Στην πρωτομαγιάτικη απεργία του Σικάγου, το 1886, εμφανίζονται για πρώτη φορά τα τρία οκτάρια: “Όκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ανάπαυση, οκτώ ώρες ύπνο”
«Ο χρόνος είναι χρήμα», λέει το παλιό αγγλοσαξονικό ρητό, σήμτα κατατεθέν της εδραίωσης του καπιταλισμού τους τρεις τελευταίους αιώνες. για την ακρίβεια, χρήμα είναι ο χρόνος εργασίας, η εργάσιμη μέρα που έγινε μαί με τον μισθό αντικείμενο αιματηρών διεκδικήσεων από τον 18ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού. «Ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαια εργάσιμη μέρα», ήταν το σύνθημα που συμπύκνωνε τη μακρόχρονη αυτή διεκδίκηση, κορυφαία στιγμή της οποίας ήταν η πρωτομαγιάτικη απεργία του Σικάγου, το 1886, στο πλαίσιο της οποίας εμφανίζονται για πρώτη φορά τα τρία οκτάρια: «Οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ανάπαυση, οκτώ ώρες ύπνο».
Στη ρίζα αυτής της διαπάλης που, στην πραγματικότητα, θα σταματήσει μόνο μαζί με…τον καπιταλισμό, βρίσκεται ο διαχωρισμός της εργάσιμης μέρας σε αναγκαία εργασία (αναγκαία για την παραγωγή των μέσων συντήρησης του εργαζόμενου) και σε απλήρωτη εργασία ή υπερεργασία, προορισμένη να αποδίδει υπεραξία.
Σχηματικά, ακατανίκητο, εσωτερικό κίνητρο του κεφαλαίου είναι να συρρικνώνει το μέρος της εργάσιμης μέρας που ο εργάτης δουλεύει για τον εαυτό του και να παρατείνει το μέρος της από το οποίο αποσπά υπεραξία. Κι αυτό το επιτυγχάνει με δύο τρόπους: Είτε με τη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας (με αύξηση της παραγωγικότητας, με φθηνότερα καταναλωτικά αγαθά, απαραίτητα για τη συντήρηση των εργαζομένων, με εντατικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας), είτε με την αύξηση της υπερεργασίας, η οποία μπορεί να πάρει και την καθεαυτή μορφή τής παράτασης του εργάσιμου χρόνου, πέραν του οκταώρου.
Επομένως, στο ιστορικό πλαίσιο του καπιταλισμού, η αύξηση της απλήρωτης εργασίας μπορεί να επιτευχθεί τόσο σχετικά όσο και απόλυτα. Κι αυτό εξηγεί γιατί, ακόμα και σήμερα, με την τρίτη τεχνολογική επανάσταση και την αυτοματοποίηση της παραγωγής να απογειώνουν την παραγωγικότητα και να αποδεσμεύουν διαρκώς (θεωρητικά) εργάσιμο χρόνο, το κεφάλαιο «διεκδικεί» απλήρωτη εργασία προς πάσα κατεύθυνση: τη μια στιγμή μπορεί να επιβάλει μείωση της απασχόλησης (part time, τετραήμερη εβδομάδα, τηλε-εργασία, συμβάσεις έργου κ.λπ.) και την άλλη ζητάει επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας και εβδομάδας πέραν του οκταώρου, του 40ώρου και του πενθημέρου, ανάλογα με τις ανάγκες του επιχειρηματικού κύκλου.
Η περίφημη ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου αποτελεί την κορυφαία έκφραση της δίψας του κεφαλαίου για απλήρωτη εργασία. Όπως γλαφυρά το περιγράφει ο Μαρξ «Το κεφάλαιο είναι πεθαμένη εργασία, που ζωντανεύει μονάχα σαν το βρικόλακα, ρουφώντας ζωντανή εργασία και ζει τόσο περισσότερο, όσο περισσότερη ζωντανή εργασία ρουφά… Γι’ αυτό, στην ιστορία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, η ρύθμιση εργάσιμης μέρας παρουσιάζεται σαν πάλη για τα όρια της εργάσιμης μέρας – πάλη ανάμεσα στο συνολικό κεφαλαιοκράτη, δηλαδή την τάξη των κεφαλαιοκρατών και στο συνολικό εργάτη, δηλαδή την εργατική τάξη». (Το Κεφάλαιο τ. Α, σελ. 243-246, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή).
Σάιλοκ