Τα επικοινωνιακά παιχνίδια της κυβέρνησης – Κάθε αξιολόγηση και χειρότερα – Το παραμύθι με τη μείωση του χρέους καλά κρατεί… για να φέρει νέα μέτρα
του Παύλου Δερμενάκη
Η κυβέρνηση τον τελευταίο 1,5 χρόνο επένδυσε επικοινωνιακά σε τρία θέματα που συνδέονται με τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής και τα συνακόλουθα μνημονιακά μέτρα: τη γρήγορη ολοκλήρωση των αξιολογήσεων, τα μέτρα για τη μείωση του χρέους και το «στοίχημα» της ανάπτυξης της οικονομίας. Επιπλέον είχε θέσει και το θέμα των τηλεοπτικών αδειών για το οποίο ηττήθηκε «κατά κράτος» τόσο με την έκπτωση του εκλεκτού της κ. Καλογρίτσα, ο οποίος αποσύρθηκε «κακήν, κακώς» από τη διάτρητη διαδικασία που η ίδια αποφάσισε, όσο και στη δικαστική διαμάχη με τους υπάρχοντες τηλεοπτικούς σταθμούς. Παράλληλα δε, όσο περνά ο καιρός και «κάνει ταμείο» στα τρία παραπάνω θέματα, ο απολογισμός γίνεται όλο και πιο αρνητικός. Γι’ αυτό και αναζητά νέα, ανώδυνα πολιτικά, θέματα για να επενδύσει επικοινωνιακά. Έτσι στην παρούσα περίοδο επαναφέρει ξανά το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης.
Στα τρία θέματα που έθεσε ως κορυφαία με την έναρξη του 2016, τα αποτελέσματά τους είναι τραγικά τόσο για την κυβέρνηση, αλλά περισσότερο για τον λαό, που βιώνει με τον χειρότερο τρόπο την αποτυχία της. Αποτυχία η οποία εκφράζεται με νέα, ακόμα πιο δυσβάστακτα μνημονιακά μέτρα κατ’ εντολή των δανειστών.
Η πρώτη αξιολόγηση, που σύμφωνα με την κυβέρνηση θα ολοκληρωνόταν πολύ γρήγορα και πριν το τέλος του 2015, τελικά ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2016 μετά την ψήφιση τεσσάρων νέων σειρών προαπαιτούμενων, σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων: α) μείωση προστασίας πρώτης κατοικίας και ελεύθερες πωλήσεις δανείων, ακόμα και υγιών, σε funds, β) νέα φορολογικά μέτρα και υπερταμείο 99 ετών για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, γ) ασφαλιστικό Κατρούγκαλου, νέες αυξήσεις εισφορών και μειώσεις συντάξεων δ) εκκρεμότητες καλοκαιριού 2016, που αφορούσαν κυρίως το ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας (περιφερειακά αεροδρόμια, ελληνικό, ενεργειακά, ΔΕΗ κλπ).
Μαύρα μαντάτα
Η δεύτερη αξιολόγηση που θα ολοκληρωνόταν έως τον Νοέμβριο του 2016, μέχρι τώρα πηγαίνει από το Eurogroup στα τεχνικά κλιμάκια και στις επισκέψεις των «θεσμών» και αντίστροφα, συσσωρεύοντας υποχρεώσεις εκ μέρους της κυβέρνησης που θα μετατραπούν, όταν έρθει η ώρα της τελικής κρίσης, σε νέα δυσβάστακτα για τον λαό νομοσχέδια προαπαιτούμενων. Με τις συνεχώς νέες απαιτήσεις των δανειστών και τους ρυθμούς των «διαπραγματεύσεων», η ολοκλήρωση των διαδικασιών θα είναι «επιτυχία» χρονικά αν έχει περατωθεί μέχρι τον Μάιο.
Όσον αφορά τα αποτελέσματά της για τον λαό τα «μαύρα μαντάτα» έχουν εμφανιστεί ήδη στον ορίζοντα: η αποδοχή των αντεργατικών ρυθμίσεων στα εργασιακά, η, για ακόμα μία φορά, μείωση του αφορολόγητου και η για ακόμα μία φορά μείωση των συντάξεων με «πρώτο θύμα» την προσωπική διαφορά, που θέσπισε το 2016 ο νόμος Κατρούγκαλου ως «ένα καθρεφτάκι για να ξεγελάσει τους ιθαγενείς».
Το παιχνίδι με το χρέος
Το παιχνίδι των δανειστών με τις ρυθμίσεις για το χρέος «καλά κρατεί» και αξιοποιείται για την επιβολή ολοένα και χειρότερων μέτρων. Ενώ τα μέτρα για την εικονική μείωση του χρέους συμφωνήθηκαν τον Μάιο 2016, βρισκόμαστε σχεδόν ένα χρόνο μετά χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, αλλά με συνεχώς νέες απαιτήσεις εκ μέρους των δανειστών για τη λήψη νέων μέτρων στο όνομα του χρέους.
Η πλέον πρόσφατη απαίτηση είναι ένα σύνολο μέτρων 3,6 δισ. ευρώ που ζητά το ΔΝΤ και αφορούν κύρια τη μείωση του αφορολόγητου και τη νέα περικοπή των συντάξεων. Μάλιστα από τη στιγμή που τα έχουν βρει μεταξύ τους Μέρκελ και Λαγκάρντ, όσον αφορά την παραμονή του ΔΝΤ στο «ελληνικό πρόγραμμα», το ΔΝΤ έχει «πάρει αέρα» στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων για την επιβολή νέων αντιλαϊκών μέτρων που θα κάνουν «βιώσιμο» το χρέος.
Έτσι μετά από ενάμιση χρόνο διαπραγματεύσεων για το χρέος, ούτε βιώσιμο είναι ούτε έχουν ληφθεί κάποια μέτρα που επιζητούσε η κυβέρνηση. Αυτά που έχουν γίνει ξεκάθαρα είναι ότι: α) δεν υπάρχει περίπτωση για ονομαστικό «κούρεμα» (πραγματική μείωση του χρέους), β) θα ληφθούν νέα αντιλαϊκά μέτρα για να γίνει βιώσιμο, και γ) οι όποιες αποφάσεις ληφθούν από τους δανειστές για τον «καλλωπισμό» του εκ μέρους τους (μεσοπρόθεσμα μέτρα επιστροφής χρημάτων που τα έχουν αποφασίσει από το 2012, αλλά τα παρακρατούν οι δανειστές με την αποδοχή της κυβέρνησης Τσίπρα), θα γίνουν μετά τις γερμανικές εκλογές, δηλαδή «με το καλό» το 2018. Όμως μέχρι τότε πρέπει να έχουμε δείξει «καλή διαγωγή» σε ό,τι νέο μας ζητήσουν να εφαρμόσουμε…
Η πραγματικότητα είναι αδήριτη και στο θέμα της ανάπτυξης
Η κυβέρνηση τους τελευταίους 15 μήνες διατυμπανίζει με κάθε τρόπο ότι μπαίνουμε στην ανάπτυξη. Όπως είπε ο πρωθυπουργός στην ομιλία του τον Σεπτέμβρη του 2016 στη Θεσσαλονίκη, αξιοποιώντας με επιλεκτικό τρόπο οικονομικά στοιχεία και διατυπώσεις της ΕΛΣΤΑΤ, είμαστε «στη στιγμή της καμπής… βρισκόμαστε ακριβώς σε εκείνο το σημείο όπου η οικονομία μας αλλάζει πρόσημο…». Τα ίδια επανέλαβε και προχθές όταν στο υπουργικό συμβούλιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση ανέφερε ότι: «Η χώρα επέστρεψε μετά από 7 χρόνια σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και μάλιστα επέστρεψε από το 2016. Για φέτος οι εκτιμήσεις είναι ότι η ανάπτυξη θα τρέχει με πολύ υψηλούς ρυθμούς. Αυτή είναι η αδήριτη πραγματικότητα». Και «πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις» τον διέψευσε η ΕΛΣΤΑΤ, γιατί η οικονομική πραγματικότητα είναι αδήριτη όταν η πολιτική που ακολουθείς είναι να επιβάλεις συνεχώς νέα βάρη στον λαό που οδηγούν στη συνεχή μείωση της λαϊκής κατανάλωσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, λίγο μετά την ομιλία του πρωθυπουργού, το ΑΕΠ κατά το 4ο τρίμηνο του 2016 παρουσίασε μείωση κατά 1,2% σε σύγκριση με το 3ο τρίμηνο. Ακόμη και σε σύγκριση με το 4ο τρίμηνο του 2015 παρουσίασε μείωση κατά 1,1% έναντι της αύξησης 0,3% που είχε ανακοινωθεί στις αρχές Φεβρουαρίου, στην πρώτη εκτίμηση του 4ου τριμήνου. Μάλιστα σε όρους όγκου ΑΕΠ το 4ο τρίμηνο του 2016 ήταν το χειρότερο τέταρτο τρίμηνο από το 1998!
Φυσικά οι αρνητικές εξελίξεις δεν σταματούν εδώ καθώς η χαμηλότερη βάση εκκίνησης επηρεάζει και τον στόχο του 2017 για ανάπτυξη 2,7% που είναι εξωπραγματικός. Πολύ δε περισσότερο όταν αυτός ο στόχος έχει δύο προϋποθέσεις που δεν έχουν εκπληρωθεί και δεν είναι ορατή η χρονική στιγμή που θα εκπληρωθούν. Οι προϋποθέσεις αυτές ήταν η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης πριν τη λήξη του 2016 και η ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ στις αρχές του 2017, ώστε να υπάρξει μια ευχέρεια εκ μέρους των τραπεζών για αύξηση του δανεισμού και κατ΄ επέκταση της ρευστότητας της οικονομίας.
Παράλληλα με αυτά, μια σειρά κακά νέα από την αρχή του 2017 επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Σύμφωνα με πληροφορίες οι εκροές καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα επανήλθαν και ανέρχονται σε περισσότερα από 2 δισ. ευρώ από την αρχή του 2017. Τα επίσημα στοιχεία για τα κόκκινα δάνεια, μετά από μια περίοδο πτωτικής τάσης, παρουσίασαν αύξηση κατά 1 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους. Δείκτες παραγωγής και προσδοκιών που καταρτίζουν ιδιωτικοί οργανισμοί, επιδεινώνονται στις αρχές του 2017.
Και ο λογαριασμός για τα πλέον ασθενή κοινωνικά στρώματα έρχεται…
Με δεδομένο πλέον ότι ο στόχος για ανάπτυξη 2,7% το 2017 δεν θα πραγματοποιηθεί, οι θεσμοί αφού τα βρήκαν η Ε.Ε. με το ΔΝΤ, προεξάρχοντος του τελευταίου, απαιτούν για μία ακόμα φορά να ματώσει ο ελληνικός λαός. Στην πρώτη σειρά της ατζέντας τους έχουν θέσει τη μείωση του αφορολόγητου στις 5.000 ευρώ και την περικοπή των συντάξεων κατά 1,8 δισ. ευρώ. Τα μέτρα αυτά είναι επιπλέον του αυτόματου «κόφτη» που μπορεί να εφαρμοστεί εάν οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν επιτευχθούν, κάτι το οποίο αρχίζει να αποτελεί πολύ σοβαρό ενδεχόμενο από την αρχή πλέον του 2017.
Σε μια προσπάθεια να πέσει στα «μαλακά» η νέα μείωση του αφορολόγητου έχουν επιστρατευτεί το τελευταίο διάστημα λογικές κοινωνικού αυτοματισμού αποκρύπτοντας φυσικά την πραγματικότητα. Έτσι κυκλοφορούν στα μέσα ενημέρωσης απόψεις ότι οι μισοί σχεδόν Έλληνες δεν πληρώνουν άμεσους φόρους. Αυτή η «αλήθεια» κρύβει το γεγονός ότι η πραγματική οικονομική κατάσταση του μισού ενεργού οικονομικά πληθυσμού είναι τόσο άθλια που φυσικά τα εισοδήματά του δεν φτάνουν ούτε το νέο (νόμος Απριλίου 2016) αφορολόγητο των 8.636 ευρώ όπως πρακτικά διαμορφώνεται με τους δαιδαλώδεις υπολογισμούς για τον προσδιορισμό του.
Η «ταξική μεροληψία» του κ. Τσακαλώτου
Οι 1,5 εκατ. άνεργοι και οι ημιαπασχολούμενοι, που είναι το 60% των νέων θέσεων εργασίας οι οποίες δημιουργούνται, σε αντικατάσταση των θέσεων πλήρους απασχόλησης, είναι λογικό να μην φθάνουν το ισχύον σήμερα αφορολόγητο όριο. Μόνο όσοι έχουν τη «δυστυχία» να έχουν κάποιο ακίνητο στο οποίο ιδιοκατοικούν ή έχουν ένα παλαιό όχημα και ξεπερνούν από αυτά τα τεκμήρια το ελάχιστο εισόδημα καλούνται να πληρώσουν φόρο.
Βεβαίως πολλοί από τους ανέργους ή μερικώς απασχολούμενους θα βρεθούν το 2017 να φορολογούνται και από την πλευρά της αδυναμίας συγκρότησης των δαπανών διαβίωσης μέσω πλαστικού χρήματος. Τα ελάχιστα εισοδήματά τους φυσικά και δεν τους επιτρέπουν την «πολυτέλεια» του πλαστικού χρήματος. Όλα αυτά αποτελούν δείγμα της «ταξικής μεροληψίας» του κ. Τσακαλώτου και των υποστηρικτών του, εντός ΣΥΡΙΖΑ.
Παράλληλα η όποια προσπάθεια σύγκρισης του αφορολόγητου στις διάφορες χώρες της Ε.Ε. καταλήγει σε τραγέλαφο, καθώς υπάρχουν σημαντικές διαφορές, αλλά και ομοιότητες από χώρα σε χώρα για εντελώς διαφορετικούς κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους.
Σε αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση επεξεργάζεται δυστυχώς σενάρια για μείωση του αφορολόγητου στα 5.900 ευρώ, γεγονός που θα αποφέρει δημόσια έσοδα 1,8 δισ. ευρώ ή 1% του ΑΕΠ, όπως ζητά το ΔΝΤ. Αυτό πρακτικά σημαίνει φορολογική επιβάρυνση, για αυτούς που σήμερα είναι στο όριο της φτώχειας και έχουν μηδενικό φόρο, από 22 ευρώ ετησίως έως 600 ευρώ. Το δεύτερο σενάριο είναι το αφορολόγητο στις 7.000 ευρώ άρα δημόσια έσοδα 1 δισ. και επιβάρυνση από 22 έως 360 ευρώ.
Φυσικά η αναζήτηση νέων φόρων σε βάρος του λαού δεν τους εμποδίζει να ψηφίζουν νόμους που μειώνουν τη φορολογία βουλευτών, υπουργών, γενικών γραμματέων υπουργείων και δημάρχων, όπως έκαναν με τη μείωση της ετήσιας εισφοράς αλληλεγγύης κατά 2.000 ευρώ περίπου. Δηλαδή μονά χάνουμε διπλά κερδίζουν….