του Κώστα Μελά*
1. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αντιληφθεί ότι η μέχρι σήμερα ασκηθείσα νομισματική πολιτική, παρότι έχει συμβάλει στη συγκράτηση της οικονομικής κρίσης που έχει προκληθεί από την πανδημία Covid-19, εντούτοις δεν έχει καταφέρει να επιτύχει την άνοδο του πληθωρισμού σύμφωνα με τους στόχους που η ίδια έχει θέσει, ενώ και τα επιτόκια εξακολουθούν να κινούνται σε αρνητικό επίπεδο με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Εξάλλου, σε περιόδους κρίσεων, ενώ η νομισματική πολιτική καθίσταται αναγκαία, δεν είναι εντούτοις ικανή από μόνη της να οδηγήσει την οικονομία στην έξοδο από την κρίση.
Αυτό συμβαίνει τόσο για λόγους εγγενείς με τη φύση της νομισματικής πολιτικής, όσο και ιδιομορφίας του ευρωπαϊκού οικονομικού περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, αναφορικά με το πρώτο, σημειώνουμε την περίπτωση της παγίδας ρευστότητας και αναφορικά με το δεύτερο, επειδή το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και νοικοκυριών πραγματοποιείται μέσω του τραπεζικού συστήματος και όχι μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Η ύπαρξη των λόγων αυτών δυσκολεύει αφάνταστα τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής μέσω του βασικού της διαύλου που είναι το τραπεζικό σύστημα.
Όμως υπάρχει παράλληλα ένας ακόμη λόγος που είναι πολύ σημαντικός.
Σε περιόδους κρίσεων, όπως αυτή που υφιστάμεθα, η νομισματική πολιτική παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες, διότι όταν οι ισολογισμοί των, βληθέντων από την κρίση, επιχειρήσεων και νοικοκυριών βρίσκονται «βρεγμένες» και κάτω από το νερό, δεν σκέφτονται να αυξήσουν τον δανεισμό τους σε κανένα επίπεδο επιτοκίου (όσο χαμηλό και αν είναι), όπως ακριβώς και οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Στο οικονομικό μέτωπο, όταν ένα χρέος (φούσκα) εκρήγνυται, ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών ανακαλύπτει ότι οι υποχρεώσεις του εξακολουθούν να υπάρχουν στους ισολογισμούς του, ενώ έχει καταρρεύσει η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του, αφήνοντας τους ισολογισμούς «βυθισμένους στο νερό». Προκειμένου να σκαρφαλώσουν έξω από αυτή την κατάσταση οι επιχειρήσεις προσπαθούν να καλύψουν τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους με τις ταμειακές τους ροές επιδιώκοντας μείωση των χρεών τους, αντί να προβούν σε επεκτατικές πολιτικές. Ενώ αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί ως μια σωστή πράξη ατομικά για κάθε επιχειρηματία ή νοικοκυριό, για τη συνολική οικονομία είναι μια καταστροφή.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι ποιος θα πρέπει να αναλάβει την πληρωμή του κόστους, όταν έρθει η ημέρα που η έκτακτη κατάσταση θα έχει περάσει; Δεδομένου ότι κανείς δεν είναι υπεύθυνος για την κρίση, έχω τη γνώμη ότι κανείς δεν πρέπει να πληρώσει γι’ αυτό
Συνεπώς το μοναδικό πράγμα που μπορεί να πράξει η κάθε κυβέρνηση ώστε να «ισοφαρίσει» τις υφεσιακές δυνάμεις που προέρχονται από τη διαδικασία απομόχλευσης του ιδιωτικού τομέα, είναι να πράξει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που πράττει ο ιδιωτικός τομέας π.χ. να δανείζει και να δαπανά τη μη δανειζόμενη αποταμίευση στον ιδιωτικό τομέα. Η δημοσιονομική πολιτική καθίσταται απολύτως απαραίτητη σε τέτοιους είδους κρίσης.
Εάν η κυβέρνηση λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο τότε μπορεί να μην υποστούν μείωση τα εισοδήματα και το ΑΕΠ να παραμείνει σε σταθερό επίπεδο ή και να μεγεθυνθεί. Εάν το ΑΕΠ διατηρηθεί στα αναμενόμενα επίπεδα, ο ιδιωτικός τομέας θα έχει το εισόδημα να πληρώσει και να μειώσει το χρέος του. Από τη στιγμή που οι τιμές των στοιχείων του ενεργητικού δεν θα πέσουν κάτω από το μηδέν, όσο περισσότερο ο ιδιωτικός τομέας έχει το εισόδημα να πληρώσει τα χρέη του, τα προβλήματα του ισολογισμού του μπορεί να λυθούν. Αυτό επίσης σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να υποστηρίζει τα δημοσιονομικά κίνητρα για το απαραίτητο χρονικό διάστημα ώστε ο ιδιωτικός τομέας να επανορθώσει τους ισολογισμούς του και να είναι έτοιμη να δανείσει περαιτέρω αν χρειαστεί.
Επομένως το βάρος στην παρούσα φάση πέφτει στη δημοσιονομική πολιτική ή σωστότερα στον συνδυασμό δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, διότι οποιαδήποτε δημοσιονομική επέκταση θα πρέπει να συνοδεύεται από την κατάλληλη νομισματική πολιτική προκειμένου να χρηματοδοτηθεί. Τα αποτελέσματα θα είναι διαφορετικά από τα αναμενόμενα αν η νομισματική πολιτική δεν είναι διευκολυντική.
Ως εκ τούτου χρειάζεται η ΕΚΤ να συνεχίσει την επεκτατική νομισματική πολιτική και παράλληλα να συνεχισθεί με μεγαλύτερη ένταση η δημοσιονομική πολιτική προκειμένου η οικονομία να αντέξει στους κλυδωνισμούς και με τον περιορισμό της πανδημίας να βρεθεί σε θέση που να μπορεί να ακολουθήσει σταθερή μεγέθυνση.
2. Η ακολουθούμενη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, ως απάντηση στην κρίση της πανδημίας, προκαλεί ένα κόστος που εμφανίζεται με την άνοδο του δημόσιου χρέους. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι ποιος θα πρέπει να αναλάβει την πληρωμή του κόστους, όταν έρθει η ημέρα που η έκτακτη κατάσταση θα έχει περάσει; Δεδομένου ότι κανείς δεν είναι υπεύθυνος για την κρίση, έχω τη γνώμη ότι κανείς δεν πρέπει να πληρώσει γι’ αυτό. Νέα μέτρα λιτότητας, με το πρόσχημα της προσαρμογής της οικονομίας πραγματικά δεν χρειάζονται. Το δημόσιο χρέος (ως % του ΑΕΠ) είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο χαμηλό από αυτό που εμφανίζεται, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του παρακρατείται από τις κεντρικές τράπεζες. Όταν σταθεροποιηθεί η οικονομία, δεν υπάρχει απολύτως καμιά ανάγκη ή υποχρέωση εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών να μειώσουν τους ισολογισμούς τους, «ξεφορτώνοντας» με διάφορους τρόπους τα χρεόγραφα που έχουν αποκτήσει. Αντιθέτως μπορούν να τα διατηρήσουν επ’ αόριστο χρόνο μετατρέποντάς π.χ. σε διηνεκή χρεόγραφα ή σε ειδικά χρεόγραφα μεγάλης ωρίμανσης (πάνω από 200 χρόνια), έτσι ώστε τα κράτη να καταβάλλουν μόνο τους αναλογούντες τόκους και όχι τα χρεολύσια. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά επέρχεται «απομείωση» του δημοσίου χρέους χωρίς κανείς να καταβάλλει κόστος που δεν του ανήκει και η οικονομία να διευκολυνθεί. Παράλληλα κανείς δεν κινδυνεύει με αυτή τη διαδικασία. Όσοι εκφράζουν «φόβους» για την κατάσταση της ΕΚΤ, αν προχωρήσει αυτή η διαδικασία, λυπάμαι, αλλά δεν έχουν καταλάβει απολύτως τίποτε για τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών. Κυρίως οι «φόβοι» αυτοί έχουν ιδεολογικό και κυριαρχικό περιεχόμενο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι βασικοί εκφραστές είναι οι Γερμανοί και οι στενοί σύμμαχοί τους.
* Ο Κώστας Μελάς είναι πανεπιστημιακός και οικονομολόγος