Η διαπίστωσή τους είναι ότι η ανισότητα επηρεάζει καθοριστικά όλους τους παραπάνω τομείς που συνθέτουν τον χάρτη της ποιότητας ζωής, σύμφωνα με τους δείκτες της UNICEF, της Παγκόσμιας Τράπεζας και άλλων διεθνών οργανισμών.
Πρώτη στις ανισότητες η Ελλάδα!
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα βρίσκεται μέσα στις πρώτες χώρες με τις μεγαλύτερες ανισότητες, μαζί με τις ΗΠΑ, τη Σιγκαπούρη, τη Μ. Βρετανία και την Πορτογαλία!
Σε ορισμένες χώρες, όπως η Ιαπωνία και μερικές σκανδιναβικές, στην κορυφή του πίνακα, το πλουσιότερο 20% είναι λιγότερο από τέσσερις φορές πλουσιότερο από το φτωχότερο 20%. Στον πάτο του πίνακα είναι χώρες που οι διαφορές είναι τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερες, συμπεριλαμβανομένων δύο στις οποίες το πλουσιότερο 20% έχει περίπου εννιά φορές περισσότερα από το φτωχότερο 20%. Τυπικά, το φτωχότερο μισό του πληθυσμού λαμβάνει περίπου το 20-25% όλων των εισοδημάτων και το πλουσιότερο μισό το εναπομείναν 70-80%.
Η ανισότητα στην κατανομή του πλούτου στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερη από την ανισότητα στην Ελβετία, τον Καναδά. τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία. Η Ελλάδα είναι πιο κοντά στις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την Αγγλία.
Από την Ελλάδα, πάνω-κάτω 6 δισεκατομμύρια ευρώ συνεχίζουν να μεταφέρονται μέσω τραπεζών στο εξωτερικό κάθε μήνα. Οι δημοσιευμένες στον ευρωπαϊκό τύπο πληροφορίες αποκαλύπτουν ότι εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ είναι τοποθετημένα από πλούσιους Έλληνες σε τράπεζες της Ελβετίας και άλλων χωρών. Ένας μεγάλος πλούτος, «αγνώστου» αιτιολογίας, τόσο μεγάλος που κατατάσσει την πιο φτωχή από τις αναπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού Ελλάδα, στις χώρες με τις μεγαλύτερες ανισότητες, δίπλα στις ΗΠΑ!
Αναμφίβολα, ο διορισμός του Λουκά Παπαδήμου, στελέχους της Τραπεζικής Διεθνούς, επιβεβαιώνει πλήρως την κυρίαρχη τάση του καπιταλισμού. Πάση θυσία πρέπει να διαφυλαχτεί η κερδοφορία των μεγάλων χρηματοπιστωτικών εταιριών, ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις στην κοινωνία, και να διασωθεί ο πλούτος που έχει συσσωρεύσει νόμιμα και παράνομα η ντόπια ολιγαρχία, που αποτελεί μεσάζοντα και υπηρέτη της διεθνούς ολιγαρχίας.
Στ. Ελλ.
Υλική επιτυχία, κοινωνική αποτυχία*
Αποτελεί ένα αξιοσημείωτο παράδοξο ότι, στον κολοφώνα των ανθρωπίνων υλικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων, βρίσκουμε τους εαυτούς μας να είναι κυριευμένοι από άγχος, επιρρεπείς στην κατάθλιψη, ανήσυχοι για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι, αβέβαιοι για τις φιλίες μας, προορισμένοι να καταναλώνουμε, και με λίγη ή καθόλου κοινοτική ζωή. Έχοντας έλλειψη από χαλαρή κοινωνική επαφή και συναισθηματική ικανοποίηση που όλοι χρειαζόμαστε, αναζητούμε την ευχαρίστηση στην υπερβολική κατανάλωση φαγητού, σε έμμονα ψώνια και ξόδεμα, ή γινόμαστε έρμαια σε πολύ αλκοόλ, ψυχοδραστικά φάρμακα και παράνομα ναρκωτικά.
Συχνά, αυτό που νιώθουμε ότι μας λείπει είναι λίγο παραπάνω χρόνος για να περάσουμε καλά με φίλους, που κι αυτό φαίνεται να είναι ακατόρθωτο, πέρα από μας.
Πώς γίνεται να έχουμε δημιουργήσει τόσα διανοητικά και ψυχολογικά προβλήματα παρ’ όλο που έχουμε επίπεδα πλούτου και ανέσεων χωρίς προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία;
Μιλάμε σαν να είναι η ζωή μας μια διαρκής μάχη για ψυχολογική επιβίωση, αγωνιζόμενοι εναντίον του στρες και της συναισθηματικής εξουθένωσης, αλλά η αλήθεια είναι ότι η πολυτέλεια και η σπατάλη της ζωής μας είναι τόσο μεγάλες που απειλούν τον πλανήτη.
Σε μία έρευνα στην Αμερική, μία μεγάλη πλειοψηφία πολιτών ήθελαν η κοινωνία «να απομακρυνθεί από την απληστία και την υπερβολή, προς ένα τρόπο ζωής με κέντρο τις αξίες, την κοινότητα και την οικογένεια». Αλλά αισθάνονταν επίσης ότι αυτές τις προτεραιότητες δεν τις συμμερίζονταν οι περισσότεροι από τους συνάνθρωπους Αμερικάνους, για τους οποίους πίστευαν ότι έχουν γίνει «πάρα πολύ ατομιστές, ιδιοτελείς και ανεύθυνοι». Σαν αποτέλεσμα αισθάνονταν απομονωμένοι…
Η δεσπόζουσα τάση στην πολιτική δεν καταπιάνεται μ’ αυτά τα θέματα και έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να προσφέρει ένα κοινό όραμα ικανό να μας εμπνεύσει να δημιουργήσουμε μία καλύτερη κοινωνία. Ως ψηφοφόροι, χάσαμε επαφή με κάθε συλλογική πεποίθηση ότι η κοινωνία θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Αντί για μια καλύτερη κοινωνία, το μόνο πράγμα για το οποίο σχεδόν όλοι παλεύουν είναι να καλυτερέψουν τη δική τους θέση -σαν άτομα- μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία.
Η αντίθεση ανάμεσα στην υλική επιτυχία και την κοινωνική αποτυχία πολλών πλουσίων χωρών είναι ένα ενδιαφέρον σημείο. Υποδηλώνει ότι, εάν είναι να κερδίσουμε περισσότερες βελτιώσεις στην πραγματική ποιότητα της ζωής, χρειαζόμαστε να στρέψουμε την προσοχή από τα υλικά δεδομένα και την οικονομική ανάπτυξη σε τρόπους που βελτιώνουν την ψυχολογική και κοινωνική ευζωία ολόκληρων των κοινωνιών. Εντούτοις, κάθε φορά που αναφέρεται κάτι που έχει σχέση με την ψυχολογία, η συζήτηση τείνει να επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά σε ατομικές θεραπείες και αγωγές. Η πολιτική σκέψη φαίνεται να κολλάει.
Στο βιβλίο, δείχνουμε ότι η ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων σε μια κοινωνία χτίζεται σε υλικές βάσεις. Η κλίμακα των εισοδηματικών διαφορών έχει μια ισχυρή επίδραση στο πως σχετιζόμαστε με τους άλλους. Αντί να κατηγορούμε τους γονείς, τη θρησκεία, τις αξίες, την εκπαίδευση ή το ποινικό σύστημα, θα δείξουμε ότι το μέγεθος της ανισότητας παρέχει ένα ισχυρό πολιτικό μοχλό πάνω στην ψυχολογική ευζωία όλων μας.
Η αλήθεια είναι ότι τόσο η καταστραμμένη κοινωνία όσο και η καταστραμμένη οικονομία προκύπτουν από τη μεγέθυνση της ανισότητας.
Αρχίζουμε δίνοντας τις αποδείξεις που δείχνουν ότι έχει φτάσει κοντά στο τέλος αυτό που μπορεί να κάνει η οικονομική ανάπτυξη για μας. Για χιλιάδες χρόνια ο καλύτερος τρόπος για να βελτιώσεις την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής ήταν να ανεβάσεις τα υλικά επίπεδα διαβίωσης. Όχι πλέον.
Οι περισσότεροι από μας θα θέλαμε να τρώμε λιγότερο αντί για περισσότερο. Και για πρώτη φορά στην ιστορία, οι φτωχοί είναι -κατά μέσο όρο- παχύτεροι από τους πλούσιους. Η οικονομική ανάπτυξη, για πολύν καιρό η μεγάλη μηχανή της προόδου, έχει, στις πλούσιες χώρες, σε μεγάλο βαθμό, εκπληρώσει την αποστολή της. Όχι μόνο οι μετρήσεις για την ευζωία και την ευτυχία έπαψαν να μεγαλώνουν με την οικονομική ανάπτυξη, αλλά, καθώς οι κοινωνίες της αφθονίας έγιναν πλουσιότερες, υπάρχουν μακροχρόνιες αυξήσεις του άγχους, της κατάθλιψης και αμέτρητων άλλων κοινωνικών προβλημάτων. Οι πληθυσμοί των πλούσιων χωρών έφτασαν στο τέλος ενός μακριού ιστορικού ταξιδιού.
(Συνεχίζεται)