Δεν πρόκειται να απολογηθώ για τους παραπανίσιους κουραμπιέδες που έφαγα κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών. Και δεν πρόκειται να το κάνω, για λόγους που αφορούν πρωτίστως στην τόνωση του ηθικού μας. Με λύπη μου διαπίστωσα και φέτος ότι τα ποσοστά του κόμματος μας –των Κουραμπιεδικών– μειώθηκαν δραματικά σε σχέση με τα ποσοστά του κόμματος των αντιπάλων μας – των Μελομακαροναδικών. Τι συμφορά είναι αυτή; Πού να αποδώσω τούτο το κακό;
Ε, λοιπόν, θα το πω έξω από τα δόντια: σε μεγάλο βαθμό, πιστεύω ότι ευθύνεται η ίδια η κρίση. Οι τσιγκουνιές, τα μελανά χρώματα και η αισθητική έκπτωση της κρίσης αποτυπώνονται ανάγλυφα σε τούτο το γλυκό, που είναι καφέ, βαρετό στην όψη, κι αν δεν ήταν τα πενιχρά τρίματα του καρυδιού πάνωθέ του, θα νόμιζες ότι πρόκειται για μικρό κόπρανο. Ποια σχέση μπορεί να έχει τούτη η ζαχαροπλαστική κατήφεια με τον υπέροχο κουραμπιέ, τον γλυκύτατο, που απαιτεί σπατάλη ζάχαρης, είναι κάτασπρος σαν την άσπιλη λευκάδα των απάτητων βουνοκορφών, κι όταν τον βάζεις στο στόμα σου, νιώθεις τον ουρανίσκο σου να εκρήγνυται από τις αντίρροπες γεύσεις – την τρυφερότητα του βουτύρου, τη σκληράδα του αμύγδαλου και το ιλαρό πνίξιμο της άχνης; Ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε ένα γλυκό ρακένδυτο, ζοφερό και σπαγγοραμένο, που προσπαθεί να σε πείσει μονάχα με τα πασπαλισμένα του ψίχουλα – κι ένα γλυκό ντυμένο ολούθε με πάλλευκους μανδύες, που παραπέμπει μονάχα στην άσπιλη χλιδή του χιονιού και στην εξαρτητική ηδονή του ναρκωτικού;
Δεν θα το συζητήσω άλλο. Το μόνο που θα προσθέσω είναι ότι οι χριστουγεννιάτικες διακοπές, καίτοι χαζοχαρούμενες, μου θύμισαν για ακόμα μία φορά τα ουσιώδη: ότι είναι καλύτερο να ξεκουράζεσαι, παρά να δουλεύεις. Οτι είναι προτιμότερο να απολαμβάνεις τους αργούς χρόνους της ραστώνης και της αυτοδιάθεσης, παρά να βολοδέρνεις μέσα στα τρεχαλητά και τις σκοτούρες της μισθωτής –ή άμισθης– εργασίας. ΄Οτι είναι ανεκτίμητο πράγμα να έχεις χρόνο για να μελετήσεις, να παίξεις με το παιδί σου, να κάνεις έρωτα με τη γυναίκα σου. ΄Οτι δεν είναι καθόλου κακό να ξυπνάς, έχοντας χορτάσει τον ύπνο. Και ότι, επιτέλους, είναι σημανικό –έστω και εξ επόψεως συμβολικής– οι πρώτες μέρες του χρόνου να απηχούν κάτι από την ουτοπική ελαφρότητα και αμεριμνησία των παιδικών σου χρόνων.
Εύχομαι για τον καινούργιο χρόνο περισσότερες χιονισμένες μέρες: να ομορφαίνει η καθημερινότητά μας με το τίποτε, και ολόκληρο το τοπίο να θυμίζει μία τεράστια πιατέλα από κουραμπιέδες. Κι εύχομαι ακόμα, η ελληνική κυβέρνηση, παγιδευμένη μέσα στην ευθυνοφοβία και τα επικοινωνιακά της παιχνίδια, να μην μπορεί να κάνει τίποτε άλλο, από το να δίνει αργίες. Ευχαριστούμε πολύ, κυρίες και κύριοι. Αλλά μην νομίζετε ότι θα ανταποδώσουμε. Μπροστά τις κάλπες, και πάλι θα σας μαυρίσουμε – μαζί με όλους τους υπολοίπους του καραβανιού.