Οι τοίχοι στο «αμπρί» είναι γεμάτοι από φωτογραφίες, αφίσες και φωτοτυπίες από εφημερίδες και ντοκουμέντα, όλα με τάξη τοποθετημένα, μερικά ξεθωριασμένα επειδή τα χτυπάει ο ήλιος που μπαίνει στο μικρό δωμάτιο από δύο παράθυρα που βλέπουν ανατολικά. Και βιβλιοθήκες γεμάτες βιβλία, ελληνικά και ρώσικα. Στη μέση, πάνω στο τραπέζι που μόλις αφήνει χώρο γύρω του για τις καρέκλες, είναι απλωμένα πιάτα και πιατέλες με μεζέδες ασυνήθιστους για ένα σπιτικό τόσο λιτό και φτωχικό, στην Κάντζα. Σολωμός κομμένος σε μικρά κομμάτια, χαβιάρι, μαύρο ψωμί, μία καράφα με νερό, ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και δύο μπουκάλια ρώσικη βότκα. Όλα, όμως, δένουν και εξηγούνται από την ιστορία και το ποιόν του μικρόσωμου οικοδεσπότη που ξεχειλίζει από καλοσύνη και ευδιαθεσία. Από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρυσα στη είσοδο του χαμηλού αγροτικού σπιτιού που μας περίμενε μετά από αρκετή ώρα περιπλάνησής μας στην ανατολική Αττική, ένιωσα την ιδιαίτερη συγκίνηση που με διαπερνούσε κάθε φορά που στη ζωή μου, ο τυχερός, πρωτοσυναντούσα ένα σπουδαίο άνθρωπο. Ο Αλέξης Πάρνης, αυτοπροσώπως, ολοζώντανος στην κυριολεξία και επιβλητικός με την άνεση και την απλότητά του, μας καλοσώριζε στο κατώφλι του, ψηλά στην πλαγιά της νοτιοανατολικής απόληξης της οροσειράς του Υμηττού.
Με μια μικρή σύνταξη ζει καλύτερα απ’ όλους μας. Δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω απ’ όσα έχει. Στέγη, αναμνήσεις, έμπνευση και έναν υπολογιστή με εκτυπωτή για να γράφει ακατάπαυστα. Το 2009, σε ηλικία 85 ετών, έβγαλε την «Οδύσσεια των Διδύμων», ένα μυθιστόρημα κοντά χιλίων σελίδων, το οποίο είχε άλλες τριακόσιες περίπου σελίδες τις οποίες αφαίρεσε την τελευταία στιγμή για να μπορέσει να εκδοθεί το μυθιστόρημα σε ένα τόμο, οριακά σε μέγεθος. Το 2011, έβγαλε το βιβλίο με τις επιστολές που του έστελνε ο Νίκος Ζαχαριάδης από την πρώτη φάση του εκτοπισμού του, στο Μποροβιτσί, στη Βόρεια Ρωσία, μαζί με τα δικά του σχόλια για τις περιστάσεις. Βέβαια, χωρίς τις επιστολές που ο ίδιος έστελνε στον καθαιρεμένο γενικό γραμματέα του ΚΚΕ, οι οποίες εάν έχουν διασωθεί μπορεί να βρίσκονται καταχωνιασμένες σε κάποιο αρχείο των υπηρεσιών ασφαλείας της εποχής που κανένας δεν ξέρει που είναι σήμερα. Και το 2014, οι εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησαν το πιο πρόσφατο βιβλίο του «Ο άλλος εμφύλιος», ενώ, το 2012, είχαν θέσει σε κυκλοφορία με τη μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου την τριλογία «Ο διορθωτής – Λεωφόρος Πάστερνακ – Μια Πράγα στον καθένα». Τα βιβλία αυτά, πέρα από τη μεγάλη λογοτεχνική τους αξία, άνοιξαν ξανά θέματα που σχετίζονται με την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος και ιδίως με τον Ζαχαριάδη, πριν από την πανηγυρική αποκατάστασή του «Νίκου» από το ΚΚΕ. Ο Πάρνης πήγε στην τελετή που οργάνωσε το ΚΚΕ στο Πρώτο Νεκροταφείο, αλλά έμεινε στο προαύλιο. Οι σχέσεις του με το Κουκουέ έχουν διακοπεί από τότε που διαγράφτηκε σαν «Ζαχαριαδικός», τέλη 1956, αλλά δεν άφησε ποτέ την πικρία του να μεταβληθεί σε εχθρότητα, πιστός στη συμβουλή του Ζαχαριάδη να μην στραφεί ποτέ, ό,τι και να συμβεί, εναντίον του κόμματος.
Από τότε, ακολούθησαν πολλές επισκέψεις στο σπίτι του Αλέξη Πάρνη, στην Κάντζα. Σταθερά με τον Κώστα Βαθειά στον οποίο οφείλω τη γνωριμία και με διάφορους φίλους και γνωστούς που θέλουν να συναντήσουν έστω για μία φορά τον συγγραφέα της «Οδύσσειας». Πλέον, ανάμεσα στις επισκέψεις, μεσολαβούν και άλλες συναντήσεις στο καφενείο «Πανελλήνιον», στη Μαυρομιχάλη, στα Εξάρχεια, όπου κάνει μια στάση ο Αλέξης κάθε φορά που κατεβαίνει, με το λεωφορείο, για να πάει να δουλέψει στην Εθνική Βιβλιοθήκη ή για να τυπώσει παραδίπλα στο φωτοτυπείο του Κώστα αντίγραφα από τα γραπτά του ή από δημοσιεύματα, ελληνικά και ρώσικα, που τον αφορούν. Με το ίδιο ντύσιμο, που ταιριάζει στο αγροτόσπιτο που μένει και καλλιεργεί ντομάτες και μαρούλια στο μικρό του μποστάνι, με μεγάλη όρεξη πάντα για αφηγήσεις που σχετίζονται άμεσα με τη ζωή του και με τα έργα του, τα εκδοθέντα, αλλά και τα υπό συγγραφή. Τα κατορθώματα μιας σπουδαίας γενιάς, τα προσωπικά του βιώματα, οι αγώνες που έκανε ο λαός με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές, η ιστορία μιας ολόκληρης εποχής, ανεπανάληπτης από κάθε άποψη, γεμάτης περιπέτειες, με συγκρούσεις, νίκες και ήττες, ηρωισμούς και προδοσίες, με φυλακές, εξορίες, τραυματισμούς, βασανιστήρια, εκτελέσεις και προσφυγιά.
Από την Εθνική Αντίσταση στον Εμφύλιο
Ο Αλέξης Πάρνης πήρε μέρος στα Δεκεμβριανά, στις σκληρές μάχες με τους Εγγλέζους και τους ταγματασφαλίτες κάτω από την Ομόνοια, καπετάνιος ελασίτικης ομάδας από το Περιστέρι. Η πανίσχυρη μνήμη του, σε συνδυασμό με το ταλέντο του κάνει την αφήγησή του απολαυστική ακόμα κι όταν μιλάει για τα πιο τραγικά γεγονότα της ιστορίας.
Στον Εμφύλιο, με έδρα το Μπούλκες στη Γιουγκοσλαβία όπου υπήρχε η μεγάλη «βάση» των αντάρτικων ομάδων που εξελίχθηκαν σε σώματα τακτικού στρατού, ο Πάρνης κάλυπτε δημοσιογραφικά τη βίαιη αντιπαράθεση στο Γράμμο, το Βίτσι και τις βόρειες περιοχές της χώρας όπου διεξάγονταν οι μάχες ανάμεσα στις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας και τις υποστηριζόμενες από τους Αμερικάνους δυνάμεις του στρατού των εγκαθέτων της Αθήνας. Πολλά από τα κείμενά του στην εφημερίδα «Προς τη Νίκη» κυκλοφόρησαν τον Απρίλη του 1949 και σε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Είμαι μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού (Σελίδες από πολεμικό ημερολόγιο)», το οποίο εκδόθηκε και στην Αμερική την ίδια χρονιά. Σ’ αυτά τα βουνά, σε μια αεροπορική επιδρομή, ο Αλέξης τραυματίστηκε από την πτώση καυτού λαδιού από τη μηχανή ενός βομβαρδιστικού που πετούσε πολύ χαμηλά αφήνοντάς του ένα μόνιμο πρόβλημα στα μάτια. Για πρώτη φορά είχε τραυματιστεί στα Δεκεμβριανά.
Με την κατάρρευση του μετώπου, ακολουθώντας τα τμήματα του ΔΣΕ που υποχώρησαν προ την Αλβανία, ο Πάρνης βρέθηκε, μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνιστές, στην Τασκένδη, την πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν. Αλλά δεν του ήτανε γραφτό να παραμείνει στις «πολιτείες» των πολιτικών προσφύγων περισσότερο από εννιά μήνες, επειδή ένα τηλεγράφημα από τη Μόσχα τον απογείωσε άρον-άρον και τον προσγείωσε στην περίφημη πανεπιστημιακή σχολή λογοτεχνίας στη ρώσικη μεγαλούπολη. Το αναπάντεχο ήταν αποτέλεσμα μιας ευκαιρίας που δόθηκε από τους σοβιετικούς στον Νίκο Ζαχαριάδη να επιλέξει ένα νέο από την Τασκένδη για σπουδές με υποτροφία στη Μόσχα. Ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ θυμήθηκε αμέσως τον νεαρό μαχητή του ΔΣΕ που έκανε ρεπορτάζ στο βουνό και έδωσε το όνομά του στους αρμόδιους. Από κει και πέρα, τα υπόλοιπα ήταν εύκολα για τον ταλαντούχο νεαρό από την Καστέλα, ο οποίος μπήκε για πρώτη φορά σε αεροπλάνο για ένα μακρινό ταξίδι που του άλλαξε τη ζωή εκ θεμελίων.
Από την Τασκένδη στη Μόσχα
Στη Μόσχα, η ζωή του φοιτητή ήταν φτωχική, αλλά πολύ δημιουργική. Η Σοβιετική Ένωση ζούσε έναν οργασμό ανοικοδόμησης μετά την απερίγραπτης έκτασης καταστροφή που είχε υποστεί στα χρόνια του πολέμου με τα γερμανικά στρατεύματα μέχρι τα περίχωρα της πρωτεύουσας και όλα τα αγαθά παρέχονταν από το κράτος με μεγάλη φειδώ. Φιλομαθής και εργατικός, έμαθε γρήγορα τη ρώσικη γλώσσα και συνέχισε να γράφει ποιήματα, τα οποία επιδράσανε καθοριστικά στις σχέσεις του με τους δασκάλους του και μερικούς από τους πιο διακεκριμένους σοβιετικούς λογοτέχνες. Και η αναγνώρισή του ήρθε πολύ γρήγορα και πολύ πανηγυρικά όταν, επηρεασμένος από την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, συνέθεσε ένα επικό ποίημα με το οποίο απέσπασε ένα πρώτο βραβείο στο παγκόσμιο λογοτεχνικό φεστιβάλ που έλαβε χώρα στην Πολωνία, το 1955, με παγκοσμίως γνωστούς συγγραφείς στην κριτική επιτροπή.
Οι σχέσεις του με τον Ναζίμ Χικμέτ που ζούσε τότε στη Μόσχα, αλλά και με σπουδαίους Ρώσους λογοτέχνες, όπως ο Κωνσταντίν Σίμονοφ, ο Αλεξάντρ Τβαρντόβσκι και ο Μπορίς Πολεβόι, που όλοι τους είχαν πολύ μεγάλο κύρος, ήταν ευεργετική σε όλο το διάστημα της παραμονής του στη Μόσχα. Όπως έμαθε πολλά χρόνια αργότερα, το διαμέρισμα στο οποίο έμενε άνευ πληρωμής, δεν αποτελούσε προσφορά, αλλά το ενοίκιό του καταβαλλόταν κάθε μήνα, εν αγνοία του νεαρού λογοτέχνη, από τον ίδιο τον Χικμέτ που είχε ζητήσει από την ιδιοκτήτρια να το κρατήσει μυστικό!
Η επιτυχία του βραβευμένου ποιήματος για τον Νίκο Μπελογιάννη επεκτάθηκε έξω από τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης με εκδόσεις σε πολλές άλλες γλώσσες, ακόμα και στα κινέζικα!, γεγονός που δημιούργησε γύρω από τον συγγραφέα μία ασπίδα προστασίας όταν άρχισαν οι τριβές του με την ηγεσία του ΚΚΕ. Ο Πάρνης δεν έκρυψε ποτέ την πίστη του στον Νίκο Ζαχαριάδη, αλλά όταν μεθοδεύτηκε η καθαίρεσή του από την ηγεσία του ΚΚΕ με τη συνδρομή του ΚΚΣΕ, η ατμόσφαιρα έγινε βαριά έως αποπνικτική για όλους εκείνους τους κομμουνιστές που αρνήθηκαν να αποδεχτούν τα τετελεσμένα και εκφράσανε δημόσια τη στήριξή τους στον Ζαχαριάδη. Αυτή η στάση του έφερε και τη διαγραφή του από το κόμμα, καθιστώντας τον ευάλωτο, όπως πολλούς «Ζαχαριαδικούς» που εκτοπίζονταν στη Σιβηρία.
«Τύχη» που επιφυλάχθηκε και στον ίδιο τον Ζαχαριάδη, ο οποίος στάλθηκε αρχικά σαν… δασάρχης στην πόλη Μποροβιτσί στη βόρεια Ρωσία και στη συνέχεια σαν κανονικός εξόριστος στο Σοργκούτ, στη Σιβηρία! Ο Αλέξης Πάρνης, παρ’ όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπαγόταν, διατηρούσε αλληλογραφία με τον Ζαχαριάδη και του έστελνε φύλλα της «Αυγής» για να τον κρατάει ενήμερο για τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Επίσης, είχε μια φροντίδα για το γιο του Ζαχαριάδη, τον Σήφη, του οποίου η μητέρα ήταν φυλακισμένη στην Ελλάδα.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, και με τον απελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων σε έξαρση, ο Αλέξης Πάρνης έγραψε το «Νησί της Αφροδίτης» με τη μορφή θεατρικού έργου. Με το έργο αυτό ο Πάρνης πρόβαλε τον κυπριακό αγώνα σε όλη τη Σοβιετική Ένωση. Το αποτέλεσμα ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Το έργο ανέβηκε σε 175 θέατρα σε όλη τη χώρα! Το όνομα του Πάρνη είχε μπει στη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια.
«Από πού κι ως πού εμπνεύστηκα το Νησί της Αφροδίτης; Ο Ζαχαριάδης μου είπε «καλά, μωρέ Αλέξη, εκθειάζεις τους οπαδούς του Γρίβα;» Ήτανε η ΕΟΚΑ. Και του απάντησα, Νίκο, δεν εκθειάζω τον Γρίβα, όπως κι εσύ δεν εκθείαζες τον Μεταξά όταν είπες ότι έστω και με την κυβέρνηση Μεταξά εμείς θα πολεμήσουμε το φασισμό. Εκθειάζω τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα. Τον αντιαποικιακό αγώνα του κυπριακού λαού. Αυτό εκθειάζω. Και το δέχθηκε. Ήταν άνθρωπος που σε άφηνε να μιλήσεις, να εκφραστείς και το συζητούσε μαζί σου. Δεν έλεγε, όχι έτσι είναι. Ήτανε ηγέτης.
Αλλά ο συγγραφέας και ποιητής, παρ’ όλη την επιτυχία, αισθανόταν άβολα. Ο εκτοπισμός του Νίκου Ζαχαριάδη, η διαγραφή του από το ΚΚΕ και μια αυξανόμενη αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στη Σοβιετική Ένωση, συν τη νοσταλγία για την Ελλάδα, είχαν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την αποχώρησή του από τη «μεγάλη σοσιαλιστική μάνα» και η ευκαιρία δόθηκε όταν μερικοί γνωστοί διανοούμενοι, μέλη μιας αποστολής από την Ελλάδα, που βρέθηκαν στη Μόσχα, του πρότειναν να επιστρέψει στην πατρίδα έχοντας οι ίδιοι διασφαλίσει ότι δεν θα διωκόταν για τη συμμετοχή του στην αποτυχημένη επανάσταση. Ήταν το έτος 1963.
Από τη Μόσχα στην Αθήνα
Ο Πάρνης στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Με τις εντυπώσεις φρέσκες και τη διεισδυτική ματιά του σε εγρήγορση μπήκε σε μια νέα φάση δημιουργίας, η οποία δεν ανεκόπη ούτε με την εγκατάσταση της δικτατορίας, το 1967. Είχε ήδη εκδώσει βιβλία με ποιήματά του στη Σοβιετική Ένωση, για τα οποία είχε επαινεθεί πολύ από διακεκριμένους Ρώσους λογοτέχνες, όπως οι συλλογές «Σοβιετική γη» και «Η καρδιά της Ελλάδας», ενώ στην Ελλάδα βρήκαν μεγάλη απήχηση τα θεατρικά του έργα, όπως «Το νησί της Αφροδίτης», «Τα φτερά του Ίκαρου» και η «Λευκή κηλίδα», στα οποία πρωταγωνιστούσαν σπουδαίοι ηθοποιοί, μεταξύ των οποίων η Κυβέλη, ο Νίκος Τζόγιας, η Βέρα Ζαβιτσάνου, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος κ.ά. Εν συνεχεία, έγραψε το πικρόχολα σατυρικό μυθιστόρημα «Ο διορθωτής». Ένα από τα πρώτα έργα παγκοσμίως που αναφέρονται στις διώξεις των χαρακτηρισμένων σαν επικίνδυνων για το καθεστώς πολιτών της Σοβιετικής Ένωσης. Η ιστορία ενός απλού υπαλλήλου, με μια ασήμαντη εργασία, ο οποίος καταφεύγει σε διάφορα ευτράπελα στην αγωνιώδη προσπάθειά του να αποφύγει τη σύλληψη για πολιτικούς λόγους με ό,τι αυτό συνεπάγεται, από εξορία μέχρι εκτέλεση.
Όμως, η μέσω της λογοτεχνίας κριτική του Πάρνη στα κακώς κείμενα του σοβιετικού καθεστώτος ενόχλησε την ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος και έδωσε λαβή για να κατηγορηθεί σαν αντισοβιετικός και αντικομμουνιστής. Αυτό δεν εμπόδισε τη χούντα να τον συλλάβει και να τον φυλακίσει. Επειδή, όμως, είχε εντωμεταξύ καταφέρει να μεταφέρει στον κινηματογράφο το «Νησί της Αφροδίτης» με τη συνδρομή του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακαρίου και με πρωταγωνίστρια την Κατίνα Παξινού, ο αρχιεπίσκοπος παρενέβη αμέσως για την απελευθέρωσή του.
(συνεχίζεται)
Στέλιος Ελληνιάδης
Ο Διορθωτής
«Τώρα πια δεν πιστεύω να σας παραξενέψει ο ριψοκίνδυνος τρόπος που βρήκα για να σωθώ. Ξέρετε πόσο δαιμόνια είναι η ράτσα μου! Επεστράτευσα λοιπόν ό,τι δικό της βρήκα μέσα μου. Απ’ τα αρχαία τεχνάσματα, ως τις βυζαντινές πανουργίες. Στάθηκα στην ανεξάντλητη εφεδρεία κάθε Ρωμιού απανταχού της γης, και σε κάθε εποχή – στον περιβόητο Οδυσσέα! Θυμόσαστε πώς ξέφυγε απ’ τον Πολύφημο! Κρεμάστηκε στα μαστάρια μιας θεόρατης προβατίνας και πέρασε ανέπαφος το μπλόκο του τρομερού γίγαντα. Λοιπόν, έτσι θα κοιτάξω να περάσω κι εγώ απ’ τη μύτη της Γκεπεού. Θα κρεμαστώ με τη σβελτάδα κείνου του Λιόβα απ’ τα μαστάρια της αλητείας και της ανηθικότητας, έτσι που να γίνω ανυπόφορος. Τρία ως πέντε χρόνια είναι η τιμωρία για τέτοια αμαρτήματα. Σημαδεμένος με ένα αριθμό, θα ανακατωθώ μέσα στο χείμαρρο που κατακλύζει χιλιάδες στρατόπεδα. Δύσκολο να σε βρούνε σε κείνη τη Βαβέλ – θα ‘ναι σα να ψάχνεις να βρεις ένα μαυροφάσουλο σε χιλιάδες τόνους όσπρια. Ακόμα κι αν το βάλουν πείσμα να με βρούνε, θα περάσουν μήνες. Επιτέλους, δεν είναι άσχημο να κερδίσεις χρόνο. Στο μεταξύ ποιος ξέρει τι γίνεται…» Έτσι καταστρώνει το σχέδιο του ο Λάζαρ Λευτέροβιτς, με ρίζες από την Τραπεζούντα, για να γλυτώσει τα χειρότερα.
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ο Διορθωτής», εκδ. Εστία)
Το Νησί της Αφροδίτης
«Η πολύχρονή μου Οδύσσεια στην ξενιτιά είχε πια τελειώσει – έτσι τουλάχιστον πίστευα κι εγώ και οι φίλοι μου, όμως, η δικτατορία αναποδογύρισε τις προσδοκίες μας. Με συλλάβανε στο σπίτι μου μια βδομάδα ύστερα από το πραξικόπημα και ποιος ξέρει για ποιο ξερονήσι θα τράβαγα, αν δεν με γλίτωνε η «κυπριακή μου ταυτότητα» και η φήμη που είχα αποκτήσει ως συγγραφέας εθνικού πατριωτικού έργου. Τέλος πάντων, με αφήσανε ελεύθερο, αλλά από τη δουλειά μου στον ΕΟΤ με απέλυσαν. Μια από κείνες τις απελπισμένες μέρες, περπατώντας έξω από τον Εθνικό Κήπο, συνάντησα την Κατίνα Παξινού. Την είχανε απολύσει κι αυτήν από το Εθνικό Θέατρο και ήταν σαν θυμωμένη λέαινα που τη διώξαν από τη φωλιά της. «Κάτι πρέπει να κάνουμε… Αλλά δίχως Να ‘μαστε στη δικαιοδοσία τους…», μου είπε. Και ξαφνικά τη φώτισε η μεγάλη ιδέα. «Βρε, Αλέξη», μου φώναξε με μια χαρμόσυνη έκφραση. «Δεν πας στον φίλο σου τον Μακάριο να σου δώσει λεφτά, να κάνουμε ταινία το «Νησί»; Έχω πολλούς φίλους στην Αμερική. Και πρώτα πρώτα τον Σκούρα της Φοξ. Μπορούμε να κάνουμε σπουδαία προπαγάνδα για την Κύπρο αν η ταινία βγει πετυχημένη…». Ύστερα από δυο μέρες πήρα κιόλας το αεροπλάνο για τη Λευκωσία…»
(Απόσπασμα από το κείμενο «Η κυπριακή μου ταυτότητα» του Αλέξη Πάρνη, στο λογοτεχνικό περιοδικό «λέξη»)