Οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις προχωρούν χωρίς την ενεργό συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα
Του Ρούντι Ρινάλντι
Η ζωή γενικά και ειδικότερα οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις προχωρούν καταγράφοντας μια μεγάλη απουσία, αυτήν του λαϊκού παράγοντα. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλη διαπίστωση που «έφερε» η χρονιά που διανύουμε, το πιο έκδηλο κοινωνικό σημάδι -ιδιαίτερα μετά το καλοκαίρι. Η κοινή λογική (ο συσχετισμός δύναμης, η διάψευση αυταπατών, η προσπάθεια επιβίωσης που έχει γίνει πιο οδυνηρή) οδηγεί σε μια κατάσταση όπου ο καθένας, σχεδόν παραδομένος στη μοίρα του, πασχίζει να βρει ατομικά κάποια σανίδα σωτηρίας.
Η συλλογικότητα αλλά και το φρόνημα έχουν υποστεί ρήγματα. Το διαπιστώνει κανείς παρατηρώντας την απουσία μιας ενιαίας και διάχυτης θέλησης, την απουσία ορμής και διάθεσης συμμετοχής σε συλλογικούς αγώνες και αντιστάσεις που στόχο θα είχαν να βάλουν τέρμα στο κακό που μας βρήκε. Αυτή η οπισθοχώρηση καταγράφεται τόσο στις δημοσκοπικές έρευνες όσο και στο πνεύμα των καιρών, όπου φαίνεται να γίνονται αποδεκτά (με οργή και θυμό βέβαια, πλην όμως αποδεκτά) πολλά μέτρα και νόμοι που σε άλλες εποχές θα προκαλούσαν «σεισμό» και ταχύτατη φθορά εκείνων που θα επιχειρούσαν να τα υλοποιήσουν. Παραμένει, ωστόσο, ενεργή η αντίθεση προς το πολιτικό σύστημα και η γενικευμένη αναξιοπιστία του, παρ’ ότι εσχάτως νομιμοποιείται μια κάποια απόπειρα διαχείρισης και λειτουργίας του κράτους και της οικονομίας σε πιο «νοικοκυρεμένο» πλαίσιο.
Τούτων δοθέντων, θεωρούμε ότι έχει μεγάλη σημασία να γίνουν τρεις κρίσιμες επισημάνσεις, να δούμε πώς αυτές επιδρούν ή και διαμορφώνουν την εικόνα που προαναφέραμε.
Α) Ο αντίκτυπος από μεγάλα ζητήματα και ρεύματα συμπεριφοράς λαϊκών στρωμάτων.
Πρέπει να αναλογιστούμε σοβαρά πώς καταγράφονται στη συνείδηση των απλών ανθρώπων, στα «ακροατήρια» μερικών εκατομμυρίων δηλαδή, γεγονότα όπως ο πόλεμος στη Συρία, η όξυνση των αντιθέσεων και των απειλών, τα προσφυγικά κύματα, αλλά και όσα ιδιαίτερα συμβαίνουν στην Ευρώπη και στην περιοχή μας μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι.
Να δούμε ακόμη, πώς καταγράφονται γεγονότα όπως η μετάλλαξη και πλήρης υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό-μεταπρατικό πλαίσιο, οι επιτυχίες της Ακροδεξιάς στις πρόσφατες εκλογές της Γαλλίας, οι ήττες των λαϊκών συνασπισμών σε Βενεζουέλα και Αργεντινή. (Το «όχι» των Δανών στην Ε.Ε. πέρασε σχεδόν απαρατήρητο και χωρίς επίδραση στη χώρα μας).
Έχουμε μια υποχώρηση της αριστερής ρητορικής στα μεγάλα ακροατήρια, έχουμε μια μεγαλύτερη αναζήτηση σε έναν διαχειριστικό και πραγματιστικό τρόπο διακυβέρνησης, έχουμε την αναζήτηση μιας υπερβατικής συντηρητικής πολιτικής ακόμα και σε ακροδεξιά σχήματα εφόσον αυτά δεν είναι ή δεν εμφανίζονται να είναι μέσα στο επίσημο πολιτικό κάδρο; Αναζητείται εκφραστής αποτελεσματικών λύσεων ανεξαρτήτως του πρόσημου που θα εκφέρει ο πολιτικός του λόγος;
Μήπως μετά από την πρόσκαιρη λάμψη μιας ορισμένης αριστερής ρητορικής που δεν μπορεί να φέρει λύσεις και εναλλακτικές, έχει επέλθει μια κάμψη που προετοιμάζει το έδαφος για την επανεμφάνιση μιας πιο ανοικτά δεξιάς πολιτικής; Φαίνεται ότι το μείγμα δεξιών αξιών και αριστερών ιδεών ως μέθοδος μιας ορισμένης διαχείρισης φτάνει σε ένα όριο στην Ευρώπη. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η τάση που εκφράζεται μέσα σε πλατιά στρώματα των πληθυσμών, να θέλουν μια αντισυστημική αλλαγή έστω και συντηρητικής κοπής, αρκεί να καταπολεμά την υποκρισία του πολιτικού κόσμου και την τενεκεδένια υποκρισία μιας Αριστεράς, που δεν είναι καν Αριστερά, πρέπει να μελετηθεί σοβαρά.
Εξίσου σοβαρά πρέπει να ιδωθούν και οι δύο μεγάλες «σταυροφορίες», ο πόλεμος ενάντια στον ISIS και η εχθρότητα προς τη Ρωσία. Από την έκβασή τους θα κριθεί αν θα επηρεαστούν τα μεγάλα ακροατήρια σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα αλλά και οι επιλογές που θα γίνουν. Ποια, λοιπόν, πρέπει να είναι η ριζοσπαστική στάση απέναντι σε αυτήν την καταιγίδα; Ο αγώνας ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό στις αρχές του 2000 ήταν ένας στόχος που ένωνε, άνοιγε πεδία, δημιουργούσε γέφυρες ανάμεσα σε προοδευτικά κόμματα και κινήματα χωρίς άμεσα να αμφισβητείται ο ευρωπαϊσμός. Τώρα υπάρχει μεν ο ευρωσκεπτικισμός, η Ε.Ε. μοιάζει με ένα τσίρκο που τα διάφορα θηρία πειθαρχούν στον γερμανό θηριοδαμαστή, αλλά όλα τρίζουν. Η αμφισβήτηση από τα αριστερά μοιάζει να μην υπάρχει, αφού εφαρμόζει κι αυτή πειθήνια πλέον τα παραγγέλματα του θηριοδαμαστή. Ο κόσμος θα κληθεί να πάρει θέση σε διλήμματα που θα μπουν από τα πάνω με τέτοια ένταση που ενδεχομένως θα απορροφούν το κοινωνικό ζήτημα της κάθε χώρας. Ήδη ο εθνικισμός έχει κάνει πολύ δουλειά και τώρα μπορεί λύσεις πιο σύνθετες -με εντελώς παραγκωνισμένη την Αριστερά- να βάλουν σε περιπέτειες και περαιτέρω αποσταθεροποίηση ολόκληρη την Ευρώπη. Ας μην έχουμε αυταπάτες: αυτές τις «ατζέντες» πολιτικά κάποιοι θα τις εκφράσουν…
Β) Η κεντροαριστερή διαχείριση στη χώρα μας
Κοντεύει να κλείσει ένας χρόνος συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η φθορά του σχήματος είναι βέβαια στην ημερήσια διάταξη, παραμένει όμως ανθεκτικό ακόμη, καθώς η φθορά του άλλου μπλοκ είναι -μέχρι τώρα- μεγαλύτερη και βαθύτερη, αλλά και γιατί η κεντροαριστερή ρητορική μπορεί έως ένα σημείο να συμβαδίζει με το κλίμα και την εικόνα που περιγράψαμε στην αρχή. Τα εκατομμύρια που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ δεν ήθελαν μετάβαση στο σοσιαλισμό. Προσδοκούσαν μια ελάφρυνση της θέσης τους, φοβούμενα τη ραγδαία χειροτέρευσή της. Πιστεύουν, λοιπόν, στη ρητορική ότι η παρούσα κυβέρνηση νοιάζεται λίγο παραπάνω για αυτούς από ό,τι οι προηγούμενοι. Δεν έχει σημασία η αλήθεια του συλλογισμού αυτού αλλά η λειτουργία του, η αποτελεσματικότητά του. Επομένως, η κεντροαριστερή διαχείριση έχοντας αυτήν την ιδιότυπη σχέση με τα λαϊκά στρώματα, αξιοποιώντας τα χάλια της Δεξιάς, κατορθώνει να γίνεται αποδεκτή από τους ευρωκράτες και τις ελίτ της χώρας μας: κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να προσφέρει ένα τόσο πλούσιο διπλό δώρο: να περάσει όσα δεν μπορούσαν όλες οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια και να προσφέρει μια κοινωνική ειρήνη με την οπισθοχώρηση αγώνων και την γενικευμένη απογοήτευση.
Παρ’ όλα αυτά η πραγματικότητα είναι σκληρή. Με 153 βουλευτές δεν κυβερνάς εύκολα, ιδιαίτερα όταν πρέπει να περάσεις σκληρά μέτρα και να προχωρήσεις σε επώδυνους συμβιβασμούς σε Κύπρο, Αιγαίο, Προσφυγικό κ.λπ. Αυτό δεν το ξέρει μόνο ο Αλέξης, το ξέρει και ο Αλέκος (Φλαμπουράρης) και ο Γιάννης (Δραγασάκης). Το ξέρει και η Αγκέλα (ποια;) και ο Βόλφγκαγκ (Σόιμπλε). Επομένως, οι πιέσεις και διεργασίες για σχήματα συνεργασίας και γέφυρες δίνουν και παίρνουν. Το παράξενο είναι ότι πιέζουν το Ποτάμι που έχει πάρει την κάτω βόλτα και προκύπτει ως σωσίβιο ο Λεβέντης… Τόσο ριζοσπαστικά… Προς το παρόν καβαλάμε τις βδομάδες με μικρό ακόμη βαθμό δυσκολίας, μεταθέτουμε όσα μπορούμε έως την στιγμή που θα ακουστεί το μπαμ: Γιατί θα ακουστεί…
Γ) Η κρίση στην Ν.Δ. και η προετοιμασία του εδάφους
Η κρίση στην Ν.Δ. είναι βαθιά και αφορά τόσο τις ιδέες όσο και τα πρόσωπα. Ως κόμμα δε είναι άθροισμα βασικών μετόχων που στον ανταγωνισμό τους μπορούν να διαλύσουν το «μαγαζί». Όμως, δεν πρέπει να λησμονιέται ότι η εκλογική βάση της Ν.Δ. έχει δείξει ανθεκτικότητα και τώρα αποκτά ορισμένα επιθετικά χαρακτηριστικά απέναντι στην ΣΥΡΙΖέικη διαχείριση. Πιο απλά είναι αυτοί που φωνάζουν, διαμαρτύρονται, χλευάζουν το «πρώτη φορά Αριστερά δεν θέλατε, πάρτε τώρα» κ.λπ. Βλέπουν την κρίση στο δικό τους μαγαζί αλλά θα συσπειρώνονταν εύκολα στην εμφάνιση ενός ισχυρού, αποτελεσματικού ηγέτη, σε κάποιον που μπορεί να πείσει ότι μπορεί να δώσει λύσεις. Ακόμα κι αν αυτός δεν φαίνεται, οι περιστάσεις «δουλεύουν» για την εμφάνισή του. Χώρος για μια καθαρόαιμη δεξιά πολιτική υπάρχει και η χρεοκοπία της αριστεράς υποβοηθά πολύ στην ανάδειξή της. Τα ακροατήρια του ΣΥΡΙΖΑ είναι μαγκωμένα και δαγκωμένα, δεν μπορούν να απαντήσουν ουσιαστικά στις διεργασίες που συντελούνται, πρέπει διαρκώς να αμύνονται, να δικαιολογούν, ενίοτε να κρύβονται, να αποφεύγουν κακοτοπιές (καφενεία, δημόσιες εκδηλώσεις κ.λπ. Όποιος ονειρεύεται μια εύκολη επανάληψη του κύκλου που ζήσαμε στην πενταετία 2010 – 2015 θα διαπιστώσει πολύ σύντομα ότι κάτι τέτοιο είναι απίθανο. Άλλα θα είναι τα χαρακτηριστικά του επόμενου κύκλου κι όσο πιο γρήγορα τα αντιληφθούμε τόσο το καλύτερο. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείονται αγώνες και αντιστάσεις. Προμηνύματα, άλλωστε, υπάρχουν ήδη στον αγροτικό χώρο, τον χώρο της υγείας και αλλού. Οι αντιστάσεις αυτές θα έχουν απήχηση μόνο αν διατηρήσουν ακηδεμόνευτο χαρακτήρα, δυνατότητα συσπείρωσης πλατιών στρωμάτων κι αν αναζητήσουν πολιτικές προϋποθέσεις, συνολικοποιήσεις και κεντρικούς στόχους.
Για τη συμπεριφορά και το modus vivendi της υπόλοιπης Αριστεράς σε επόμενο σημείωμα.