Του Βλάση Αγτζίδη *
Μια από τις πλέον άγνωστες σελίδες της Ιστορίας στην Ελλάδα αποτελεί η εξόντωση από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων [Αρμένιοι, Έλληνες της Ανατολής (Πόντος, Ιωνία, Βιθυνία, Ανατ. Θράκη κ.ά.), Ασσυροχαλδαίοι-Αραμαίοι] την περίοδο 1908-1923. Η σελίδα αυτή έμεινε άγνωστη εξαιτίας της παράδοξης ταύτισης των ερμηνειών που είχαν οι κυρίαρχες ελλαδικές αστικές ελίτ μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή με αυτές των πολιτικών τους αντιπάλων. Η παθογένεια αυτή έχει πολλές αιτίες: Κατ’ αρχάς υπάρχει αδυναμία ανάλυσης των κοινωνικών και ταξικών σχέσεων που ενυπήρχαν στην οθωμανική κοινωνία στην τελευταία της φάση. Παράλληλα έχει επικρατήσει μια πλαστή αντίληψη για τη φύση συγκεκριμένων ιστορικών οντοτήτων (Νεότουρκοι, Μουσταφά Κεμάλ). Έτσι, έλαβαν θετικά χαρακτηριστικά στην ελλαδική θεώρηση φαινόμενα και κινήματα που εντάσσονται στην κατηγορία των πρωτοναζιστικών, ολοκληρωτικών κινημάτων του Μεσοπολέμου.
Ο Μουσταφά Κεμάλ πασά και οι πρακτικές του υπήρξαν το σύμβολο και η αναφορά για τον Αδόλφο Χίτλερ όταν οργάνωνε την εξαφάνιση των ανεπιθύμητων μειονοτήτων. Η πρόσφατη μελέτη του Stefan Ihrig με τίτλο «Atatürk in the Nazi Imagination Hardcover» (2014) αποκαλύπτει πλήρως τη φύση του κεμαλισμού.
Η θετική εικόνα που είχε ο Χίτλερ για τον Μουσταφά Κεμάλ είναι γνωστή από παλιά και κυρίως μέσα από το έργο του κεμαλικού δημοσιογράφου και συγγραφέα Falih Rıfkı Atay όπου στο βιβλίο του «Cankaya» (1961) γράφε ότι με τουρκική αντιπροσωπεία επισκέφτηκαν τον Χίτλερ για το 50κοστά του γενέθλια. Ο Χίτλερ απευθυνόμενος προς αυτούς ανάφερε τον Μουσταφά Κεμάλ ως δάσκαλό τους : «…ο Mουσολίνι ήταν ο πρώτος του μαθητής κι εγώ (σ.σ. δηλ. ο Χίτλερ) είμαι ο δεύτερος μαθητής του».
Η Αριστερά της Ελλάδας ουδέποτε κατανόησε τη βαθύτατη αντιδραστική φυσιογνωμία του φαινομένου αυτού. Η ερμηνεία βρίσκεται στα στερεότυπα, στην καλλιεργημένη προσωπολατρεία και στην αδυναμία μαρξιστικής επεξεργασίας των συγκεκριμένων ιστορικών φαινομένων. Η σοβιετική βοήθεια προς το εθνικιστικό κεμαλικό κίνημα, η παραγνώριση του κοινωνικού ζητήματος της Ανατολής (που εύστοχα είχε αναλύσει νωρίτερα η Ρόζα Λούξεμπουργκ) και η εν γένει φιλοτουρκική στάση του Βλ. Λένιν καθόρισαν της ελλαδική αριστερή ματιά. Και ας ήταν ο Νίκος Ψυρρούκης, ένας Έλληνας αριστερός ιστορικός, ο πρώτος που διέγνωσε ότι το φαινόμενο του κεμαλισμού εντάσσεται στα ολοκληρωτικά φασιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου ήταν. Ο Ψυρρούκης έγραψε: «Η προσεκτικότερη μελέτη του κεμαλισμού μας πείθει ότι πρόκειται για βαθιά αντιλαϊκή και αντιδημοκρατική θεωρία. Ο φιλοναζισμός και άλλες αντιδραστικές δοξασίες είναι νομοτελειακή εξέλιξη του κεμαλισμού… Ακόμα και οι κεμαλικές μεταρρυθμίσεις γίνονται με διοικητικές αποφάσεις από πάνω. Περιφρονούν τις πολιτιστικές παραδόσεις του τουρκικού λαού, εκφράζουν το σύμπλεγμα κατωτερότητας των Τούρκων αστών.”
Ο τουρκικός εθνικισμός
Οι χριστιανικές κοινότητες των Αρμενίων, των Ελλήνων της Ανατολής και των Ασσυροχαλδαίων-Αραμαίων, βίωσαν με τον πλέον δραματικό τρόπο την πολιτική ενός ακραίου εθνικιστικού και μιλιταριστικού κινήματος.
Το γνωστότερο επεισόδιο αυτής της ιστορικής διαδικασίας είναι η γενοκτονία των Αρμενίων. Μέσα στα όρια της αυταρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αρμένιοι ανέπτυξαν την εθνική τους ταυτότητα, συνδέθηκαν με τα προοδευτικά κινήματα του καιρού τους και διατύπωσαν πολιτικούς στόχους. Παράλληλα όμως, επηρεάστηκαν και συνδέθηκαν με διεθνή κέντρα που επιζητούσαν την καταστροφή της Αυτοκρατορίας. Ο σκληρός ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων (Βρετανία, Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία) τα χρόνια 1894-1896, η κυριαρχία του τυραννικού σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ -τον οποίο ο Γλάδστον αποκάλεσε «Ο Μέγας Δολοφόνος» και η διατύπωση των πολιτικών αιτημάτων των Αρμενίων, οδήγησαν στην πρώτη μεγάλη σφαγή του αρμενικού λαού. Ο Αβδούλ Χαμίτ πίστευε ότι «ο καλύτερος τρόπος να τελειώνουμε με το Αρμενικό Ζήτημα είναι να τελειώνουμε με τους Αρμένιους».
Καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξη του εθνικού ζητήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε η γερμανική ανάμειξη. Οι Γερμανοί ανακηρύχθηκαν υπέρτατοι προστάτες του μουσουλμανικού κόσμου και του χαλιφάτου, που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε το πιο σημαντικό πεδίο δράσης του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Κινητήρια δύναμη ήταν οι γερμανικές τράπεζες, οι οποίες είχαν κολοσσιαίες επιχειρήσεις στην Ασία. Η γερμανική πολιτική κορυφώθηκε μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όταν οι Γερμανοί προσπάθησαν να φανατίσουν τις τουρκικές μάζες και να τις στρέψουν εναντίον των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στο θολό πολιτικό και ραγδαία μεταβαλλόμενο οθωμανικό περιβάλλον των αρχών του 20ου αιώνα κυριάρχησαν οι αυθεντικοί εθνικιστές: οι Νεότουρκοι. Ο δρόμος για την Τελική Λύση είχε πλέον χαραχθεί. Για τους Νεότουρκους το πρόβλημα ήταν απλό: «Ή η πατρίδα των άλλων θα γίνει δική μας πατρίδα, και μάλιστα σύντομα, ή δεν θα υπάρχει πλέον πατρίδα για μας».
Ο τουρκικός εθνικισμός υπήρξε ο καταλύτης των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Ήταν ο κύριος παράγοντας που εμπόδισε την πραγματοποίηση πραγματικών μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απόδοσης ίσων δικαιωμάτων σ’ όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικής καταγωγής. Με την εμφάνισή του ο όρος «Τούρκος» άρχισε να αποκτά θετική σήμανση, ενώ για πρώτη φορά ο χώρος που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να περιγράφεται ως «Τουρκία». Ο νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίζονται καθορίζουν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας. Το παντουρκιστικό κίνημα στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία αυτής της νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός απ’ αυτό των Τούρκων. Κύριοι υποστηρικτές των τάσεων αυτών θα είναι οι Γερμανοί, οι οποίοι, με μια προνομιακή συμμαχία με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, θα επιδιώξουν αφενός το ξαναμοίρασμα του παλιού κόσμου των αγορών και των αποικιών με και αφετέρου, την οικονομική τους κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή με την εξαφάνιση των μόνων ανταγωνιστών τους, των Ελλήνων και των Αρμενίων.
Η περίπτωση του Ζιγιά Γκιοκάλπ (Ziya Gökalp) αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ενός διανοούμενου, επηρεασμένου από το ρομαντικό και φυλετικό εθνικισμό. Υπήρξε ο πατέρας του ιδεολογικού ρεύματος του παντουρκισμού, ως Νεότουρκος συνέβαλε διοικητικά στην οργάνωση του σχεδίου εθνικής εκκαθάρισης των χριστιανικών λαών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και στο τέλος ανέλαβε την ιδεολογική ανασυγκρότηση της εθνικιστικής Τουρκίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Ziya Gökalp πρότεινε ανοιχτά την υπέρβαση της χαλαρής, πολυεθνικής και θρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη μετατροπή των ομάδων που ζούσαν σ’ αυτήν σ’ ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα (compact body). Ο Τούρκος ιστορικός Taner Aksam στο βιβλίο του A Shameful Act, υποστηρίζει ότι ο Gökalp, επηρεασμένος από τον γερμανικό εθνικισμό, διαμόρφωσε ένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο παρείχε την ιδεολογική βάση για την επίδειξη της συγκεκριμένης βίαιης πολιτικής συμπεριφοράς. Στόχος του Gökalp ήταν η διαμόρφωση «εθνικής οικονομίας», η οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο με την «εθνική ομοιογένεια». Χρησιμοποίησε τη λογοτεχνία για να μετακενώσει τις ιδέες του στο μουσουλμανικό οθωμανικό πληθυσμό και ενσωμάτωσε με ένα ακραία εργαλειακό τρόπο τα σχήματα του Νίτσε. Όπως γράφει σε ποίημά του: «Ο ύψιστος Θεός έπλασε τον Τούρκο ανώτερο..» Παράλληλα τονίζει την υπερηφάνεια την θρησκευτικής ομολογίας, ενσωματώνοντας το Ισλάμ στην εξυπηρέτηση του εθνικιστικού φαντασιακού: «Κι αν δεν έχουμε επιστήμη, έχουμε το Κοράνι..»
Ο ρόλος των Γερμανών του Κάιζερ
Τον Οκτώβριο του 1911 οι Νεότουρκοι -ως κυβέρνηση της χώρας- είχαν αποφασίσει σε συνέδριό τους την εξόντωση των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων και τη βίαιη τουρκοποίηση των -πολυεθνοτικής καταγωγής- μουσουλμανικών πληθυσμών. Η απόφαση όριζε με σαφήνεια τις νέες κατευθύνσεις που αναιρούσαν πλήρως την παλιότερη πολιτική της σχετικής ανοχής.
Με την πράξη τους αυτή έθεσαν τέλος σε μια μακραίωνη περίοδο οθωμανικής παράδοσης, που συγκροτούσε ένα πολυεθνικό μουσουλμανικό κράτος με κύρια έμφαση στη θρησκευτική επιλογή. Εφεξής, για τους Τούρκους εθνικιστές το αίτημα ήταν η κυριαρχία της εθνικιστικής τουρκικής εκδοχής, τόσο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων όσο και κατά των πολυεθνοτικών και πολύγλωσσων μουσουλμανικών μαζών.
Το παραγνωρισμένο αυτό Ολοκαύτωμα των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισε το 1914 κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ολοκληρώθηκε το 1924 με την περάτωση της ανταλλαγής των πληθυσμών, αποτέλεσμα της αναθεωρητικής Συνθήκης της Λωζάννης. Θύματα ήταν οι περισσότερες γηγενείς χριστιανικές ομάδες, πλην των λεγόμενων Φραγκολεβαντίνων και των ελάχιστων τουρκοορθόδοξων της Καππαδοκίας. Οι μονοφυσίτες (Αρμένιοι, Ασσύριοι και λίγοι Κούρδοι), οι ορθόδοξοι (Ελληνες στον Πόντο, την Ιωνία, την Καππαδοκία και την Ανατολική Θράκη, καθώς και Αραβες Σύροι στον οθωμανικό Νότο), οι προτεστάντες (Αρμένιοι και Ελληνες) και οι καθολικοί (Αρμένιοι και Αραβες) ανέρχονταν σε 4 εκατ. περίπου.
Μετά το τέλος της μεγάλης ανθρωποσφαγής, λίγες μόνο δεκάδες χιλιάδες παρέμειναν στα πατρικά τους εδάφη. Με έναν πρωτοφανή τρόπο για τη σύγχρονη εποχή, ο Μουσταφά Κεμάλ πασά -που αργότερα οι Τούρκοι θα τον αναγνωρίσουν ως γεννήτορά τους (Ατατούρκ)- θα γιορτάσει τη νίκη του με τη σφαγή του άμαχου χριστιανικού πληθυσμού της Ιωνίας και την πυρπόληση της Σμύρνης, έχοντας και πάλι ως πρώτο στόχο τους Αρμένιους και στη συνέχεια όλο τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό.
Με το Ολοκαύτωμα των χριστιανικών πληθυσμών ολοκληρώθηκε η διαδικασία διαμόρφωσης του σύγχρονου τουρκικού έθνους-κράτους, το οποίο θα ιδρυθεί τυπικά το 1923.
—————————————-
* Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, https://kars1918.wordpress.com/