Με το καλοφτιαγμένο δράμα η «Τελευταία Παμπ», ο 87χρονος σήμερα Κεν Λόουτς τερματίζει μια σπουδαία και παραγωγική καριέρα στον κινηματογράφο, που εκτείνεται σε σχεδόν έξι δεκαετίες. Παραμένοντας βαθιά ουμανιστής και αμετανόητος μαρξιστής, ο Λόουτς κατάφερε να κρατήσει παλλόμενο ένα σινεμά πολιτικής καταγγελίας, διαφυλάσσοντας μαζί με τους εβδομηντάρηδες πλέον Βέλγους αδελφούς Νταρντέν, έναν αριστερό στοχασμό κοινωνικής κριτικής, με ήρωες από τα σπλάχνα της εργατικής τάξης, σε ανθρωποκεντρικές ταινίες που ακονίζουν την ταξική συνείδηση. Ραχοκοκαλιά των ταινιών του αποτελεί το σεναριακό χτίσιμο του πολιτικού διακυβεύματος μέσα από χαρακτήρες καθημερινών ανθρώπων, ενώ η κάμερα καταγράφει συχνά διαλόγους και συλλογικές συζητήσεις ή συνελεύσεις, όπου ζυμώνονται τα πολιτικά επιχειρήματα. Επιστρέφοντας πάντα στις ρίζες, ο Λόουτς αναζητά το νόημα της χαμένης αλληλεγγύης στα βυθισμένα στην οικονομική ύφεση χωριά και στις περιοχές της Βόρειας Αγγλίας, εκεί όπου σαράντα χρόνια πριν είχε καταγράψει τους ένδοξους αγώνες της περίφημης απεργίας των ανθρακωρύχων στο ντοκιμαντέρ του «Με ποιους είσαι;» (1984). Έχοντας στο πλευρό του τον Πολ Λάβερτι, μόνιμο σεναριογράφο του, σκαρώνει άλλη μία συνταρακτική ιστορία παραδειγματικής αντίστασης, υπενθυμίζοντας μέσα από το σινεμά, τη σημασία των συλλογικών αγώνων, κόντρα στην ξενοφοβία και στο ρατσισμό.

Στην επαρχία του Ντούρχαμ, περιοχή πρώην ανθρακωρύχων στη Βόρεια Αγγλία, που μαστίζεται από εγκατάλειψη και παρακμή, η άφιξη Σύριων προσφύγων, εν έτει 2016, διχάζει τον τοπικό πληθυσμό. Η ρατσιστική υποδοχή που τους επιφυλάσσουν οι ντόπιοι, γίνεται η αφορμή να γεννηθεί μια δυνατή φιλία, ανάμεσα στον παλαίμαχο μεσήλικα δυναμικό προπονητή και πρώην πυροσβέστη Τι Τζέι (Ντέιβ Τέρνερ), που διαχειρίζεται την τοπική παμπ «Η παλιά βελανιδιά» και στην νεαρή 25χρονη Γιάρα (Έμπλα Μαρί), που μόλις έφτασε εκεί με την μητέρα και τα τέσσερα αδέρφια της, ενώ ο πατέρας της αγνοείται. Ο αλτρουιστής Τι Τζέι, με την αξιαγάπητη μικρόσωμη σκυλίτσα του, σοκάρεται από τις προσβολές και προσφέρεται να επιδιορθώσει τη σπασμένη φωτογραφική μηχανή της Γιάρα, αντιστεκόμενος στις ρατσιστικές συμπεριφορές των συμπατριωτών του. Ωστόσο, όταν οι κακεντρεχείς θαμώνες της παμπ, που τη νιώθουν δικό τους στέκι, επιχειρούν να την μετατρέψουν σε ορμητήριο των ρατσιστών, απαιτώντας την πίσω αίθουσα, ο Τι Τζέι αρνείται να την παραχωρήσει. Αντιθέτως, μετά από ένα κομβικό τραγικό γεγονός, αποφασίζει αγνοώντας τις συνέπειες, να την παραχωρήσει στην Γιάρα και στην ακτιβίστρια Λόρα (Κλερ Ρότζερσον), ώστε ντόπιοι και πρόσφυγες να μαγειρεύουν εκεί, όπως έκαναν άλλοτε οι γυναίκες της περιοχής, στην απεργία των ανθρακωρύχων.

Επαναφέροντας θεματικές πολιτικής σημασίας, ο Λόουτς αναφέρεται στην ανεργία που τροφοδοτεί το ρατσισμό, ενώ θίγει ακόμα και το νέο φαινόμενο της βραχυχρόνιας μίσθωσης, που αλλάζει το χαρακτήρα της γειτονιάς. Πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων, οι διάλογοι αναδεικνύουν την απόγνωση σε προσωπικές εξομολογήσεις και τα υποτιμητικά σχόλια ξεγυμνώνουν τον ρατσιστικό οχετό. Ενάντια στο ζόφο και στην απάθεια του σύγχρονου ατομικισμού, σε έναν κόσμο γεμάτο οθόνες, όπου όλα γίνονται από απόσταση ασφαλείας, ο Λόουτς αντιπροτείνει την ανθρώπινη επαφή και την έμπρακτη συμπαράσταση. Το μίσος που γεννιέται μέσα από την ανέχεια αποσβένεται μόλις οι δυο πλευρές γνωριστούν και συνειδητοποιήσουν ότι λιγότερα τους χωρίζουν και περισσότερα τους ενώνουν. Όταν τα παιδιά εκφράζουν παράπονο, βλέποντας ανάμεσα στα αγαθά που προσφέρουν οι ντόπιοι στους πρόσφυγες, να δίνουν ένα ποδήλατο σε μια προσφυγοπούλα, ο Τι Τζέι τους εξηγεί πως τα παίρνουν όλα, γιατί δεν έχουν τίποτα. «Ήρθαν από την εμπόλεμη ζώνη μονάχα με τα ρούχα που φοράνε». Η σκληρή πραγματικότητα που άφησαν πίσω οι πρόσφυγες, επανέρχεται μέσα από τις εικόνες των βίντεο που βλέπει ο μικρότερος αδερφός της Γιάρα, με το βομβαρδισμένο σχολείο και τις ισοπεδωμένες γειτονιές.

Δίχως επαγγελματική εμπειρία στην υποκριτική, εκπλήσσει η μεστή ερμηνεία του Ντέιβ Τέρνερ, ως Τι Τζέι, που ήταν στην πραγματικότητα πυροσβέστης και εργάστηκε σε παμπ, πριν ο Λόουτς τον χρησιμοποιήσει στις δύο προηγούμενες ταινίες του. Αντιθέτως, η Έμπλα Μαρί, που υποδύεται την Γιάρα, είναι καθηγήτρια υποκριτικής, με καταγωγή από ένα χωριό νοτιοδυτικά της Συρίας.

 

Σημαντικό ρόλο παίζει η λειτουργία της φωτογραφίας. Η ταινία ανοίγει με τις φωτογραφίες της Γιάρα, που βρίσκεται αντιμέτωπη με τις αντιδράσεις των Εγγλέζων. Κρατώντας στο ηχητικό πεδίο τις βρισιές, ο Λόουτς αποκαλύπτει στο πεδίο της εικόνας, τις αγριεμένες φάτσες μέσα από τις διαδοχικές φωτογραφίες της. Άμεσο χρονικογράφημα της επικαιρότητας, η φωτογραφία αποτυπώνει τον ρατσιστικό παλμό και γίνεται ο καθρέφτης της βυθισμένης στην οικονομική ύφεση αγγλικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα όμως, χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο ανάκλησης της μνήμης και οι εικόνες από μια περασμένη εποχή αγώνων επανέρχονται στο παρόν, για να αντλήσουν από το αγωνιστικό παράδειγμα τη χαμένη αλληλεγγύη της προηγούμενης γενιάς.

Η Γιάρα κοιτά μαγνητισμένη στην πίσω αίθουσα τις κρεμασμένες φωτογραφίες του θείου του Τι Τζέι, που εξιστορούν το χρονικό των ανθρακωρύχων. Μαθαίνει για τα εργατικά ατυχήματα, τα ορυχεία που έκλεισαν και την απεργία του ’84, που παρά τη βίαιη καταστολή, έσμιξε τους κατοίκους. Παρακινημένη από το αναγραφόμενο στις φωτογραφίες σύνθημα «όταν τρώμε μαζί, αγωνιζόμαστε μαζί» -φράση που μεταφέρει κυριολεκτικά τη σημασία της λέξης «σύντροφος»- η Γιάρα δημιουργεί συνδέσεις με τα δικά της βιώματα από τον πόλεμο και αφηγείται στον Τι Τζέι τη δική της εμπειρία.

Θυμίζοντας αμυδρά και το «Jimmy’s Hall» (2014), το σεναριακό σχήμα της κλειδωμένης πίσω αίθουσας της παμπ, που γίνεται ο κοινός χώρος συνύπαρξης και σύμπλευσης ντόπιων και ξένων, αναδύει το βασικό σχήμα ανταλλαγής και ανταπόδοσης. Εκεί, πρόσφυγες και Άγγλοι παρακολουθούν μαζί την προβολή των φωτογραφιών της Γιάρα, με στιγμιότυπα από το συλλογικό γεύμα, δείγμα της διεθνιστικής αντίληψης του Λόουτς, που πάντα επιχειρεί να προβάλλει την ένωση των λαών και των εθνών, πέρα από εθνικά στεγανά και σύνορα.

Εκτός από τη μαγειρική, η πολιτισμική ανταλλαγή Δύσης-Ανατολής μεταφέρεται και μέσα από τη μουσική. Όταν η Γιάρα παρακολουθεί την πρόβα της χορωδίας, στον επιβλητικό Καθεδρικό, ακούγονται δυτικές πολυφωνίες, ενώ τον ήχο της Μέσης Ανατολής χαρακτηρίζει το θλιμμένο σόλο ούτι, κατά την προβολή των φωτογραφιών της. Ωστόσο, οι θλιμμένες πιανιστικές μελωδίες του Τζώρτζ Φέντον -βασικού συνεργάτη του Λόουτς- ακολουθούν διακριτικά τη δραματική έκβαση, ενίοτε συνοδεία τσέλου και ορχήστρας εγχόρδων.

Μετά την αβάν πρεμιέρ της ταινίας στην Αθήνα, στο «36ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου», ο Λάβερτι χρησιμοποίησε επανειλημμένα την έκφραση «πρέπει να μπούμε στη θέση του άλλου», ενώ τόνισε και το ρόλο της έμπρακτης αλληλεγγύης μέσα από τις πρωτοβουλίες ανθρώπων, πρόθυμων να συντρέξουν άλλους, όπως η Λόρα στην ταινία, επιμένοντας πως η ελπίδα κρύβεται στη συμπόνια.

Συνεχίζοντας ακάθεκτος την παράδοση του σινεμά διαμαρτυρίας, ο Λόουτς παραμένει από τους τελευταίους σκηνοθέτες που οραματίστηκαν πως το σινεμά μπορεί να συμβάλει στην πολιτική αφύπνιση, δίνοντας το αγωνιστικό παράδειγμα για μια εφικτή κοινωνική ανατροπή. Η ταινία κλείνει με την παρέλαση, όπου πρόσφυγες και ντόπιοι στέκονται μαζί κάτω από το νέο κοινό λάβαρο που φιλοτέχνησαν, με τις λέξεις «Δύναμη, Αλληλεγγύη και Αντίσταση», σε αγγλικά και αραβικά, πάνω από το οικόσημο της παμπ, τη γέρικη βελανιδιά, που συμβολίζει σοφία και δύναμη. Αυτό το νέο λάβαρο αντανακλά τη νέα εποχή συλλογικής δράσης και κοινών αγώνων.

Ο Λόουτς, μέσα από την ατάκα της Γιάρα «αν πάψω να ελπίζω, η καρδιά μου θα πάψει να χτυπάει», μοιάζει ο ίδιος να μας υπενθυμίζει πως «δεν πρέπει να μας κατακλύζει η απελπισία, γιατί παραμένει εφικτή η ελπίδα ενός διαφορετικού κόσμου». 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!