Της Έλενας Πατρικίου
Οι ελαφρώς προβεβηκυίας ηλικίας αναγνώστες θα θυμούνται τα Επίκαιρα που προβάλλονταν, επί Eπταετίας, στους κινηματογράφους.
Μεταξύ ψαλιδισμών σε κορδέλες εγκαινίων και ριπών από το μυστρί του Παττακού, η χαμερπώς καθαρεύουσα φωνή του σπίκερ παρουσίαζε και τις επιδείξεις των μόδιστρων που έντυναν τις δέσποινες των συνταγματαρχών και των μετ’ αυτών συνεργαζομένων επιχειρηματιών.Τα αποσπάσματα αυτά των Επικαίρων ανασύρθηκαν από τη λήθη και υποδέχονταν θριαμβευτικώς, επί γιγαντοοθόνης, τον επισκέπτη της έκθεσης Ενδύεσθαι που, πρόσφατα, φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς. Έκθεση αφιερωμένη στο ένδυμα, στην ιστορία του και στη λειτουργία του; Μάλλον μία έκθεση που επιχειρούσε να προσδώσει κύρος πολιτισμού ή, έστω, γούστου, στην τάξη που αναδύθηκε ως άρχουσα από τον μαυραγοριτισμό της Κατοχής, την εμφυλιοπολεμική ρεμούλα στα λεφτά του Σχεδίου Μάρσαλ και την επιχειρηματική ασυδοσία των δανείων της χούντας και των μετέπειτα μιζών.
Αυτό το κύρος που προσδίδει σε κάθε άρχουσα τάξη η δυνατότητα να ορίζει το «καλό γούστο» και να πατρονάρει την υψηλή τέχνη, η νεοελληνική μιζοφόρος αστική τάξη το χειρίστηκε έχοντας, προφανώς, ως πρότυπο τον Αρχοντοχωριάτη του Μολιέρου: επί ΕΡΕ, εκπροσωπούμενη από τον χαϊδελβεργιανό φιλόσοφο και υπουργό Κ. Τσάτσο, εξορίζοντας τους Όρνιθες του Κουν από το Ηρώδειο επί αντιβασιλείας Ζωιτάκη, σπάζοντας πιάτα στην παραλιακή με τον Ωνάση επί Γιάννας Αγγελοπούλου και Μαριάννας Βαρδινογιάννη, πριμοδοτώντας την «ελληνικότητα» του Παπαϊωάννου και χορηγώντας τις οπερετικές εξάρσεις του Λαμπράκη, στο Μέγαρο Μουσικής.
Και τώρα, εν μέσω οικονομικής -και όχι μόνον- κρίσης αλώνοντας το Ελληνικό Φεστιβάλ και τον πρωθιερέα του, άτεγκτο ώς χτες σε θέματα μεταμοντερνιστικής καθαρότητας, η μεταχουντική αισθητική επικυρώθηκε ως τέχνη. Ο ίδιος εκείνος Ντέμης Ρούσος που το 1975 δήλωνε ότι, απορροφημένος από την κατανάλωση κοψιδιών, δεν πήρε είδηση περί δικτατορίας ή εισβολής στην Κύπρο, «καταχειροκροτήθηκε» στις 25 Ιουνίου στο Ηρώδειο, σε μία συναυλία που αποτελούσε μέρος του προγράμματος του Φεστιβάλ και η οποία εκτιμήθηκε από λογής «Τήλεφους», ως πράξη «αντίστασης» στην κρίση.
Ερώτηση κρίσεως: Επί Τσάτσου, υπήρχε μία άλλη Ελλάδα, τοποθετημένη ως αίσθημα τουλάχιστον κάπου στα αριστερά, που αντέτασσε στην άρχουσα αισθητική τους Όρνιθες ή την Επιθεώρηση Τέχνης. Επί χούντας, αυτή η άλλη Ελλάδα αντέτασσε στον Δαλιανίδη ή στον Βοσκόπουλο τον Θεοδωράκη και τον Αγγελόπουλο. Σήμερα, με τι θα αντισταθούμε στην αναγεννημένη και αποθρασυμένη χουντική αισθητική που μας απειλεί;