Του Ηλία Χαρίτου*
«Πατρίδα μου φίλε είναι η Θεσσαλονίκη. Αυτή θα σου γνωρίσω πρώτα: είναι εκείνη που μου έμαθε πολλά από όσα αγνοούσα….»
«Μόλις μας ανακοινώθηκε η θλιβερή αγγελία όλη η πόλη γέμισε με σύγχυση, φόβο και ταραχή…»
Στην εποχή των πολλαπλών εκβιαστικών διλημμάτων που διατυπώνονται τα τελευταία τρία χρόνια σ’ αυτό τον τόπο, η πόλη της Θεσσαλονίκης βρέθηκε πρόσφατα μπροστά στον εκβιασμό «μετρό ή αρχαία». Ήταν η άποψη που διατυπώθηκε με τον πλέον απόλυτο τρόπο από επίσημα χείλη κυβερνητικών αξιωματούχων, διαχειριστών, τεχνοκρατών και κατασκευαστών του μετρό Θεσσαλονίκης, για την τύχη των βυζαντινών ευρημάτων στο σταθμό της Βενιζέλου.
Πρόκειται για το εντυπωσιακό εύρημα της βυζαντινής «μέσης οδού», που βρέθηκε σε βάθος έξι περίπου μέτρων από το κράσπεδο της οδού Βενιζέλου, στο κέντρο της πόλης. Τα λόγια της προϊσταμένης της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Δέσποινας Μακροπούλου περιγράφουν τη σημασία του: «Είναι το ίδιο ακριβώς σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το πολυσύχναστο εμπορικό σταυροδρόμι των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου, αποδεικνύοντας την αδιάλειπτη χρήση της περιοχής με πανομοιότυπο πολεοδομικό σχεδιασμό… Το πρώτο και μοναδικό αστικό τοπίο από την αρχαιότητα που έχει διασωθεί στον τόπο του».
Είναι το ίδιο βυζαντινό σταυροδρόμι που βάδισε το δέκατο αιώνα, ο εξέχων κληρικός Ιωάννης Καμινιάτης. Στην εισαγωγή του άρθρου περιλαμβάνονται αποσπάσματα από το Χρονικό του, που περιγράφει την άλωση της πόλης από τους Άραβες, που την κατέλαβαν το 904, με αρχηγό τους τον Λέοντα Τριπολίτη και οδήγησαν τον Ιωάννη και την οικογένειά του στην αιχμαλωσία.
Η πρόταση των κατασκευαστών του έργου περιελάμβανε την απομάκρυνση των αρχαιοτήτων από το σταθμό και τη μεταφορά τους στους χώρους του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά, στη δυτική Θεσσαλονίκη, με στόχο την έκθεσή τους μακριά από το σημείο που βρέθηκαν. Η πρόθεση οχυρώθηκε πίσω από την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, που θεωρεί τα ευρήματα ένα «ενιαίο σύνολο», το οποίο δεν μπορεί να παραμείνει στο σταθμό της Βενιζέλου, επιβάλλοντας έμμεσα ως μονόδρομο την απομάκρυνση των βυζαντινών αρχαιοτήτων, ως τη μοναδική εφικτή τεχνική λύση.
Με δεδομένη μάλιστα την ύπαρξη παλαιότερων αρχαιοτήτων κάτω από το βυζαντινό εύρημα της «μέσης οδού», η πόλη θα αντιμετώπιζε μετά την απομάκρυνση των βυζαντινών ευρημάτων, το δίλημμα «μετρό ή αρχαία», τουλάχιστον άλλες δύο φορές στο μέλλον, όταν θα έπρεπε να κριθεί η τύχη των αρχαιοτήτων που αναμένεται να βρεθούν στο συνολικού πάχους τριών περίπου μέτρων στρώμα της ανασκαφής.
Ας σημειωθεί ότι η πληροφορία για το εύρος των αρχαιοτήτων ήταν γνωστή στους διαχειριστές και στους κατασκευαστές του έργου από πολύ νωρίς, όταν κατασκευάστηκαν τα διατρήματα για την κατασκευή των φρεατοπασσάλων μεγάλης διαμέτρου, για τη στήριξη του καταστρώματος της Εγνατίας οδού. Δηλαδή τα αρχαιολογικά ευρήματα της ανασκαφής, όσον αφορά τη θέση τους, ήταν αναμενόμενα. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η εξαιρετική κατάσταση διατήρησής τους.
Στον μεθοδευμένο εκβιασμό «μετρό ή αρχαία» η πόλη απάντησε «ΚΑΙ ΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΑ». Είναι η ξεκάθαρη και αισιόδοξη απάντηση των πολιτών της Θεσσαλονίκης, που είχε την ατυχία να διοικείται τις τελευταίες δεκαετίες από τις απίθανες και ανάξιες ηγεσίες, που άσκησαν τις γνωστές πολιτικές, μετατρέποντάς τη σε συμπρωτεύουσα της νεοελληνικής μιζέριας, σε μία σύγχρονη φραπεδούπολη, ισοπεδώνοντας κάθε έννοια αισθητικής, προωθώντας απαξιωτικά κλισέ του τύπου «ερωτική πόλη», προβάλλοντας δήθεν μεγαλεπήβολα οράματα για τη συγκρότηση της βαλκανικής μητρόπολης, καταλήγοντας συνειδητά σε επαρχιώτικες επιλογές πολιτιστικής υποχώρησης, που συνοψίζονται στην επιβολή μιας πολιτισμικής μνήμης θανάτου για μία ουσιαστικά αμνήμονα πόλη.
Ωστόσο, με αφορμή την αποκάλυψη της βυζαντινής «μέσης οδού», οι πολίτες της Θεσσαλονίκης κινητοποιήθηκαν και απαίτησαν τη λειτουργία του σταθμού του μετρό στην οδό Βενιζέλου και την αξιοποίηση των ευρημάτων στο χώρο που βρέθηκαν. Το αρχικά «τεχνικά ανέφικτο αίτημα», σύμφωνα με τους υπεύθυνους του έργου, που διατυπώθηκε από την πρώτη στιγμή από αρχαιολόγους και μηχανικούς, στις μαζικές εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν και στα πλαίσια του διαλόγου που φιλοξενήθηκε στα ΜΜΕ, αποδείχτηκε ότι είναι απολύτως εφικτό και διατυπώνεται πλέον, εκτός από μεμονωμένους ειδικούς τεχνικούς, και από τις ομάδες εργασίας που συγκρότησαν το ΑΠΘ και το τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας του ΤΕΕ.
Η κατ’ αρχήν αποδοχή των συγκλινουσών προτάσεων του ΤΕΕ/ΤΚΜ και του ΑΠΘ από τον γ.γ. Δημοσίων Έργων, αποτελεί την ουσιαστική πολιτική απόρριψη του τελεσίγραφου «μετρό ή αρχαία», από αυτούς που το διατύπωσαν.
Ταυτόχρονα, το έγγραφο αίτημα της κατασκευάστριας κοινοπραξίας (που αποκάλυψε η εφημερίδα Μακεδονία στις 4/4) για συμπληρωματική αποζημίωση υπερσυμβατικών εργασιών ύψους 300 εκατ. ευρώ, απειλώντας ότι θα διακόψει τις εργασίες εάν δεν εξασφαλιστούν άμεσα από την Πολιτεία οι επιπλέον πιστώσεις, αποκαλύπτει τη στόχευση των υπευθύνων, να σκεπαστούν τα ζητήματα των οικονομικών αδιεξόδων και των χρονικών καθυστερήσεων, προσχηματικά μέσω του εκβιαστικού διλήμματος «μετρό ή αρχαία», προβάλλοντας τις αρχαιότητες ως την αιτία των προβλημάτων του έργου.
Η λύση για την παραμονή των αρχαιοτήτων στο χώρο του σταθμού της Βενιζέλου είναι πλέον ζήτημα πολιτικής απόφασης. Απομένει η απόφαση του αρμόδιου υπουργού, για να δοθεί εντολή στην κατασκευάστρια κοινοπραξία να εκπονήσει τις απαραίτητες μελέτες για την παραμονή των ευρημάτων στο χώρο που βρέθηκαν. Θα είναι η υλοποίηση της απαίτησης των πολιτών της Θεσσαλονίκης για την απόρριψη των εκβιαστικών διλημμάτων και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης σε έναν σταθμό–πρότυπο, που μπορεί να αποτελέσει ένα μοναδικό χώρο έκθεσης για την αρχαιολογική στρωματογραφία της Θεσσαλονίκης.
* Ο Ηλίας Χαρίτος
είναι Πολιτικός Μηχανικός