένα κομμάτι, μέχρι ο Τάσος να βάλει το επόμενο, στα 10-15 δευτερόλεπτα κενού που μεσολαβούσαν, ακουγόταν έντονα η μουσική από το διπλανό μαγαζί. Δηλαδή, ακουγόταν η φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου, που εκείνο το καλοκαίρι τραγουδούσε δίπλα στη Δισκοτέκ του Πητ, με το γνωστό της ρεπερτόριο που περιλάμβανε πάμπολλα βαριά ζεϊμπέκικα. Έτσι, αυτομάτως, μόλις τελείωνε ο Τζέιμς Μπράουν, ακουγόταν η Μπέλλου! Και τότε, αυθορμήτως, οι θαμώνες της Δισκοτέκ του Πητ, λαϊκά παιδιά από τις Τζιτζιφιές, το Μοσχάτο, την Καστέλα και την Καλλιθέα, συντονίζονταν με τη λαϊκή ορχήστρα του γείτονα και το έριχναν στη ζεϊμπεκιά, δηλαδή, έριχναν μερικές στροφές μέχρι να μπει το επόμενο κομμάτι που μπορεί να ήταν Led Zeppelin, Troggs ή Silver Convention! Από το σέικ στο ζεϊμπέκικο και τούμπαλιν. Από το Sex Machine στο Απόψε κάνεις μπαμ και από το Απόψε κάνεις μπαμ στο Whole Lotta love και από το Whole Lotta love στις Βεργούλες και από τις Βεργούλες στο Soul Man, και πάει λέγοντας, όλη νύχτα. Σουρεάλ ξεσουρεάλ, ήταν μια πραγματικότητα που υπαγορευόταν από τις συνθήκες, που μέχρι σήμερα με κάνει να χαμογελάω μόνος μου.

Κολυμβητές στο Φάληρο
Τώρα, μπορεί να κανείς να αναρωτηθεί, πώς μου ήρθε, στις άγριες μέρες που ζούμε, να θυμηθώ τη Δισκοτέκ του Πητ στις Τζιτζιφιές. Η απορία λύνεται εύκολα. Πριν από μερικές μέρες, στεκόμουν ακριβώς στο σημείο που πριν την ανάπλαση της περιοχής βρισκόταν το κτίριο που ήταν η ντισκοτέκ Φαληρικό Δέλτα, στην οποία δούλεψα τα χρόνια των σπουδών μου στη Νομική, χειμώνα-καλοκαίρι. Αφορμή ήταν το Φεστιβάλ Νέων του ΣΥΡΙΖΑ. Κι εκεί, το Σαββατόβραδο, έζησα μια ανάλογη εμπειρία, δυσάρεστη όμως, σε αντίθεση με εκείνη που είχα βιώσει λίγες εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα, στην τοποθεσία που κάποτε ήταν η Δισκοτέκ του Πητ. Οι Χειμερινοί Κολυμβητές περίμεναν πάνω από μία ώρα, ίσως και δύο, να τελειώσει η ροκ συναυλία που λάμβανε χώρα πολύ κοντά στη δική τους σκηνή, στα 50 μέτρα, σχεδόν μεσοτοιχία, για να ξεκινήσουν το ακουστικό τους πρόγραμμα, με πολλή πρόζα που θέλει απόλυτη ησυχία. Και μαζί τους, κανα-δυο χιλιάδες άνθρωποι, που κάθονταν υπομονετικά στις πλαστικές καρέκλες περιμένοντας να ολοκληρώσει την εμφάνισή του ένα καλό συγκρότημα από τη Βοσνία. Κάθε δέκα λεπτά, κάποιος πλησίαζε τον αναστατωμένο Αργύρη Μπακιρτζή για να τον διαβεβαιώσει ότι ήταν το τελευταίο κομμάτι που έπαιζαν οι φιλοξενούμενοι Βαλκάνιοι. Όμως, αυτά τα «τελευταία» κομμάτια, τελικά, ήταν ατελείωτα. Έχοντας πια περάσει η ώρα, κοντά στα μεσάνυχτα, κάποιοι έφυγαν.
Πέτυχα τον Δημήτρη Σεβαστάκη και την Ελευθερία να αποχωρούν γιατί είχαν μαζί τους δύο μικρά παιδιά και τον Κώστα Βαθιά με τη Λουκία, που λατρεύουν τους Κολυμβητές, να έχουν μπαϊλντίσει περιμένοντας από τις 9.30 η ώρα να αρχίσει η συναυλία τους. Και άλλοι έφυγαν, επειδή έρχονταν από μακριά, πριν καν αρχίσουν οι Κολυμβητές. Κάτω απ’ αυτή την πίεση χρόνου και κοινού, ο Αργύρης αποφάσισε να ξεκινήσει ενώ του έσπαγε τα αφτιά ο εκκωφαντικός ήχος από τη διπλανή σκηνή. Ο Βόμβολος δεν άκουγε ούτε το ακορντεόν του στο μόνιτορ. Δεν έχω ξαναπεράσει τέτοιο μαρτύριο, έλεγε και ξανάλεγε ο Αργύρης, του οποίου οι απορίες, τα παράπονα και οι εκκλήσεις από μικροφώνου δεν είχαν καμία ανταπόκριση από τους οργανωτές. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, μετά το τέλος των Βοσνίων, ανέβηκε άλλο ροκ συγκρότημα επί σκηνής. Έτσι πήγε όλο το πρόγραμμα των Χειμερινών Κολυμβητών, μέσα σε μια βαβούρα, μέχρι που ο Αργύρης ανακοίνωσε από μικροφώνου ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει άλλο, γιατί από την υπερπροσπάθεια είχε βραχνιάσει και είχε κλείσει η φωνή του. Αυτά, λοιπόν, ήταν τα συμβάντα με τους Κολυμβητές και τους ροκάδες στο Φεστιβάλ του Σύριζα που μου θύμισαν τη Δισκοτέκ του Πητ. Δύο παρόμοιες ιστορίες, παραθαλάσσιες.

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!