Στο δεύτερο μέρος της παρουσίασης του άρθρου του Δ. Μπάτση (τεύχος αριθ. 4/Μάιος-Ιούλιος 1948), ο συγγραφέας καταγράφει τις αρνητικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του σχεδίου που είχαν σαν αποτέλεσμα την οριστική ματαίωση «κάθε δυνατότητας για μια εσωτερική αυτοδύναμη ανάρρωση».
«Η συζήτηση ωστόσο για τη βιωσιμότητα ή όχι της ελληνικής οικονομίας παίρνει σήμερα εντελώς ακαδημαϊκό χαρακτήρα γιατί από καιρό έπαψε να υπάρχει μια ανεξάρτητη ελληνική οικονομική πολιτική και ιδιαίτερα γιατί δεν υπάρχει ουσιαστικά μια, έστω και υποτυπώδης, οικονομική συγκρότηση που ν’ ανταποκρίνεται στις στοιχειακές απαιτήσεις του σημερινού τρόπου παραγωγής.
»Συνακόλουθα το ζήτημα τοποθετείται σήμερα διαφορετικά: 1) Είναι σε θέση το σημερινό οικονομικό σχήμα να εξασφαλίσει στη μισθωτή εργασία, και γενικότερα στον εργαζόμενο λαό, έστω και τα στοιχειακά κοινωνικά δικαιώματα για εργασία και για επιβίωση, που θεωρητικά πρέπει να παρέχει ο υφιστάμενος τρόπος παραγωγής; Και πιο συγκεκριμένα, μπορεί να εξασφαλίσει: α) έναν ομαλό κύκλο και αυτής ακόμη της απλής αναπαραγωγής των στοιχείων της οικονομίας; β) μας εξασφαλίζει έστω και μια υποτυπώδη συντήρηση της πολυτιμότερης παραγωγικής δύναμης, της ζωντανής δηλ. εργασίας και της δραστηριότητας του εργαζομένου λαού;
2) Είναι δυνατό οι ξένες πιστωτικές ευκολίες, και στην προκειμένη περίπτωση το “σχέδιο Μάρσαλ”, ν’ αναστηλώσουν την οικονομία και ιδιαίτερα να την καταστήσουν τελικά βιώσιμη;
»Αυτά νομίζουμε πως είναι τα δύο βασικά σημεία, που έπρεπε ν’ ανησυχούν τους υπεύθυνους χειριστές των οικονομικών μας και όσους “ευαγγελίζονται” τη δοξασία της μη βιωσιμότητας, ώστε να τοποθετηθεί το οικονομικό μας πρόβλημα στη σωστή αντικειμενική του βάση…
»…Η βασική, η πρωταρχική οικονομική αρχή, ότι μία οικονομία είναι αδύνατο να συντηρηθεί και περισσότερο να ορθοποδήσει στηριζόμενη αποκλειστικά στον ξένο δανεισμό, χωρίς να βασισθεί στη δική της εσωτερική οικονομική επιφάνεια, δεν τηρήθηκε από το τέρμα του πολέμου και δώθε στην Ελλάδα. Κανένα πρόγραμμα δεν καταστρώθηκε που να ρίξει το κύριο βάρος του στην ανόρθωση και ανάπτυξη του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, ώστε να εξασφαλίζεται κατά κύριο λόγο από την εθνική παραγωγή.
»Έτσι, αν και διατέθηκαν, σε διάστημα 42 μηνών, με τη μορφή δανείων και παροχών περί τα 2 δισεκατομμ. δολλάρια, καμμιά βελτίωση δεν σημειώθηκε στον τομέα του παραγωγικού μας εξοπλισμού και συνακόλουθα της εθνικής μας παραγωγής. Το μεγαλύτερο μέρος του κολοσσιαίου αυτού ποσού διατέθηκε άμεσα ή έμμεσα για εξωπαραγωγικές στρατιωτικές δαπάνες, το δε υπόλοιπο χρησιμοποιήθηκε για την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και του ισοζυγίου των πληρωμών, είτε χαρίστηκε στους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους (σκάνδαλα Ούνρα, κερδοσκοπία σε βάρος του εθνικού νομίσματος, αποφυγή παραγωγικών επενδύσεων, φυγάδευση κεφαλαίων κ.λπ.).
»Με την πολιτική αυτή χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία που παρουσιάστηκε, για να αναπληρώναμε τις εισαγωγές της Ούνρα και των άλλων κονδυλίων τις τρέχουσες καταναλωτικές μας ανάγκες, ώστε να έριχναν -οι διευθυντικοί οικονομικοί κύκλοι- το κύριο βάρος τους στη σταθεροποίηση της γεωργίας και βιομηχανίας εξασφαλίζοντας με παραγωγικές επενδύσεις μια οικονομική ισορροπία ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο και πετυχαίνοντας με τις επενδύσεις αυτές, που θα αξιοποιούνταν παραγωγικά, τις υγιείς βάσεις για μια τόσο απαραίτητη νομισματική σταθεροποίηση… Προτίμησαν να εφαρμόσουν την πολιτική των βραχυπρόθεσμων επενδύσεων σε κλάδους περιστασιακούς, ώστε και τα κέρδη τους να είναι κολοσσιαία, αλλά και η ρευστοποίηση των κεφαλαίων εύκολη, και φθάσαμε έτσι στο σημείο να είναι αδύνατο ν’ αναπαραχθούν σήμερα τα στοιχεία για μια αυτοδύναμη ελληνική οικονομία, έστω και στα προπολεμικά της πλαίσια. Παράλληλα όμως με την πολιτική της επιβράδυνσης του ρυθμού της παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αυξήθηκε ο όγκος του χαρτονομίσματος που κυκλοφορεί κατά 150%, επιταχύνθηκε η ταχύτητα της κυκλοφορίας του, αύξησαν τα ελλείμματα του Προϋπολογισμού και του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, που οδήγησαν στη ραγδαία εκμηδένιση της αξίας της δραχμής και ματαιώθηκε έτσι οριστικά κάθε δυνατότητα για μια εσωτερική αυτοδύναμη ανάρρωση».
Συνεχίζεται
Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης