Εκεί που η Ιστορία και ο μύθος τροφοδοτούν τη γνώση
Σε κάθε πράγμα, σε κάθε πρόσωπο, σε κάθε τόπο μ’ αρέσει να βλέπω ή να αναζητώ τον μέσα χρόνο, χώρο και μύθο του. Και να τα συνδέω με τη ζωή μου σε μια διαρκή ροή μνήμης και ονείρου.
Γεννήθηκα στην Πάτρα και ορίζομαι από τη θάλασσα και τα βουνά της, που με πλουτίζουν με ταξίδια φαντασίας και γνώσης. Στις άκρες της πόλης δεσπόζουν από τη μια το Αρχαιολογικό Μουσείο κι από την άλλη ο ναός του Αγίου Ανδρέα. Σύμβολα και τα δύο της πολιτισμικής της διαχρονίας, με ορίζοντες το πάθος, την ανάγκη και τον λόγο.
Το πάθος για ζωή κάποτε ξεπερνάει τα ανθρώπινα όρια, όπως ο έρωτας της ιέρειας Κοιμαιθώς και του ωραίου Μελάνιππου, που τιμωρήθηκαν από την Άρτεμη με τη θυσία τους στον ποταμό Αμείλιχο, στη γειτονιά του Μουσείου. Και όταν ο Ευρύπυλος απάλλαξε την πόλη από τις ανθρωποθυσίες, ο ποταμός έγινε Μείλιχος. Όπως και η πηγή του μαντείου της θεάς Δήμητρας έγινε καθαρτήριο πηγάδι του Αγίου Ανδρέα.
Παράλληλα, η ανάγκη ωθεί τον άνθρωπο να βρίσκει τρόπους αντιμετώπισης των καθημερινών προβλημάτων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Κι έρχεται ο λόγος ως σκέψη και ως έκφραση, να οργανώσει κοινωνίες, να ερμηνεύσει συμπεριφορές και να ανιχνεύσει αντιλήψεις.
Η Πάτρα έχει να επιδείξει σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, μνημεία νεότερων χρόνων, μεγαλοπρεπείς ναούς και εμβληματικά κτίρια διάσπαρτα στο κέντρο και στις συνοικίες της. Έχει λιμάνι με μεγάλη εμπορική κίνηση, έχει ποικίλους θεσμούς και πολλές αφορμές για αναφορές σε προσωπικότητες που σημάδεψαν την πόλη, αλλά και την Ελλάδα, στην πολιτική και στον πολιτισμό. Ωστόσο, θα περιοριστώ στον ομφαλό της πόλης, στην πλατεία Γεωργίου Α’, γιατί διασώζει την πορεία της Πάτρας από την απελευθέρωσή της το 1828 και αποτυπώνει την εξέλιξή της σε όλους τους τομείς, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό.
Στην Πλατεία Γεωργίου Α’ (βασιλέως), που είχε κατά καιρούς τα ονόματα Καλαμογδάρτη, Όθωνος, Κεντρική, Θωμοπούλου, Λουδοβίκου και Εθνική, υπάρχουν ακόμη τα σιντριβάνια με τα φτερωτά λιοντάρια από το 1875 και κτήρια πολλών τεχνοτροπιών με ισχυρές μνήμες των εμπορικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων των κατοίκων.
Η οικία του σταφιδέμπορου και τραπεζίτη Κων/νου Παπαγιάννη, έργο του Ερνστ Τσίλερ, με θαυμάσιες οροφογραφίες, από το 1904 αποτελεί έδρα του Εμπορικού Συλλόγου «Ερμής», τον οποίο ίδρυσε ο Γερμανός οινοβιομήχανος Άμβουργερ. Η οικία Νικολάου Θωμόπουλου, πατέρα του ιστορικού Στέφανου Θωμόπουλου, ανακαινισμένη λειτουργεί ως υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Σώζονται το κτίριο του Εισαγωγικού Συλλόγου και οι τοξοστοιχίες με τις επιγραφές μόνο των καταστημάτων, πάνω από τα οποία υπήρχε ο Θερινός Κινηματογράφος Έσπερος (1945-1966). Ακόμη θυμάμαι τους καταπληκτικούς λουκουμάδες του παραδοσιακού ζαχαροπλαστείου του Κόντου. Στο Δημοτικό Μέγαρο Λόγου και Τέχνης υπήρχε παλιά το κοσμοπολίτικο ζαχαροπλαστείο Βουρδέρη και Μολφέτα, που πρώτο έφερε στην Πάτρα την πίτσα και τις μπανάνες (1898). Δυστυχώς, δεν σώζονται το κτήριο των Παλαιών Δικαστηρίων και η οικία του στρατιωτικού και πολιτικού Αντωνίου Καλαμογδάρτη, ο οποίος ανήγγειλε το Σύνταγμα το 1843 στη βρύση της πλατείας. Το κόσμημα, ωστόσο, της πλατείας είναι το Δημοτικό Θέατρο «Απόλλων», αναγεννησιακής τεχνοτροπίας, μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου, έργο του Ερνστ Τσίλερ (1872). Από το 1988 αποτελεί μόνιμη στέγη του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, ενώ μέχρι πρότινος φιλοξενούσε τους περίφημους καρναβαλικούς χορούς «Μπουρμπούλια».
Εδώ, λοιπόν, στο κέντρο της πόλης, στην Πλατεία Γεωργίου, αναδύεται η ζωή της αστικής πατραϊκής κοινωνίας, που ανέπτυξε το εμπόριο, εξασφάλισε ψυχαγωγία και διασκέδαση, εκφράστηκε πολιτικά. Ο χώρος της πλατείας ήταν και είναι ο τόπος συγκεντρώσεων, συλλαλητηρίων και κομματικών ζυμώσεων. Εδώ «διέπρεψαν» και εκκεντρικοί άνθρωποι, οι «τρελοί» της πόλης, όπως ο Μερσεσάλε (Μέγας Έλλην Ρήτωρ Σοφός Ενεφανίσθη Σώσαι Ασφαλώς Λαόν Ελληνικόν), που στις εκλογές του 1952 πίστευε ότι είναι προορισμένος να κυβερνήσει την Ελλάδα. Εδώ είναι και ο χώρος καρναβαλικών παρελάσεων, συναυλιών, λιτανειών και ερωτικών συναντήσεων.
Σήμερα, στην περίμετρο της πλατείας κυριαρχούν τα καφέ και τα ζαχαροπλαστεία. Η Πλατεία Γεωργίου είναι για τους Πατρινούς πέρασμα και στέκι, χώρος και χρόνος. Οι ηλικιωμένοι θυμούνται τις βόλτες που έκαναν στα νιάτα τους και τα κρυφά ραντεβού τους. Δεν ξεχνώ τους πλανόδιους φωτογράφους και τους πάγκους με τους πρωτοχρονιάτικους μποναμάδες. Ο πατέρας μου, κάθε χρόνο, μού αγόραζε φυσαρμόνικα για δώρο. Και επειδή αγαπούσε πολύ τη μουσική, τα Κυριακάτικα πρωινά παρακολουθούσαμε τη δημοτική μπάντα με τον μαέστρο της Θεόφιλο Κάββουρα, που έπαιζε κλασικά και σύγχρονα έργα. Μου άρεσε που πηγαίναμε από νωρίς και έβλεπα τους μουσικούς να στήνουν τα αναλόγια και να δοκιμάζουν τα όργανα.
Η οικονομική και κοινωνική κρίση που ταλανίζει τη χώρα μας, δεν αλλοίωσε τον χαρακτήρα της πλατείας. Άλλαξε όμως το βλέμμα. Θόλωσε τις διαθέσεις, μίκρυνε την καρδιά και τα όνειρα. Πάντως, αν σηκώσει κανείς την αχλύ της μελαγχολίας και την κενότητα των λόγων, θα βρει αφορμές επικοινωνίας. Και αν αφεθεί ανοιχτός στις εκπλήξεις, θα εμπιστευτεί τους νέους, που κρατούν ζωντανή και ζωηρή την πλατεία μέρα και νύχτα, πλάθοντας τους δικούς τους μύθους και το δύσκολο μέλλον τους.
Γι’ αυτό λέω ότι Ιστορία και μύθος τροφοδοτούν τη γνώση και την αναζήτηση. Και η πόλη του Πατρέα και του Αγίου Ανδρέα είναι διαρκώς έτοιμη και ανοιχτή στο εμπόριο, την πολιτική, τις τέχνες τον πολιτισμό γενικά. Κι όποτε έχει ανάγκη βοήθειας, επιστρέφει στις πηγές της, θεϊκές και ανθρώπινες, και δημιουργεί τους μύθους της. Προπάντων, θέλει να νιώθει την αγάπη των κατοίκων της.
Η Πάτρα, όπως και άλλες πόλεις, αυτό που φαίνεται το έχει για τους περαστικούς. Αυτό όμως που πραγματικά είναι το κρατάει για όσους την αγαπήσουν. Αυτοί θα αντιληφθούν το νεύμα της και θα την πλησιάσουν, θα την αγγίξουν, θα περιεργαστούν κάθε λεπτομέρειά της και θα ανακαλύψουν την αλήθεια της, όχι κατ’ ανάγκη την ομορφιά της.
Έτσι, σε αδιάσπαστη ενότητα, αντιλαμβάνομαι την πολιτική και τον πολιτισμό, ιδιαίτερα στην εποχή μας, που απαιτεί πολίτες υπεύθυνους και δημιουργικούς.