Συνέντευξη στον Τριαντάφυλλο Σερμέτη
Αναζητώντας ανθρώπους του πνεύματος που έχουν τη δυνατότητα να φωτίσουν και να ερμηνεύσουν τις δύσκολες συνθήκες που βιώνουμε σε όλους του τομείς τη ζωής, συνομιλούμε με τον Παναγιώτη Δόικο, αναπληρωτή καθηγητή Φιλοσοφίας-ΑΠΘ, και επιχειρούμε να δώσουμε απάντηση στις πραγματικές αιτίες της παρακμής, αλλά ταυτόχρονα και στο ερώτημα ποια μπορεί να είναι η πολιτική διέξοδος και τα κριτήρια για να επιτευχθεί.
Με τη Μεταπολίτευση άρχισε να υπάρχει μια σταδιακή παρακμή στην Ελλάδα που κορυφώθηκε το 2010 με την οικονομική κρίση. Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι κυριότερες αιτίες;
Η αιτία είναι μία, και έχει υπαρξιακό χαρακτήρα. Είναι ο εκφυλισμός του ενστίκτου της αγωνιστικότητας του ελληνικού υποκειμένου, δηλαδή των Ελλήνων και των Ελληνίδων. Το πεδίο του αγώνα είναι μια οξεία αντίθεση ανάμεσα στα δύο βασικά μας γνωρίσματα: αφενός, την αυτοαμφισβήτησή μας, την τάση μας να μαχόμαστε τον εαυτό μας αφετέρου, την ορμή της εμπιστοσύνης μας σε αυτό τον εαυτό. Μετά τη νικηφόρα του τροπή με την εθνική αντίσταση κατά του φασισμού, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αγώνας για τριάντα περίπου χρόνια (1945-1974) πήρε τη μορφή μιας έντονης συνύπαρξης του εμφύλιου διχασμού (μήπως και η δικτατορία δεν είναι ένα είδος εμφύλιου πολέμου;) με το κουράγιο και τη δημιουργικότητα. Η ατμόσφαιρα της ίδιας συνύπαρξης χρωμάτισε και τις ταξικές αντιθέσεις, με ανάλογα αποτελέσματα. Από τη φύση της, μια τόσο αντιθετική συνύπαρξη οδηγεί ή στη μεγάλη υπέρβαση ή στην αυτοϋπονόμευση, στην ανάγκη του χειρότερου εαυτού μας για ασυδοσία. Στη μεγάλη ευκαιρία της Μεταπολίτευσης έγινε δυστυχώς το δεύτερο. Φάνηκε σαφώς και με σαρωτικό τρόπο ότι δεν αντέξαμε τους κραδασμούς των απαιτήσεων της υπέρβασης. Η παρακμή απλώθηκε σε κάθε πεδίο, από την πολιτική μέχρι την αισθητική ζωή (παράδειγμα, η ολέθρια μετάβαση από το λαϊκό τραγούδι στο σκυλάδικο). Έτσι φθάσαμε στη σημερινή δεινή κατάσταση, όταν βρεθήκαμε άοπλοι μέσα στο ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης σε όλο τον πλανήτη. Από εδώ και στο εξής, για εμάς -όπως και για όλους -τα πάντα θα κριθούν από τον χειρισμό του κινδύνου.
Πώς κρίνετε την πολιτική πράξη της απάτης; Τι μπορεί να συμβαίνει στην προσωπικότητα που εξαπατά συνειδητά; Πώς το αξιολογείτε φιλοσοφικά αυτό το γεγονός;
Η πολιτική προσωπικότητα που εξαπατά συνειδητά νιώθει ασφυξία όταν δεν ασκεί εξουσία, και ηδονή όταν χειρίζεται τους ανθρώπους, οι οποίοι την εμπιστεύονται. Μια τέτοια προσωπικότητα έχει χάσει το στοίχημα με την τιμή της αλλά και με την αλήθεια των όποιων ιδανικών της. Έτσι τα υπόσχεται μόνο για να αγοράζει χρόνο εξουσίας, δοκιμάζοντας ολοένα την αντοχή της απογοήτευσής μας και τα όρια της ανοχής μας. Αυτή η στάση είναι ένας επικίνδυνος, προσβλητικός μηδενισμός. Αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με την άμεση και έμπρακτη αποδοκιμασία του. Χρειάζεται να προβληματιστούμε σοβαρά για το ότι αυτή η αποδοκιμασία κατά κανόνα δεν συμβαίνει.
Έχετε επανειλημμένα διατυπώσει στο δημόσιο λόγο σας την έννοια της στοχαστικής φαντασίας και την προϋπόθεσή της στην πολιτική πράξη. Μπορείτε να μας πείτε τι εννοείτε ακριβώς;
Η στοχαστική φαντασία είναι ο χωροχρόνος όπου τα συναισθήματα νοούν και οι ιδέες της νόησης αισθάνονται. Εκεί, σε αυτό τον αόρατο μα τόσο κρίσιμο κόσμο, το νόημα των πραγμάτων, των γεγονότων και των άλλων ανθρώπων συναντά κυριολεκτικά το δικό μας νόημα, προκειμένου εμείς να αποφασίσουμε για τον προσανατολισμό της συνάντησης, πριν ακόμα να την οδηγήσουμε, έχοντάς την πια θελήσει, στη δοκιμασία της υλοποίησής της στην εξωτερική πραγματικότητα.
Έτσι γίνεται φανερό ότι στο χωροχρόνο της στοχαστικής φαντασίας επιλέγεται, μορφοποιείται, επιδιώκεται και τελικά κρίνεται το περιεχόμενο των σχέσεων δύναμης ανάμεσα στον εαυτό και το(ν) άλλο. Ορίζω την πολιτική ως το πεδίο αυτών ακριβώς των σχέσεων. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ο προσδιορισμός της ποιότητας των πολιτικών συμβάντων από τη στοχαστική φαντασία. Αυτή η φαντασία παράγει τη λογική των πολιτικών προτάσεων, δίνει μορφή στην πολιτική πράξη, αποφασίζει για τον χαρακτήρα της εξουσίας, ρυθμίζει την πολιτική συμπεριφορά του σώματος κατά τις συναντήσεις του με τα άλλα σώματα και προπάντων, αναμετριέται με τη δυνατότητα μιας ριζικής εξύψωσης του ανθρώπου.
Αυτή τη στιγμή, μετά το δημοψήφισμα του καλοκαιριού, η κοινωνία βρίσκεται σε σύγχυση και αποπροσανατολισμό. Διακρίνει κανείς μια διάχυτη μελαγχολία και τη βεβαιότητα στους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μόνο αυτός των μνημονιακών επιταγών. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2016 ήταν ένα γεγονός-ορόσημο. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, σε συνθήκες υπαρξιακής ασφυξίας, υπερέβησαν τον ειδικό χαρακτήρα του ερωτήματος που τους τέθηκε, συμπύκνωσαν τη σκέψη τους μέσα στο ένστικτό τους και αναμετρήθηκαν με ορμή (λιγότερο ή περισσότερο επιδέξια, αλλά πάντως καταλυτική) με την ένταση της σχέσης ανάμεσα στους δύο καθοριστικούς παράγοντες της κρίσης, η οποία συνεχίζει να μας πλήττει με ολοένα και οξύτερο τρόπο: την ευθύνη του εαυτού τους, του εαυτού μας, και την υβριστική κυριαρχικότητα που του ασκείται, που μας ασκείται.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος διαμόρφωσε μια συγκεκριμένη δυναμική της σχέσης μεταξύ αυτών των δύο παραγόντων: πρόταξε την αντίσταση στον δεύτερο ενεργοποιώντας μέσα της τον πρώτο. Η ενεργοποίηση της ευθύνης μας μέσα στον τρόπο μας να προβάλουμε αντίσταση στον κυνισμό και τον άκρατο αυταρχισμό του σημερινού διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης(;) είναι η πιο αποτελεσματική πολιτική αναμέτρησης με τη μνημονιακή -και, ευρύτερα, τη νεοφιλελεύθερη- νοοτροπία. Αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για ολόκληρη τη δημοκρατική Ευρώπη. Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση, πριν και μετά τις πρόσφατες εκλογές, υπονόμευσε αυτή την πολιτική και το ίδιο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ωστόσο, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες που συμπαρέσυρε με αυτό τον χειρισμό της, αλλάζουν ολοένα στάση. Η σύνθετη πολιτική της αντίστασης, που προανέφερα, είναι η ισχυρότερη προοπτική αλλαγής, μέσα στην απειλή που δυστυχώς προ(σ)καλέσαμε: ο δραματικός χαρακτήρας του προσφυγικού ζητήματος και, προπάντων, η πολεμική ένταση στην περιοχή μας θα απλωθούν καταστροφικά αν δεν τολμήσουμε να αισθανθούμε ότι, εφόσον θέλουμε, μπορούμε να αποτρέψουμε την καταστροφή.
Τι πιστεύετε ότι λείπει σήμερα από την πολιτική και ειδικότερα από την Αριστερά, ώστε να πείσει για μια πραγματικά εναλλακτική πρόταση; Ποια πιστεύετε ότι είναι τελικά η διέξοδος;
Το πλεονέκτημα της Αριστεράς (στην οποία φυσικά δεν συμπεριλαμβάνω τον ΣΥΡΙΖΑ) συνίσταται στο ότι η ίδια, χάρη στην έμφυτη σχέση της με το ιδιοφυές έργο του Marx, έχει την ισχυρότερη πρόταση για την αλλαγή της συνθήκης της ζωής του ανθρώπου. Αυτή η πρόταση βασίζεται τόσο στην ευστοχία, με την οποία συλλαμβάνεται το γεγονός ότι ο άνθρωπος ασκεί μέχρι τώρα την τάση του να εκμεταλλεύεται τον συνάνθρωπό του, όσο και στη λογική της ανατροπής του καθεστώτος της εκμετάλλευσης.
Η αδυναμία της Αριστεράς συνίσταται στον αδιέξοδο υλισμό της. Στη θεματική πλειονότητά τους οι άνθρωποι της Αριστεράς αρνούνται να ενδιαφερθούν για το υπαρξιακό πρόβλημα και την καθοριστική επίδρασή του στο πολιτικό πεδίο. Όπως εξήγησα προηγουμένως, μιλώντας για τη στοχαστική φαντασία, ο υπαρξιακός χωροχρόνος είναι ο πρωταρχικός και ο κρισιμότερος: μέσα του παίρνονται οι πολιτικές αποφάσεις. Ο άνθρωπος θα ενισχύσει βαθιά την πολιτική πρόταση που εντείνει την εμπιστοσύνη του στον εαυτό του και τον άλλο, που θα αγγίξει τη λαχτάρα του για δημιουργία, την ερωτική του σχέση με τη ζωή, την αγωνία του για τον θάνατο. Το περιεχόμενο της πολιτικής πράξης εξαρτάται από την έκβαση της υπαρξιακής ανησυχίας. Αν δεν το αισθανθεί και δεν το κατανοήσει αυτό η Αριστερά, λυπάμαι, αλλά η επαναστατική, τόσο δελεαστική της υπόσχεση θα παραμείνει ανεκπλήρωτη.