Αφορμή γι’ αυτό το σημείωμα αποτέλεσε ο τίτλος του άρθρου του κ. Χ. Κατσούλα «Υπάρχει ελπίδα για την Aριστερά» αλλά και ιδιαίτερα αυτό που αναγνωρίζει: ότι «οι νέοι καιροί απαιτούν και νέα εργαλεία». Επίσης, και η φιλοξενία των σκέψεων του Λ. Αξελού για την εξέγερση στον αραβικό κόσμο. Μου φάνηκε, λοιπόν, ότι στον Δρόμο της Αριστεράς μπορούν να περπατήσουν προβληματισμοί για νέα εργαλεία, λεξιλόγια, άνθρωποι, ευρύτερες δυνάμεις.

Καθετί νέο, είτε ως ιδέα, είτε ως απόφαση συνεργασίας απαιτεί ρήξεις με παλαιότερες ιδέες κι αποφάσεις. Τίποτα δεν είναι ανέξοδο. Άλλωστε ό,τι αξίζει πονάει κι είναι δύσκολο. Και ιδιαίτερα, όπως κλείνει ο Χ. Κατσούλας δεν υπάρχει «εμπιστοσύνη στη δύναμη του αυτονόητου!» Αυτονόητο για μένα είναι η «κριτική-αυτοκριτική» που λέγαμε κάποτε να γίνει κριτική ενός προηγούμενου ιστορικού κύκλου -μεταπολιτευτικού- που η Αριστερά δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει. Είναι δύσκολο και πονάει να βλέπεις σ’ έναν ιστορικό κύκλο τα λίγα που έκανες, που δεν πρόβλεψες, που δεν σχεδίασες, κι είσαι πάντα προ εκπλήξεων. Εκτός κι αν αποτελεί ανάλυση η γενικότητα ότι το μέτωπο της αντίδρασης επιτίθεται και ο λαός, τα κινήματα πρέπει ν’ απαντήσουν. Και, εν τέλει, δεν μένει τίποτα από μεγάλες ιδέες, στο λαό, αλλά η ιδέα της κακοδαιμονίας των λίγων που θέλουν να ενωθούν, αλλά μόλις πλησιάζουν γίνονται περισσότεροι, οργανωτικά μόνο.
Για τη σημερινή Αριστερά έχει χαθεί η έννοια της πολιτικής ως πρόβλεψη-σχέδιο  ότι πολιτική ηγεσία είναι μορφωτικό επίπεδο, ιδέες, σχέδια, προοπτικές. Ένα εξαρτημένο, πελατειακό κράτος θέλει ηγεσίες με ισχυρά αυτόγνωμα συστήματα σκέψης. Όταν λες ότι θέλεις ν’ ανατρέψεις τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης, τον καταμερισμό της εργασίας, πρέπει να βρεις ποιοι είναι, πώς αυτά εξειδικεύονται στη χώρα. Πώς θα πας κόντρα σ’ αυτό το κράτος αν δεν αναγνωρίσεις ότι είναι από τα πιο συγκεντρωτικά του κόσμου, ότι κατέστρεψε καθετί ελληνικό εκτός Αθήνας; Ο παγκόσμιος καταμερισμός της εργασίας ήθελε την Ελλάδα μια απέραντη έρημο μ’ ένα πολιτικό-διοικητικό-οικιστικό κέντρο. Τα συνδικάτα, οι οικοδόμοι συμμετείχαν στην λογική της επένδυσης στο τσιμέντο, την οικοδομή, χωρίς να θέτουν ερωτήματα για την κατανομή επενδύσεων αλλά και ποιότητας περιβάλλοντος.
Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης τα κράτη δεν καταργούνται. Περιθωριοποιούνται όσα απ’ αυτά δεν αναδιοργανώνονται. Μια Αριστερά με αυτογνωσία θα έπρεπε να θέτει αλλαγές θεσμών. Πολλά επίπεδα εξουσίας, τοπικής, Περιφέρειας, εθνικής. Καμία Αριστερά του συγκεντρωτισμού δεν είναι Αριστερά. Είναι μπρεζνιεφισμός, ενώ κοινωνικό είναι αυτό που είναι μέσα, κοντά στην κοινωνία. Εκεί όπου άμεσα λογοδοτεί μια εξουσία και που χωρίς πολλές διαμεσολαβήσεις λειτουργεί το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Και δεν φταίει ο Γιωργάκης με τις καρικατούρες του «Καλλικράτη» (Προκρούστη) που φάνηκε να διεκδικεί αλλαγή. Όταν η Αριστερά δεν αξιοποιεί τα κεφάλαιά της, θα τα σκορπίσουν και θα τα ονομάσουν «αξιοποίηση»… Έτσι κάνει το σύστημα: πουλάει ακριβά την ιδεοπειρατεία.
Μια ματιά στον παγκόσμιο γεωγραφικό και ιστορικό χάρτη πλεονεκτημάτων θα έβλεπε τη χώρα ως το κέντρο, ένα αγροτικό εργαστήριο, ως πρότυπο σχέσεων ανθρώπων-φύσης, μνήμης και καινοτομίας, υψηλών σταθερών στην εργασία, στο περιβάλλον. Όμως, όλοι είναι αντίθετοι με τη γενική επίθεση στις αμοιβές εργασίας, στα δικαιώματα. Πώς, όμως, θα τη σταματήσουν όταν από χρόνια δεν κατάλαβαν το τέλος των φορντιστικών συστημάτων, ότι η γνώση, το μήνυμα, ενός προϊόντος μετέχει σε μεγάλο ποσοστό στην αξία του; Ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι χώρα έντασης εργασίας αλλά προϊόντων ποιότητας, ταυτότητας, με ενσωματωμένη μεγάλη συμβολική αξία; Αυτό δεν ενδιέφερε. Ενδιέφεραν «τα κεκτημένα».
Το διπολισμό τον πλήρωσε ακριβά η Ελλάδα. Δυστυχώς πλήρωσε, πληρώνει και το μεταδιπολισμό, όταν οι πολιτικές της δυνάμεις δεν έβλεπαν τους νέους ανοιχτούς ορίζοντες. Η χώρα στο κέντρο του παγκόσμιου συστήματος μεταφορών ξέφυγε από την οπτική της Αριστεράς. Όχι μόνο για να ενώσουμε της περιφέρειες και να γίνουμε φυσιολογικό κράτος αλλά και για να αναβαθμίσουμε το ρόλο της χώρας γεωοικονομικά, έπρεπε η Αριστερά να θέτει ηγεμονικά το ζήτημα των υποδομών.
Τέλος, για τα ζητήματα διεθνισμού. Καλοί οι Ζαπατίστας, οι Παλαιστίνιοι. Είναι όμως έκφραση παρακμής η απουσία αλληλεγγύης σε απελευθερωτικά κινήματα, όπως το Κουρδικό και τον ηγέτη του Α. Οτζαλάν. Αυτός είναι ο Νέλσον Μαντέλα του Βοσπόρου. Στο πλευρό του είναι ο Ν. Τσόμσκι, Εντ. Γκαλκάνο, ο Ντάριο Φο κ.ά. Οι κυβερνώντες είναι βουτηγμένοι στην ενοχή, μετείχαν στο διεθνή χαφιεδισμό. Αλλά η ελληνική Αριστερά γιατί δεν μιλάει; Εξάλλου, υπερεθνικά δόγματα ασφαλείας, αμερικανικά και ατλαντικά, που θέλουν ξεπούλημα εθνικών δικαιωμάτων, θα ’πρεπε να τα διαχειριζόμαστε με πολιτικές διαμόρφωσης συσχετισμών αποτροπής τους, με συνομιλητές την κοινωνία πολιτών της περιοχής.
Ένα τελευταίο κεφάλαιο. Αυτό της τακτικής. Στην τακτική συγκεντρώνεις την κριτική σου αλλά και εκμεταλλεύεσαι αντιθέσεις, ρωγμές ενός συστήματος, ώστε να κερδίζεις θέσεις. Αλλά η τακτική ποτέ δεν ήταν αυστηρά, σαν θεολογικό αξίωμα, προκαθορισμένη. Η θεοποίηση των κινημάτων, ένας κινηματικός σταχανοφισμός, είναι κινήσεις σε χώρους με πυξίδες χωρίς δείκτες. Γιατί, όπως και να τις γυρίσεις κοινωνία βλέπουν γύρω.
Το ζήτημα είναι να πείσεις την κοινωνία για το δρόμο εξόδου όχι μόνο από την κρίση αλλά το δρόμο της δημοκρατίας, ανάπτυξης από τα κάτω, δικαιοσύνης, απελευθέρωσης.
Κάθε τόσο, όσο η Αριστερά δεν διαθέτει ένα σώμα βασικών ιδεών θα ξεπετάγονται πιο «λογικές», πιο «λόγιες» ομάδες. Που θα βρίσκουν τον «καθώς πρέπει» εαυτό τους εναντίον του παλιού εαυτού τους. Το εργαστήριο της πολιτικής ζωής ξανακάνει το πείραμα με την Δημοκρατική Αριστερά. Είχα προβλέψει ότι θα μάζευε μικροαστικά στρώματα της πόλης που αηδίαζαν με ακτιβιστές, κινηματιστές. Μου θυμίζουν νεόπλουτους ή νεονοικοκυραίους που κάνουν οτιδήποτε για να τους ξεχωρίσουμε από τους φτωχούς συγγενείς τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις όχι μόνο δεν ξέρεις που πας αλλά και από πού έρχεσαι. Ορισμένα άτομα κατανάλωσαν το κύρος τους όταν έγιναν άλλοθι συγκέντρωσης δυνάμεων που θέλουν ν’ ανανεώσουν την κούνια πετώντας το παιδί. Είναι ανανέωση όταν ο κομματικός αρμόδιος αυτοδιοίκησης βγήκε να θυμίσει τη γραμμή του κόμματος απέναντι στον Καμίνη ή να χρησιμοποιούν έμμεσα τον μπαμπούλα της χρεοκοπίας;
Η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει, αφού χρεοκόπησε η πολιτική. Το πρόβλημά μας δεν είναι πρωτίστως οικονομικό. Είναι η αξιοπιστία των πολιτικών στα μάτια των Ελλήνων αλλά και στη διεθνή κοινότητα. Πριν παιχθεί το παιχνίδι χρέους της Ελλάδας, παίχθηκαν τα παιχνίδια της οικονομίας καζίνο και μιας κάστας πολιτικών ανθρώπων, ενός παρασιτικού κλεπτοκρατικού στρώματος που έκανε συνένοχό του ένα ευρύ τεχνοκρατικό προσωπικό. Η εξάπλωση της κομματοκρατίας και η τηλεκρατία (που έγινε τελευταία τηλετρομοκρατία), η διαφθορά, η διαπλοκή απαιτεί επιστροφή του απελευθερωτικού ρόλου της πολιτικής. Ιστορικός υπεύθυνος και δικαιούχος να μπει μπροστά, πέρα από λάθη και πάθη, γνωρίζουμε ποιος είναι.

Γρηγόρης Κλαδούχος,
αρχιτέκτονας –
Ξυλόκαστρο Κορινθίας
(www.ελευθεροςτοπος.gr)

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!