Του Μύρωνα Ξυδάκη*
Λίγες μόλις ώρες έχουν απομείνει πλέον έως το δημοψήφισμα της Κυριακής. Οι έως τώρα δημοσκοπήσεις δείχνουν το ΝΑΙ και το ΟΧΙ να βρίσκονται πολύ κοντά. Αυτό άλλωστε μπορεί να το διαπιστώσει εύκολα ο οποιοσδήποτε παρακολουθώντας μια συζήτηση στον δικό του μικρό-δημόσιο χώρο (οικογενειακό ή εργασιακό περιβάλλον, φίλοι, γειτονιά κλπ). Την ίδια στιγμή όμως φαίνεται να υπάρχει μια γκρίζα περιοχή ανάμεσα σε αυτές τις δύο απαντήσεις, και δεν αναφέρομαι στους αναποφάσιστους. Μιλάω κυρίως για τον κόσμο εκείνο ο οποίος στο ερώτημα ΝΑΙ ή ΟΧΙ απαντά «Δεν έχει σημασία». Η εκτίμηση αυτή δεν αφορά μόνο όσους δεν έχουν πάρει ακόμα θέση ή όσους έχουν σκοπό να απέχουν αλλά μπορεί να τη συναντήσει κάποιος και ως συνοδευτική ενός ΟΧΙ. «ΟΧΙ αλλά…».
Στο υπέδαφος αυτής της γκρίζας περιοχής μέσα από το οποίο αναφύεται μια τέτοια απάντηση βρίσκεται η απογοήτευση και η παραίτηση. Απογοήτευση που γεννάται από την αίσθηση ή ακόμα ακόμα και την συνείδηση ενός αδιεξόδου για το τι θα γίνει από Δευτέρα αν οι δανειστές εξακολουθήσουν να τηρούν σκληρή στάση. Εδώ είναι σαφές ότι εντοπίζεται από αυτόν τον κόσμο η έλλειψη μιας στρατηγικής που να δίνει βάθος, υπόσταση και δυναμική σε ένα ΟΧΙ. Διαφορετικά ειπωμένο, το επιχείρημα ότι «με το ΟΧΙ θα διαπραγματευτούμε πιο αποτελεσματικά» φαίνεται να μην πείθει ακόμα και εκείνους που είναι διατεθειμένοι να το στηρίξουν.
Και πώς άλλωστε να πείσει όταν πλέον είναι σαφές με τον πιο πρόδηλο τρόπο –ειδικά μετά και από τα γεγονότα των τελευταίων ημερών- ότι ο ελληνικός λαός έχει απέναντι του ένα ολόκληρο σύστημα, οργανωμένο στην εντέλεια, το οποίο εφορμάται όχι από διάθεση εξεύρεσης μιας λύσης αλλά από κίνητρα τιμωρητικά. Κίνητρα που αποβλέπουν στην τιμωρία ενός ολόκληρου λαού επειδή τόλμησε 5 χρόνια να αγωνιστεί με σθένος και να αμφισβητήσει τους μνημονιακούς μονοδρόμους που έχουν επιβληθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Η απογοήτευση αυτή μπορεί επίσης να προκύπτει και από την συναίσθηση των δύσκολων στιγμών στις οποίες έχει περιέλθει η χώρα εξαιτίας ακριβώς αυτής της τιμωρητικής διάθεσης των δανειστών. Είναι πλέον σαφές ότι από Δευτέρα τα πράγματα θα είναι δύσκολα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα κατά την γνώμη μου με αυτήν την απογοήτευση έγκειται στον κίνδυνο να εμπεδωθεί –αν δεν έχει ήδη γίνει- μια αίσθηση ματαιότητας. Μια αίσθηση πως ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν κάνουμε, τα πράγματα δεν πρόκειται να αλλάξουν γιατί πολύ απλά το παιχνίδι παίζεται αλλού και από άλλους. Κινδυνεύει έτσι να διαστρεβλωθεί μια σημαντική αλήθεια, ο βασικότερος νόμος της κοινωνικής εξέλιξης, που λέει ότι ο λαός είναι ο παραγωγός της ιστορίας. Αυτός με την πράξη ή την απραξία του, με τα ΝΑΙ ή τα ΟΧΙ του είναι που καθορίζει την εξέλιξη της ιστορίας και βάζει την σφραγίδα του στο μέλλον.
Για να ανατραπεί αυτή η απογοήτευση, για να αποτραπεί ο κίνδυνος πλατιά στρώματα της κοινωνίας να βυθιστούν ξανά στην παθητικότητα και την αδράνεια, χρειάζεται κατ΄ αρχάς αλλαγή στρατηγικής. Το ΟΧΙ να μην αποτελέσει απλά ένα όπλο στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης αλλά να συνδυαστεί με το όραμα ότι «Η Ελλάδα μπορεί αλλιώς». Μπορούμε να φτιάξουμε μια χώρα με πραγματική δημοκρατία, με μια οικονομία που να παράγει, με αξιοπρέπεια και λαϊκή κυριαρχία.
Χρειάζεται ένα σχέδιο που να δίνει στο ΟΧΙ το αναγκαίο βάθος ώστε να γίνει προσκλητήριο ενεργητικής συμμετοχής στην κατεύθυνση αυτών των βαθιών μετασχηματισμών που έχει ανάγκη ο λαός. Το δημοψήφισμα δεν μπορεί να είναι μια ακόμα «εντολή» που την παραδίδει ο λαός σε κάποιους και αυτοί θα την διαχειριστούν ερήμην του στο τραπέζι μιας διαπραγμάτευσης στις Βρυξέλες, όπως γινόταν τους τελευταίους 5 μήνες.
Δεδομένου ότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν είναι ορατό αυτή την στιγμή στον δημόσιο λόγο, χρειάζεται να οικοδομηθεί μέσα από τον ίδιο τον λαό. Χρειάζεται ο λαός να πάρει το ΟΧΙ στα χέρια του και μέσα από την κίνηση του, τα λόγια και τα έργα του, τον βαθμό ωρίμανσης του, να θέσει τις βάσεις ενός τέτοιου σχεδίου. Όπως ακριβώς έγινε και το ’40 όταν ο λαός μας πήρε ένα ξέπνοο «ΟΧΙ δια την τιμή των όπλων», το έκανε δικό του και μπόρεσε μέσα από τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες να γράψει μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας του.
Κλείνοντας, να πω ότι με έναν τρόπο ανήκω κι εγώ σε αυτήν την γκρίζα ζώνη. Την Κυριακή όμως θα ψηφίσω ΟΧΙ. Και πραγματικά δεν ξέρω τι θα επακολουθήσει την Δευτέρα αν το ΟΧΙ αυτό είναι πλειοψηφικό. Ξέρω ότι θα είναι δύσκολα τα πράγματα, από την άλλη όμως ξέρω και που θα μας οδηγήσει το ΝΑΙ. Ξέρω που μας έχει οδηγήσει εδώ και 5 χρόνια η λογική του «ΝΑΙ σε όλα». Και την ίδια στιγμή ξέρω ότι το ΟΧΙ αφήνει μια χαραμάδα για να μπει λίγο φως. Αφήνει ένα παράθυρο ανοιχτό στην ελπίδα. Το πότε και το πώς το παράθυρο αυτό θα ανοίξει δεν το ξέρω. Ξέρω όμως ότι ένας άνθρωπος φοβισμένος κλείνεται στον εαυτό του, εγκολπώνοντας ένα αίσθημα ντροπής και ενοχής. Από την άλλη ένας άνθρωπος υπερήφανος έχει το θάρρος να κοιτάξει τον διπλανό του στα μάτια και να του απλώσει το χέρι στα δύσκολα. Ξέρω ότι ένας λαός υποταγμένος δεν βλέπει τίποτα άλλο πέρα από το χώμα που πάνω του σέρνεται. Ένας λαός όμως υπερήφανος, με το κεφάλι ψηλά, κοιτάζει πάντα ουρανό. Αυτή η αξιοπρέπεια και η υπερηφάνεια είναι η καλύτερη παρακαταθήκη αλλαγής για το μέλλον.
* O Μύρωνας Ξυδάκης είναι εκπαιδευτικός, μέλος της ΟΜ ΣΥΡΙΖΑ Κέντρου Ηρακλείου Κρήτης