του Λαοκράτη Βάσση 

Το πρόβλημα του χαρακτήρα της Επανάστασης του ’21 δεν είναι νέο. Ο νεο/ιστορικός, όμως, αναθεωρητισμός, στο πλαίσιο του μεταπολιτευτικού εθνο/αποδομητισμού, του προσέδωσε νέες διαστάσεις. Με την περιδιαβαστική θεώρηση τούτου του κειμένου, αποπειρώμαι να τονίσω κρίσιμες πτυχές της, με έμφαση στην ταυτότητα, τη σημασία και τις «χρεώσεις» της. Έχοντας, πάντοτε, κατά νουν, πως συνιστά την εθνο/αναγεννητική επαναθεμελίωση της Νεοελληνικής υπόστασής μας.

Α. Η ταυτότητά της

Πρώτον, είναι εθνική επανάσταση, εθνικο/απελευθερωτική, επανάσταση έθνους, του Ελληνικού, για την απελευθέρωσή του. Ο εθνικός της χαρακτήρας είναι ο κοινός παρονομαστής όλων των επί μέρους υπαρκτών διαστάσεών της: θρησκευτικής, πολιτικής και κοινωνικής (Θ. Κολοκοτρώνης: «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμίαν… Ο εδικός μας πόλεμος… ήτον έθνος με άλλο έθνος»).

Δεύτερον, είναι ενδογενής επανάσταση, αυτοφυής, με βαθιές ρίζες στην ελληνική συλλογικότητα, στους αιώνες ιστορίας και πολιτισμού της. Δεν είναι μεταφυτευμένη… έξωθεν, ξενόφερτη και ξενοκίνητη. Οι έξωθεν υπαρκτές επιδράσεις της δεν σημαίνουν και μεταφύτευσή της. Ήταν επιδράσεις ωθητικού χαρακτήρα, που δεν αναιρούν την ενδογένειά της. «Προ/αγγελθείσα», μάλιστα, πολύ πριν από επαναστάσεις σαν την Αμερικανική ή τη Γαλλική. Όπως μαρτυρούν οι αιματηροί Προ/επαναστατικοί Αγώνες του υπόδουλου ελληνικού έθνους, ως κρίκοι στην αλυσίδα της αμέσως, κιόλας, μετά την Άλωση της Πόλης.

Τρίτον, είναι εθνο/αναγεννητική (παλιν/ορθωτική) επανάσταση. Επανάσταση του ιστορικού ελληνικού έθνους, που αποτινάσσει, ως έθνος, τον Οθωμανικό ζυγό. Δεν είναι εθνογενετική επανάσταση, όπως η Αμερικανική. Όπου η επανάσταση δημιουργεί έθνος, το Αμερικανικό. Ούτε θρησκευτική επανάσταση, χριστιανοί κατά μουσουλμάνων, παρ’ ότι υπαρκτή και η θρησκευτική της διάσταση. Αλλά ούτε πολιτική επανάσταση (αστική), όπως η Γαλλική, ή κοινωνική επανάσταση (ταξική), όπως η Ρωσική [1]. Με δεδομένες, πάντοτε, μαζί με τη θρησκευτική, την πολιτική και την κοινωνική διάστασή της. Προφανώς, υπό τον κυρίαρχο και συνεκτικό, κοινό τους παρονομαστή: Επανάσταση έθνους! Με τον εγχώριο και εσπεριόπληκτο ιστορικό αναθεωρητισμό να αναπαράγει, στα καθ’ ημάς, με προκλητική παραγνώριση της προαιώνιας ιστορικής πραγματικότητας των παλιών εθνών, όπως αυτό των Ελλήνων, την εθνογενετική θεωρία. Που θέλει «το κράτος να δημιουργεί έθνος», κατά το παράδειγμα των νεο/γέννητων ευρωπαϊκών «κρατών-εθνών». Οπότε και την Επανάσταση του ’21 να δημιουργεί το… Νεο/ελληνικό έθνος.

Τέταρτον, είναι ατελής και ανολοκλήρωτη επανάσταση, εκ του αποτελέσματός της και σε σχέση πάντοτε με το αρχικό της όραμα. Κατά το πώς εκφράστηκε: απ’ τον Ρήγα Βελεστινλή, τη Φιλική Εταιρεία και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, το πνεύμα των «Πρώτων Συνταγμάτων» της και τους άσβηστους καημούς όλης της Ρωμιοσύνης και σε όλες τις προ/αιώνιες εστίες της, όπως τους ανασαίνουμε στους Θρήνους του Πόντου, στα Κλέφτικα τραγούδια και στα Ριζίτικα της Κρήτης. Το «πάλι με χρόνους και καιρούς…!» είναι ο καθολικός διαχρονικός καημός του Ελληνισμού.

Β. Η σημασία της

Είναι μέγα ιστορικό γεγονός, με τεράστια εθνική και διεθνο/πολιτική (γεω/πολιτική) σημασία, αλλά και παγκόσμια απήχηση.

Πρώτον, η εθνική σημασία: Καθώς, ένα απ’ τα πλέον ιστορικά έθνη του κόσμου αναγεννιέται, υπό την έννοια της αφυπνιστικής επανάκαμψής του στο ιστορικό προσκήνιο, η Επανάσταση του ’21, βάζοντας, έστω και με ένα κακογεννημένο αρχικό κρατίδιο, τα πρώτα απελευθερωτικά θεμέλια της νέας μας ύπαρξης, είναι ο μέγας εθνο/αναγεννητικός σταθμός του Ελληνισμού. Που ποτέ δεν έπαψε, παρ’ ότι υπό δύσκολους όρους μακράς δουλείας, να είναι μεγάλη πολιτιστική δύναμη. Με τεράστια, μάλιστα, οικονομική επιρροή, ιδίως κατά τον 18ο αιώνα και τις αρχές του 19ου, στις τότε πρωταγωνιστικές αυτοκρατορίες (Αυστρο/Ουγγαρία, Ρωσία, Οθωμανική Τουρκία).

Δεύτερον, η διεθνο/πολιτική (γεω/πολιτική) σημασία: Υπήρξε καταλύτης μεγάλων γεω/πολιτικών ανακατατάξεων, προκαλώντας τεράστιες ανατροπές. Καθώς κλόνισε την Ιερά Συμμαχία και την απολυταρχική υπερεξουσία της, προκαλώντας ταυτόχρονα την εκθεμελίωση (και πτώση) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το «πνεύμα» της δηλαδή, ως έκφραση της αξιακής ελληνικής διαχρονίας, υπερβαίνοντας τα τοπικά της όρια, άναψε το «φυτίλι» των μεγάλων ανατροπών, ιδεολογικών και γεω/πολιτικών, σηματοδοτώντας και προδιαγράφοντας το πέρασμα απ’ τις «Αυτοκρατορίες» στη νέα διεθνο/πολιτική τάξη πραγμάτων των «κρατών-εθνών». Κι όπου, το «πνεύμα» της αυτό, μετά την «ατελή» και «ανολοκλήρωτη»… δικαίωσή της, εξακολούθησε να δοκιμάζεται στον προτεκτορατικό βίο του Νεο/ελληνικού κρατιδίου μας και στις συνακόλουθές του ιστορικές περιπέτειες του Νεότερου Ελληνισμού. Όπου και κρίθηκε, όπως αφρόνως κρίθηκε, η Μεγάλη Ιδέα, ως οραματικός καημός του «γένους» και ως στρατηγική διάσταση «του ’21». Αλλά κι όπως αδιαλείπτως «κρίνεται» η ανεξαρτησιακή σηματοδότησή του, ακόμα και στις μέρες μας («Νεο/οθωμανικός» επεκτατισμός Τουρκίας).

Τρίτον, η παγκόσμια απήχηση: Το μεγαλείο της ανασυνδέει στα μάτια του κόσμου την υπόδουλη ως τότε Ελλάδα με την ιστορία της, τη μεγάλη πνευματική της κληρονομιά και τις διαχρονικές αξίες της. Με το «Κίνημα του Φιλελληνισμού» να προσλαμβάνει παγκόσμιες διαστάσεις, σε απόλυτη αντίθεση με το «ιερο/εξεταστικό πνεύμα» της κυρίαρχης «τάξης πραγμάτων». Έχοντας, μάλιστα, στις γραμμές του κορυφαία πνευματικά μεγέθη, σαν τον Λόρδο Βύρωνα, τον Βίκτωρα Ουγκώ, τον Αλεξάντερ Πούσκιν, τον Ευγένιο Ντελακρουά και πολλές ακόμη εκατοντάδες πνευματικών ανθρώπων σε όλον τον κόσμο. Που, ανασαίνοντας το άρωμα του επαναστατικού διατακτικού της, ανέμιζαν τα λάβαρα των οραμάτων του Φιλελευθερισμού για ένα καλύτερο πανανθρώπινο μέλλον. Ένα επαναστατικό διατακτικό, όμως που, καθώς προπορεύονταν κι απ’ αυτή την πολιτική πρωτοπορία εκείνου του καιρού, οι αφέντες της «τάξης πραγμάτων», υπό τον μανδύα των «Προστάτιδων Δυνάμεων», καθήλωσαν σε προτεκτορατικό… ικρίωμα.

Η Επανάσταση του ’21 είναι ενδυναμωτικά αναγεννητική της εθνικής μας υπόστασης, πρωτίστως χαρακτηριζόμενης απ’ το ανεξαρτησιακό πνεύμα της. Που κι αυτό είναι προέκταση της αντιστασιακής ιδιότητας του Ελληνισμού (Σβορώνος), ιστορικο/κοινωνικά σφυρηλατημένης στις πολύ σκληρές εθνικές περιπέτειες επί της Ρωμαιοκρατίας, της Φραγκοκρατίας και προπαντός της Οθωμανοκρατίας

Γ. Η «διάρκειά» της («πριν» – «κατά» – «μετά»)

Θεωρώντας την Επανάσταση του ’21 ως εθνο/αναγεννητική μας μήτρα, αξιακή και ταυτοτική, υπό την έννοια, να το τονίσω, της δυναμικής ανάδυσης και επιστροφής απ’ την μακραίωνη Οθωμανική δουλεία, με δεδομένη, πάντοτε, τη συνέχεια του Ελληνικού Έθνους, καθ’ ότι αείρροη η υπερ/τρισχιλιετής ιστορικο/πολιτιστική του κοίτη, με όλες τις διαποτιστικές της εκροές και τις εμποτιστικές της εισροές, θα προσεγγίσω διασταλτικά, ως τρισδιάστατη, τη χρονική «διάρκειά» της, το πολύ μακρό, δηλαδή, «πριν» (απ’ τον Αγώνα), το βραχύ «κατά» (τον Αγώνα) και το «μετά» (τον Αγώνα), με τέσσερις παρατηρήσεις.

Πρώτη: Για το «στιγμιαίο» της και το «διαρκές» της

Στην κρατούσα ιστόρησή της η Εθνική Επανάστασή μας έχει συγκεκριμένα χρονικά όρια: απ’ το ξεκίνημα (1821) της διάβασης του Προύθου (Μολδοβλαχία) και την Αγία Λαύρα (Μοριάς), δηλαδή, ως την τελευταία μάχη του Αγώνα στην Πέτρα της Βοιωτίας (1829) και το «Πρωτόκολλο του Λονδίνου» (1830). Με άλλη, όμως, ανάγνωση και με διασταλτική, όπως προ/αναφέρω, την έννοια της (τρισδιάστατης) χρονικής της ταυτότητας, είναι μια διαρκής επανάσταση.

Δεύτερη: Για τις τρεις χρονικές διαστάσεις της

Όπου, το (μακρό της) «πριν» ορίζεται από τα συνεχή Προ-επαναστατικά κινήματα του Ελληνισμού, αρχόμενα, το επαναλαμβάνω, αμέσως μετά την Άλωση της Πόλης, ως τα Ορλωφικά και ως τον ανυπότακτο αγώνα των Κλεφτών και Αρματολών στον Ελλαδικό χώρο, όπως αυτός υμνείται στο Κλέφτικο τραγούδι. Το (βραχύ της) «κατά» ορίζεται απ’ τον εθνεγερτικό ξεσηκωμό των Ελλήνων, με το αποτυχημένο ξεκίνημα απ’ τη Μολδοβλαχία και τη μεταλαμπάδευσή του στο Μοριά και στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο. Που έχει και τη συγκεκριμένη διάρκειά του (1821-29/30). Με τους δύο, μάλιστα, Υψηλάντηδες στην αρχή του (Μολδοβλαχία) και στο τέλος του (Πέτρα Βοιωτίας). Το «μετά» της ορίζεται απ’ την ολοκλήρωση του «πνεύματός» της, με τον ηρωϊκό Μακεδονικό Αγώνα, 1904-1908, και την Απελευθέρωση Μακεδονίας-Θράκης-Ηπείρου/Ιωαννίνων, 1912-1913 (όπου μπορεί να προστεθεί, ως τελευταίο σπάραγμά της, κι ο Αντι/αποικιακός Αγώνας της Κύπρου, 1955-1959). Με την τραγική, τελικά, αφροσύνη στη διαχείριση της Μεγάλης Ιδέας (Μικρασιατική Καταστροφή, 1922) να μας προσγειώνει οριστικά στα Ελλαδικά μας όρια. Επανορίζοντας, μάλιστα, με αμυντικούς, έκτοτε, όρους το ανεξαρτησιακό πνεύμα της Εθνεγερσίας μας. Όπως, μάλιστα, δυο μόλις δεκαετίες μετά, προσέλαβε διαστάσεις μεγαλείου στην Εθνική Αντίσταση, συνιστώντας, προπαντός χάρη στην Εαμική σύζευξη «εθνικού» και «κοινωνικού», την αυθεντικότερη ανανέωση της αξιακής παρακαταθήκης του ’21 (Δημήτρης Γληνός: «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑ.Μ.» – Σοφία Μαυροειδή- Παπαδάκη, Ο Ύμνος του ΕΛΑΣ: «Με χίλια ονόματα μια χάρη ακρίτας είτ’ αρματολός / Αντάρτης κλέφτης παλικάρι πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός»).

Τρίτη: Για τη διαρκή σύγκρουση «πνεύματος ανεξαρτησίας» και «πνεύματος υποταγής»

Με το «σώπασε κυρά Δέσποινα… / πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι» να ορίζει και να θερμαίνει την αδούλωτη προσδοκία της αποτίναξης του Οθωμανικού ζυγού, η ψυχή του Ελληνισμού ποτέ δεν συμβιβάστηκε με το καθεστώς της δουλείας του. Κι ήταν σε διαρκή σύγκρουση με το, υποτίθεται, ρεαλιστικό «πνεύμα» του συμβιβασμού, όπως αυτό διαμορφώθηκε, με την οργανική και όχι με την τακτική του έννοια, σε «ιδεολογία» του ραγιαδισμού, κυρίως μέσα στα προσκυνημένα στρώματα του υπόδουλου Γένους μας. Με τη διαρκή, μάλιστα, αυτή σύγκρουση να συνεχίζεται και μετεπαναστατικά, σε όλα τα χρόνια της συγκεκριμένης «ανεξαρτησίας» μας. Κι όπου είναι τραγικά χαρακτηριστικός ο νεο/ραγιαδισμός της «Πράξης Υποταγής» του 1825 και η αντίστοιχη «λογική» των Τριών Μνημονίων του καιρού μας. Όπως αυτή η «λογική» βαρύνεται με την ταπεινωτική παραίτηση απ’ την ασυλία [2] της εθνικής κυριαρχίας (Πρώτο Μνημόνιο) και την ευτελιστική υποθήκευση της εθνικής μας περιουσίας για έναν αιώνα (Τρίτο Μνημόνιο). Με αυτονόητη, προφανώς, την αντίθεση και σύγκρουση μ’ αυτή τη «λογική» του νεο/ραγιαδισμού, που είναι προσβλητικά αναιρετική του ανεξαρτησιακού διατακτικού της Επανάστασής μας και όλων των ταυτοτικών σημαινομένων της.

και Τέταρτη: Για τα ταυτοτικά σημαινόμενά της

Η Επανάσταση του ’21 είναι ενδυναμωτικά αναγεννητική της εθνικής μας υπόστασης, πρωτίστως χαρακτηριζόμενης απ’ το ανεξαρτησιακό πνεύμα της. Που κι αυτό είναι προέκταση της αντιστασιακής ιδιότητας του Ελληνισμού (Σβορώνος), ιστορικο/κοινωνικά σφυρηλατημένης στις πολύ σκληρές εθνικές περιπέτειες επί της Ρωμαιοκρατίας, της Φραγκοκρατίας και προπαντός της Οθωμανοκρατίας. Έτσι που, χωρίς το αντιστασιακό και ανεξαρτησιακό πνεύμα, χάνουμε την ταυτοτική σπονδύλωσή μας, διευκολύνοντας την προώθηση των νεο/ιστορικών αφηγήσεων της προσαρτηματικής (στην Ευρώπη) εθνο/αποδόμησής μας . Στις οποίες και προέχει η άρνηση της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους και της ταυτοτικής ενδογένειας [3] της Επανάστασης του ’21.

Δ. Η σχέση της με τη Γαλλική Επανάσταση

Αντί ευρύτερης ανάλυσης, προσεγγίζοντας, πολύ ενδεικτικά, τη σχέση Ελληνικής και Γαλλικής Επανάστασης, θα αρκεστώ σε τέσσερις, κι εδώ, παρατηρήσεις.

Η πρώτη: Αναφέρεται στην προρρηθείσα ενδογένεια της Επανάστασης του ’21, με καθαρή τη βαθύτερη αιτιότητά της και τις πολύ βαθιές ρίζες της στην ιστορικο/πολιτιστική και αξιακή μήτρα του Ελληνισμού. Όπως, μάλιστα, πιστοποιείται, κι απ’ την αλυσίδα των Προεπαναστατικών Κινημάτων του έθνους μας (πολύ πριν τη Γαλλική Επανάσταση!).

Η δεύτερη: Στον επίσης προρρηθέντα υπαρκτό ωθητικό χαρακτήρα του πνεύματος και του κλίματος του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Καθώς δεν είναι γεννητορική και ιδρυτική μήτρα της ενδογενούς δικής μας Επανάστασης, όπως θέλουν οι νεο/ιστορικές παρα/θεωρήσεις. Με τον Σαράντο Καργάκο να ορίζει, με λιτή περιεκτικότητα, τη σχέση της Ελληνικής Επανάστασης με τη Γαλλική ως σχέση «δόνησης και όχι δανείου».

Η τρίτη: Στον βαθύτερο χαρακτήρα και τη βαθύτερη ιδιαιτερότητα του «Νεο/ελληνικού» Διαφωτισμού. Που παρά τις δεδομένες επιδράσεις του απ’ τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, δεν είναι μεταπρατικός, διαμετακομιστικός και παρασιτικός. Κι όπου, χάρη στη ζώσα, με όλες μας τις «υστερήσεις», αρχαία και βυζαντινή πνευματική μας κληρονομιά, την άμεση και συνεχή, καθώς, χωρίς να αγνοούμε τη συμβολή της, όπως μάλιστα βαρύνεται και με τις προσληπτικές της «αναγνώσεις», δεν γνωρίσαμε την προγονική μας αρχαιότητα δια της… Ευρώπης, ή, έστω, όχι μόνο δια της Ευρώπης. Αν, πολύ ενδεικτικά, διαβάζουμε σωστά (εις βάθος!) τον Ρήγα Βελεστινλή και τον Ανώνυμο της Ελληνικής Νομαρχίας, με την κεκτημένη ελληνική εγγραμματοσύνη τους και την αξιακή θεμελίωσή της. Έτσι που, στον αντίποδα των ευρω/προσαρτηματικών λογικών, είναι καλό να προσεγγίζουμε κριτικά την πολύ σύνθετη και διαλεκτική σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη στη διϊστορική της διάσταση, Κι όπου η σχέση (Αρχαίας και Βυζαντινής) ΕλλάδαςΕυρώπης είναι ιδρυτική για την Ευρώπη. Ενώ η σχέση (Νεοτερικής) ΕυρώπηςΕλλάδας, παρ’ ότι πολύ σημαντική για τη Νεότερη Ελλάδα, δεν είναι και ιδρυτική της… Νεοελληνικής ταυτότητάς μας.

Και η τέταρτη: Στην ευρωπαϊκότητα, μεταξύ αντι/ευρωπαϊσμού και ευρω/πάθειας, που δεν είναι υπό πρόσκτηση ιδιότητά μας, αλλά σύμφυτη. Καθώς είναι ιδρυτική της Ευρώπης, συνιδρυτική με «Ρώμη» και «Ιερουσαλήμ», η σχέση Αρχαίας ΕλλάδαςΕυρώπης και ιδιαίτερα προσδιοριστική της Νεοτερικής υπόστασής της, με τον μετα/κενωτικό ελληνικού πολιτισμού ρόλο της, η σχέση Βυζαντινής ΕλλάδαςΕυρώπης. Όσο κι αν αυτή… παρα/θεωρείται ακόμη κι από μέρος της Ελληνικής διανόησης. Κι ούτε λόγος πως δεν πρέπει να συγχέουμε την ταυτοτική διάσταση της ευρωπαϊκότητάς μας με τον ευρω/δυτικό εκσυγχρονισμό μας, τεχνοκρατικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα, και την αυτονόητη επιδίωξη κάλυψης της απόστασης που μας χωρίζει απ’ το υψηλότερο επίπεδό του. Έτσι που, μόνο υπ’ αυτή της την έννοια, κι όχι υπό την έννοια της ευρω/προσαρτηματικής ιδεολογηματικότητας των ultra ευρωπαϊστών, ως ταυτοτική μας δηλαδή στόχευση, έχει το λογικό αντίκρυσμά του στην εθνική μας πολιτική. Με την ελληνικότητα να έχει, πάντοτε, σύνθετη σχέση διαλεκτικής αυτονομίας με την ευρωπαϊκότητά μας ως ιδρυτική της μήτρα. Κι όπου, εννοείται, κάθε άλλο παρά υποβαθμίζεται η… αντίδοση, δια του Διαφωτισμού, στη σχέση (Νεοτερικής) ΕυρώπηςΕλλάδας.

Ε. Οι «χρεώσεις» της

Καθώς τείνουμε να εθιστούμε στην κίβδηλη κανονικότητα, όπως αυτή προέκυψε απ’ τη Χρεοκοπία του ’10 κι όπως περίπου την προσλαμβάνουμε διαμέσου των «Επικυριαρχούμενων Διακυβερνήσεών» μας ως εθνική… κανονικότητα, η Επανάσταση του ’21 ενέχει και ορίζει τις απολύτως ανελαστικές «χρεώσεις» της, ως ζώσα, θα μπορούσαμε να πούμε, εκδοχή της διάρκειας του πνεύματός της: Πρώτον, να αποκαταστήσουμε την κακο/ποιημένη απ’ τη μετα/νεοτερική αποικιοποίησή μας, όπως αυτή επιτελέστηκε με τα «Τρία Μνημόνια», εθνική αξιοπρέπειά μας, που σημαίνει, να ανακτήσουμε την χαμένη εθνική αυτεξουσιότητά μας. και Δεύτερον, να διαφυλάξουμε την ευθέως απειλούμενη, απ’ τον Νεο/οθωμανικό επεκτατισμό της γείτονός μας Τουρκίας, εθνική ακεραιότητά μας. Καθώς το Δόγμα της «Γαλάζιας πατρίδας» είναι η πιο κυνική και προκλητική έκφραση της αναθεωρητικής στρατηγικής της εις βάρος της εθνικής κυριαρχίας μας. Όπως τόσο εκκωφαντικά μάς έκρουσε τον κώδωνα του εθνικού κινδύνου το επεισόδιο των Ιμίων. Σε συνάρτηση, πάντοτε, με έναν, κατεπειγόντως ζητούμενο, αφυπνιστικό εθνικό συναγερμό, που θα μας επιτρέψει, ενδυναμώνοντας την εθνική αυτο/συνείδησή μας, όπως μας χρεώνει ο εσώτερος πατριωτικός πυρήνας της αξιακής παρακαταθήκης του ’21, να ανακόψουμε τον παρακμιακό μας κατήφορο, αντιμετωπίζοντας αποφασιστικά και αποτελεσματικά όλες τις διαστάσεις του διαρκώς επιδεινούμενου «Υπαρξιακού προβλήματός» μας, σε τούτη την πολύ δύσκολη καμπή του 21ου αιώνα. Κι επειδή το κενό, που μας… καταπίνει, είναι στρατηγικό κενό, βαθιά πολιτιστικό, καθώς, για πρώτη ίσως φορά, ο Ελληνισμός μοιάζει να μη ξέρει, γιατί υπάρχει και πού πηγαίνει (όπως, μάλιστα, ο νεο/ιστορικός αναθεωρητισμός κι ο πολιτικός νεο/ραγιαδισμός υποσκάπτουν την εθνο/πολιτιστική μας ταυτότητα!), προέχει και προτάσσεται η πατριωτική ανάταξη της «εθνικής ψυχής» μας: Με την αναβάπτισή της στα νάματα της αξιακής παρακαταθήκης του ’21 και των μεγάλων νομοθετών της Νεο/ελληνικής ταυτοτικής μας ύπαρξης, απ’ τον Ρήγα και τον Σολωμό, ως τον Μακρυγιάννη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο. Που εντέλει, σημαίνει, πως προέχει και προτάσσεται η αναμέτρηση με τα ίδια τα «αρνητικά… γονίδια» του «συλλογικού εαυτού» μας. Αυτά, δηλαδή, που βρίσκονται πίσω απ’ τη λογική της «Πράξης Υποταγής» του 1825 («Το ελληνικό έθνος… θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της εαυτού ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και πολιτικής υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας»), και της ομόλογής της μετα/νεοτερικής πράξης υποτέλειας των «τριών Μνημονίων», με την αυτο/ταπεινωτική (καθώς, κατ’ απαίτηση των …ευγενών δανειστών μας, έχουμε την ιδιοκτησία τους!) χανάκα [4], που πέρασε, μέσα απ’ αυτά, μ’ αυτά, στον εθνικό μας λαιμό. Κι όπου, ο «κακός εαυτός» μας, πίσω απ’ τα «αρνητικά… γονίδια» του οποίου κρύβονται, πέραν των δυστροπιών της «φύσης» μας, δυσερμήνευτης σκοτεινότητας ιστορικο/κοινωνικά αίτια, είναι, με τους «Εφιάλτες» μας και τους «Αλκιβιάδηδές» μας, ο χειρότερος εχθρός μας.

διαφυλάξουμε την ευθέως απειλούμενη, απ’ τον Νεο/οθωμανικό επεκτατισμό της γείτονός μας Τουρκίας, εθνική ακεραιότητά μας. Καθώς το Δόγμα της «Γαλάζιας πατρίδας» είναι η πιο κυνική και προκλητική έκφραση της αναθεωρητικής στρατηγικής της εις βάρος της εθνικής κυριαρχίας μας

ΣΤ. Μία «ακέφαλη» Επανάσταση

Παρ’ ότι η Εθνική Επανάστασή μας είχε την «Αόρατη Αρχή» της (Φιλική Εταιρεία) στο μυστικό προπαρασκευαστικό της στάδιο, χάνοντας, όπως τους… έχασε, τους δύο οιονεί φυσικούς ηγέτες της, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο ξεκίνημά της και τον Ιωάννη Καποδίστρια στην ύστερη φάση της, κατέστη, εν τοις πράγμασι, ακέφαλη Επανάσταση. Κι αυτό, όχι μόνο στη διάρκεια του Αγώνα, απ’ την Αγία Λαύρα (1821) ως την Πέτρα Βοιωτίας (1829), απ’ την οποία τόσο έλειψε η διευθύνουσα εκτελεστική «Αρχή», με αδιαμφισβήτητο ηγέτη στο «τιμόνι», αλλά και στη σημαντικότατη περίοδο που οι αποκαλούμενες «Προστάτιδες Δυνάμεις» έκριναν την έκβασή της και το μέλλον της. Με ό,τι, αυτονοήτως, εσήμαινε η απουσία ενός Καποδίστρια, με την τεράστια πείρα, το διεθνές κύρος και την πολύ βαθιά συνείδηση, ως ηγέτης του, του ιστορικού βάθους και της στρατηγικής αυτονομίας του Ελληνισμού, απ’ τα κρίσιμα «διαβούλια», τη σκηνή και τα παρασκήνια, μιας τέτοιας περιόδου. Κι είναι, προφανώς, εξαιρετικά ενδιαφέρον και πολύ δύσκολο θέμα, που δεν χωράει εδώ η προσέγγιση των πολλών «πώς» και «γιατί» του, ο ατελέσφορος, όπως… επισυνέβη, συνδυασμός της εθνο/συνελευσιακής λογικής με όλο το κοινοτικο/δημοκρατικό βάθος της, αυθεντικά εκφραστικής της συλλογικής βούλησης των Ελλήνων, με τις άμεσες και κατεπείγουσες διαχειριστικές ανάγκες της εκτελεστικής «κεφαλής» κατά την εξέλιξη του Αγώνα. Με το «ατελέσφορο» αυτό να είναι και το μέγα, εκ των ένδον, αίτιο της συνολικής έκβασής του, που ήταν η «ανάπηρη» κατά Λουκά Αξελό, «Εθνική ανεξαρτησία» μας. Κι όπου, ως πτυχή του ίδιου «θέματος», όσο και αν συσκοτίστηκε και συσκοτίζεται με τα περί «αυταρχισμού» του, είναι πολύ βαθύτερη, από ό,τι λέγεται, η αιτιότητα της δολοφονίας του Καποδίστρια. Καθώς ο πρώτος κυβερνήτης μας ήθελε να στεριώσει τη νεότευκτη Πολιτεία μας σε κοινοτικο/δημοκρατικά θεμέλια, ως εχέγγυα προέκταση της πίστης του στη στρατηγική αυτονομία του Ελληνισμού και στη συνακόλουθή της εθνική ανεξαρτησία μας.

Στον αντίποδα, πάντοτε, με τα μοιραία αποτελέσματα της βυσσοδομούσας εναντίον της Ανεξαρτησίας μας πονηράς Αλβιώνος και της (συμπλέουσας) εγχώριας αφροσύνης και παραφροσύνης, με όλες της τις ανείπωτες ακρότητες σαν αυτή του Μιαούλη (πυρπόληση του ελληνικού στόλου – 1831). Με την παράξενη, μάλιστα, «συνάντηση», μεταξύ άλλων, των έκνομων του «(νεο)κοτσαμπασιδισμού» (αιχμή οι Μαυρομιχαλαίοι!) και των εμμονικών της «διαφωτιστικής διανόησής» μας (λίβελοι Κοραή!) στον ίδιο δρόμο της αυτοκαταστροφικής «εθνικής τύφλωσης»!

– Ολοκληρώνοντας την περιδιαβαστική θεώρησή μου, θα τονίσω πως, ορίζοντας η Επανάσταση του ’21 το αξιακό διατακτικό της «συλλογικής ψυχής» μας, χαράσσει, διαπαντός, τις αναπαλλοτρίωτες ανεξαρτησιακές συντεταγμένες του Ελληνισμού: ως ταυτοτικές ορίζουσες κι ως υπαρξιακή αναγκαιότητά μας. Κι αλίμονό μας αν αυτό δεν είναι ο εσωτερικός πυρήνας της εθνικής υπόστασής μας και η θεμελιωτική βάση της εθνικής ιδεολογίας μας!

ΥΓ: Με τη δημοσίευση, υπό την εποπτεία του Γιώργου Κοντογιώργη, της «Ιστορίας της Νεότερης Ελλάδας» απ’ τις εκδόσεις «Αρμός», γραμμένη δια χειρός Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού, με αφανή όμως συντάκτη τον Ιωάννη Καποδίστρια, πρωτοδημοσιευμένη στη γαλλική γλώσσα το 1828, καθώς φωτίζεται το βάθος της «αντίληψης» του πρώτου Κυβερνήτη μας για τη στρατηγική αυτονομία του Ελληνισμού, όπου κι η στέρεη αντίθεσή του στον «Γραικο/γαλλισμό» (Κοραής), στον «Αγγλο/γραικισμό» (Μαυροκορδάτος) και στον «Ρωσο/γραικισμό» (για τον οποίο, άδικα ή πονηρά, κατηγορούνταν κι αυτός), όπως φωτίζεται, συνακόλουθα, και ο βαθύτερος χαρακτήρας «του ’21» ως εθνικής επανάστασής μας, αναδεικνύεται και το μέγα κενό αυτονομίας που κατέλιπε στην εθνική μας ζωή η δολοφονία του (χωρίς, προφανώς, να είναι το μόνο αίτιό του)! Ένα στρατηγικό κενό, που, φτάνοντας ως τις μέρες μας, απειλεί, όπως έχω ήδη αναφέρει, να μας… καταπιεί!

[1] Κατά Σ. Καργάκο: «Οι ΄Ελληνες επαναστάτες του ’21 δεν είναι ούτε τέκνα του Μαρά ούτε πρόδρομοι του Λένιν και του Τρότσκυ. Έκαναν τη δική τους επανάσταση».
[2] Γ. Κασιμάτης: «Δεν παραιτείσαι απ’ την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας ούτε και με σφαίρες».
[3] Ζ. Λορεντζάτος: «Ω ρίζα του παντός απροσπέλαστη ενδογένεια…»
[4] Κ. Βάρναλης: «Λευτεριά της χανάκας και του ξύλου…»

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!