«Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα»…
Ακόμα μια φορά κατεβαίνω προς το λιμάνι. Ο δρόμος δίπλα στο κάστρο της πόλης σε βγάζει στο ντοκ. Τον τελευταίο καιρό η παρουσία των προσφύγων και των μεταναστών στην περιοχή με φέρνει πολύ συχνά μέχρι τους χώρους επιβίβασης στο πλοίο της γραμμής. Ασυναίσθητα μου βγαίνουν στα χείλη η μελωδία και οι στίχοι του παλιού τραγουδιού.
«Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα». Μια παράξενη «νοσταλγία» κατακλύζει το νου κατακυριεύει τη σκέψη. Η φωνή της Πόλυς Πάνου, εξαρτημένο αντανακλαστικό, οδηγεί κατευθείαν στον αναστεναγμό της μάνας, που παρακολουθεί την ταινία στο θερινό σινεμά, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60, μαζί με τις άλλες γυναίκες της οικογένειας και με μας τα πιτσιρίκια να τρέχουμε πάνω κάτω στα χαλίκια του κινηματογράφου, αποστρέφοντας το βλέμμα από τη «μουντή» οθόνη.
Λίγο δύσκολο να αντιληφθούμε τότε τη δική τους την έννοια, με τρία αδέρφια στην ξενιτιά. Αυστραλία, Αμερική, για χρόνια μακριά, με μόνη παρηγοριά τα γράμματα που και που. Ακόμα και τώρα, αφού δεν το ’χουμε ζήσει, δεν είναι εύκολο να το νιώσουμε.
Αναδρομή στα παλιά. Ένας κόσμος στη φτώχια, η πόλη μικρή. Πολύ μικρή. Αλλά λαμπερή. Το χέρι των Ιταλών αρχιτεκτόνων και ο ιδρώτας των Κώων την έχτισαν σιγά-σιγά μετά το σεισμό του ’33 και την άφησαν στους νεότερους να τη διαφεντέψουμε, μαζί με το υπόλοιπο νησί, υπό την αιγίδα της ελληνικής πολιτείας, που μόλις έβγαινε απ’ τον Εμφύλιο.
Η Ελλάδα, ζαλισμένη ακόμα από τους πολέμους, δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της κι αυτά βγήκαν στο δρόμο για μια καλύτερη τύχη.
Αυτό το πλάτεμα στο λιμάνι, που τώρα παίρνω στροφή να γυρίσω, με κάποιες νταλίκες έρημες να περιμένουν το πλοίο της γραμμής, είναι μια επέκταση της στεριάς μέσα στη θάλασσα για να δένει το πλοίο. Η προβλήτα, που φιλοξενεί τις νταλίκες και το κοντέινερ της Frontex, παλιά δεν υπήρχε. Το νησί δεν γεννήθηκε μ’ αυτήν.
Παλιά το πλοίο «έδενε» αρόδο. Το ταξίδι για τον Πειραιά, μια περιπέτεια που άρχιζε με άλλη. Με γκαζολίνα φτάναμε στη σκάλα του πλοίου, που κατέβαινε μέχρι το κύμα να μαζέψει τους επιβάτες και τα μπαγκάζια τους για το ταξίδι.
Κι απ’ την ακτή, στην αποβάθρα εκεί μπροστά στο Δημαρχείο, κουνούσαν μαντήλια, άσπρα να φαίνονται, που όμως χάνονταν σιγά-σιγά όσο πλησιάζαμε στη σκάλα του πλοίου. Εκεί γινόταν η επιβίβαση για τα ταξίδια στην πρωτεύουσα και τα άλλα νησιά. Όλα, τότε, ταξίδια ανάγκης και όχι αναψυχής.
Εκεί, στην αποβάθρα, γινόταν η επιβίβαση ανθρώπων και πόθων, για τα μακρινά ταξίδια. «Φεύγεις αγάπη μου, φεύγεις χαρά μου, πάρ’ τις ελπίδες μου τα όνειρά μου ….». Εκεί όλη η πόλη ζούσε τον αποχωρισμό, εκεί όλη η πόλη αποχαιρετούσε ένα κομμάτι απ’ το σώμα της. Κάθε αποχαιρετισμός, γεμάτος πόνο. Όσοι έφευγαν για τα ξένα δεν ήξερες πότε και αν θα γυρίσουν. Τα υπερωκεάνια περίμεναν στον Πειραιά και η νέα γη άγνωστη και πολύ μακριά.
Παραμονές Χριστουγέννων του 2015. Το σκοτάδι πέφτει στο λιμάνι. Στις 12 αρχίζει η καταγραφή των προσφύγων και μεταναστών στο κοντέινερ της Frontex, στο πιο απομακρυσμένο σημείο του λιμανιού.
Όλη τη νύχτα ομάδες προσφύγων και μεταναστών, μετακινούνται από τις ακτές προς το λιμάνι για την καταγραφή. Ώρες ολόκληρες σε βάρκες μισές ποτίζονται την αλμύρα της θάλασσας. Θεριό άγνωστο η θάλασσα -στης Ασίας τα βάθη έχει άλλα θεριά, απ’ αυτά δεν γλιτώνεις, παρά μόνο δραπέτης- αμέτρητες γλώσσες τα κύματα γλείφουν ανθρώπους και μοίρες. Στο λιμάνι το επόμενο πλάνο. Το χαμόγελο ολοζώντανο, το κορμί παγωμένο. Εκεί θα πάρουν ρούχα στεγνά και παπούτσια από την Ομάδα της Αλληλεγγύης και κουβέρτες της Ύπατης Αρμοστείας, να φυλαχτούν απ’ το κρύο. Το τι πέρασαν κανένας δεν ξέρει.
Εκεί, στο λιμάνι, θα περιμένουν υπομονετικά να καταγραφούν από το κλιμάκιο της Frontex, την ώρα που τα όνειρά τους, έχοντας οι ίδιοι δεχθεί την πρώτη θαλπωρή, αρχίζουν να πλάθονται και να παίρνουν σχήμα και μορφή, να καταγράφονται σαν όνειρα για πρώτη φορά μαζί με τη φωτογραφία και το όνομά τους στο Υπηρεσιακό Σημείωμα, που θα τους συνοδεύει για πάντα, έχοντας πατήσει και έχοντας φιλήσει τα χώματα της Ευρώπης, αφήνοντας πίσω τους το κουπί που τους έβγαλε στη στεριά δεσμεύοντας όλες τις δυνάμεις τους για ώρες – πού χρόνος για όνειρα στα νερά!
Οι νταλίκες, άδειες, περιμένουν το επόμενο πλοίο. Παγωνιά και βουβαμάρα στο ντοκ. Το λιμάνι δεν είναι αυτό που ήταν. Εδώ και δεκαετίες έχει μετακινηθεί στην άκρη του κάστρου. Στο πέρασμα του χρόνου και πολλά άλλα άλλαξαν. Ένα απ’ αυτά, τα μεγέθη. Το ανθρώπινο στοιχείο, μια μικρή κουκίδα, στο μηδέν της κλίμακας. Κυριαρχεί ο όγκος των πλοίων, οι στριγκοί ήχοι των μετάλλων, τα εμπορεύματα, η βιασύνη, το μουγκρητό και η κάπνα των οχημάτων. Ένα απ’ αυτά -το δικό μου ήταν- προδόθηκε από την μπαταρία του και δεν είχε σκοπό να ξεκουνηθεί. Από το πουθενά και χωρίς να τους ζητηθεί τρεις νεοφερμένοι Πακιστανοί, με το σώμα ακόμα μουσκεμένο, τυλιγμένοι απ’ τους ώμους με τις κουβέρτες της Ύπατης Αρμοστείας, έσπευσαν να βάλουν κι αυτοί ένα χεράκι, να ξαναβρεθεί ο άνθρωπος στο επίκεντρο των πραγμάτων. Με την ελπίδα στα μάτια τους ότι κάπου υπάρχει για όλους μια φιλόξενη γη.
Ο ίδιος ο τόπος, χτες και σήμερα, το ίδιο νησί. Τα ίδια όνειρα, από άλλους ανθρώπους, γιατί οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι, πλέκουν τα όνειρα σαν αντίδοτο, σ’ αυτό που βρίσκεται εκεί έξω, έξω από μας, και θέλει να έχει καθοριστικό και αποφασιστικό ρόλο στη ζωή και στο θάνατο όλων.
Περιμένοντας ένα πλοίο να τους βγάλει στο άγνωστο γιατί το άλλο το γνώρισαν και οτιδήποτε άλλο θα είναι καλύτερο απ’ αυτό, αρκεί μια κουβέρτα από ένα χέρι ζεστό ή ένα άσπρο μαντήλι, να πέσει σαν αυλαία στο παράλογο χτες και να τους δώσει κουράγιο να συνεχίσουν να ονειρεύονται για ένα καλύτερο αύριο.
Ο Γιώργος Φ. Χαρτοφίλης είναι εκπαιδευτικός