του Βαγγέλη Καινούργιου
Κοιτάζοντας προς τα πίσω στον χρόνο, στις συμμετοχές της Ελλάδας στον διαγωνισμό της Eurovision, μπορεί να βρει κανείς στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα ένα τραγούδι που γράφτηκε για δύο νέα παιδιά, δεύτερης γενιάς Έλληνες μετανάστες στη Σουηδία. Ο στίχος του ήταν ανάμεικτος, ελληνικός και αγγλικός, και ο ήχος του ποπ, παρά τη συνοδεία του μπουζουκιού, ενώ στο επίσημο videoclip η νεολαία της εποχής διασκέδαζε σ’ ένα μοντέρνο μπαράκι. Εκείνο το τραγούδι πήγε καλά διαγωνιστικά κι άρεσε πολύ εκφράζοντας την αισιόδοξη τότε Ελλάδα, που κοιτούσε προς την Ευρώπη στα χρόνια της διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων και της ανάπτυξης ενός ψεύτικου –όπως αποδείχτηκε αργότερα– οικονομικού θαύματος.
Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, ακούσαμε για τη φετινή συμμετοχή της Ελλάδας στον ίδιο διαγωνισμό ένα τραγούδι που γράφτηκε από μια πλειάδα δημιουργών από διάφορες χώρες για μια Ελληνίδα με αφρικανικές ρίζες. Ο στίχος του είναι λίγο περισσότερο ελληνικός αυτή τη φορά, αλλά ο ανατολίτικης έμπνευσης ήχος του και κυρίως το επίσημο videoclip με τις ψηφιακές περικεφαλαίες, τα αυτοκίνητα που καίνε λάστιχα κάνοντας επικίνδυνες σβούρες επιτόπου, και την αισθητική Bollywood, παρουσιάζει τη σύγχρονη Ελλάδα μέσα από την οπτική μιας απίθανα μπερδεμένης Ανατολής.
Αφού ξεκαθαρίσω ότι καμία από τις παραπάνω «μεγάλες εικόνες» της Ελλάδας δεν με εκφράζει, και προσθέσω πως κατανοώ ότι έγιναν συνταρακτικά γεγονότα που άλλαξαν ριζικά τη χώρα στα χρόνια που μεσολάβησαν, θεωρώ φυσικό να αποτυπώνονται όλα αυτά και στο τραγούδι, ως συμβολικό σύστημα που μιλά πάντα τη γλώσσα της εποχής του. Ήταν όμως ανάγκη να στείλουμε σ’ έναν μεγάλο διεθνή διαγωνισμό ένα τραγούδι που να δείχνει πόσο cool τα περνάμε στα χρόνια της μεταμνημονιακής παρακμής μας; Αυτή είναι η εικόνα της Ελλάδας που θέλουμε να προβάλλουμε στον κόσμο;