Αν και το «χαρτοφυλάκιο» της τρίτης αξιολόγησης είναι βαρύ, η διεκπεραίωσή του εξελίχθηκε σχεδόν… ανάλαφρα. Εκτός απροόπτου, σήμερα (2/12) ολοκληρώνεται η τεχνική συμφωνία κυβέρνησης-κουαρτέτου που θα τεθεί υπόψη των υπουργών της Ευρωζώνης στο Eurogroup της Δευτέρας (4/12). Αν και η Ελλάδα είναι στην ατζέντα της συνεδρίασης (state of play), δεν πρόκειται να απασχολήσει πολύ τους υπουργούς που θα περιοριστούν είτε σε τυπική έγκριση του Staff Level Agreement, που είναι το συμπληρωματικό Μνημόνιο με όλα τα προαπαιτούμενα το οποίο θα έρθει ως πολυνομοσχέδιο προς ψήφιση στη Βουλή, είτε σε κάποια θετική «δήλωση προόδου» και βεβαιότητας για ολοκλήρωση της αξιολόγησης μέχρι το Eurogroup της 22/1/2018.
Οι μνηστήρες του Eurogroup
Στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο μέρος της συνεδρίασης θα το απορροφήσουν οι ψηφοφορίες για την εκλογή νέου προέδρου του Eurogroup για τα επόμενα 2,5 χρόνια. Οι τέσσερις υπουργοί Οικονομικών που έχουν ήδη δηλώσει πρόθεση υποψηφιότητας –η Λετονή Ντάνα Ρεζνιέτσε-Οζόλα, ο Πορτογάλος Μάριο Σεντένο, ο Λουξεμβούργιος Πιέρ Γκραμένια, ο Σλοβάκος ΠέτερΚάζιμιρ– εκ πρώτης όψεως είναι άχρωμοι και άοσμοι. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχαν οι υποψηφιότητες του Γάλλου Λεμιέρ και του Ιταλού Παντοάν, αλλά πιθανότατα δεν θα βρίσκονται στην τελική λίστα υποψηφίων. Επικρατέστερος θεωρείται ο Σεντένο, που έχει συγκεντρώσει τις περισσότερες προτιμήσεις των ευρωπαίων ηγετών. Με βεβαιότητα και της ελληνικής κυβέρνησης, ως εκφραστής της υπό δοκιμή σύγκλισης με τη σοσιαλδημοκρατία και μετριασμού της σιδηράς λιτότητας. Στην πραγματικότητα, το προβάδισμά του δεν προέκυψε ως επιβράβευση του «κεντροαριστερού» πειράματος στην Πορτογαλία, αλλά χάρη στον σιωπηρό κανόνα καταμερισμού των ηγετικών θέσεων στα όργανα της Ε.Ε. μεταξύ χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών. Η θέση στο Eurogroup είναι η μόνη που απομένει για να υπάρχει ένας σοσιαλδημοκράτης στο ευρωπαϊκό κέντρο εξουσίας.
Αν και ο πρόεδρος του «άτυπου» Eurogroup εκλέγεται με απλή πλειοψηφία μεταξύ των 19 υπουργών της Ευρωζώνης, η θέση της γερμανικής «υπηρεσιακής» κυβέρνησης οπωσδήποτε έχει αυξημένη βαρύτητα και συμβολισμό και μπορεί να επηρεάσει τη στάση της πλειοψηφίας. Με δεδομένο, όμως, ότι η καγκελάριος Μέρκελ βρίσκεται σε ανοικτή –και μέχρι στιγμής άδηλης έκβασης– διαπραγμάτευση με τον επικεφαλής του SPD Μάρτιν Σουλτς για τον σχηματισμό κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού, το πιθανότερο είναι ότι ο Γερμανός «υπηρεσιακός» υπουργός Οικονομικών θα στηρίξει τον Πορτογάλο σοσιαλιστή, μεταξύ άλλων και ως κίνηση καλής θέλησης προς τους υποψήφιους κυβερνητικούς εταίρους της καγκελαρίου.
Συμβουλεύοντας τον Μ. Σουλτς…
Στην Ε.Ε., λίγο πολύ, όλοι οι πολιτικοί πρωταγωνιστές της, δεξιοί, σοσιαλδημοκράτες, ακόμη και εθνικιστικής ή ακροδεξιάς απόχρωσης κυβερνητικοί εταίροι στις χώρες της Ε.Ε., θεωρούν την Μέρκελ καταλύτη πολιτικής σταθερότητας σε όλη την Ένωση. Εξ ου και η εντυπωσιακή, δημόσια παρότρυνση ακόμη και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δια του πρωθυπουργού αλλά και του υπουργού Οικονομικών, προς την ηγεσία του SPD και τον Μάρτιν Σουλτς να συναινέσει σε μεγάλο συνασπισμό με τους χριστιανοδημοκράτες
Αυτές οι πολιτικές συναλλαγές –ένα κανονικό παζάρι, δηλαδή– δεν είναι άνευ σημασίας. Η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ αναζητεί ένα νέο consensus για την Ευρωζώνη, σε μια περίοδο που υποτίθεται ότι έχει αφήσει πίσω της την κρίση και βρίσκεται σε τροχιά ανάκαμψης –και με το πειραματόζωο Ελλάδα πλέον στον αστερισμό της ανάπτυξης–. Όμως, το υποτιθέμενο θετικό momentum στην οικονομία συνοδεύεται από πολλά στοιχεία πολιτικής αβεβαιότητας, ενδεχομένως και αστάθειας. Το κορυφαίο πρόβλημα είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης στην ηγέτιδα χώρα της Ευρωζώνης, στην Γερμανία. Στην Ε.Ε., λίγο πολύ, όλοι οι πολιτικοί πρωταγωνιστές της, δεξιοί, σοσιαλδημοκράτες, ακόμη και εθνικιστικής ή ακροδεξιάς απόχρωσης κυβερνητικοί εταίροι στις χώρες της Ε.Ε., θεωρούν την Μέρκελ καταλύτη πολιτικής σταθερότητας σε όλη την Ένωση. Εξ ου και η εντυπωσιακή, δημόσια παρότρυνση ακόμη και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δια του πρωθυπουργού αλλά και του υπουργού Οικονομικών, προς την ηγεσία του SPD και τον Μάρτιν Σουλτς να συναινέσει σε μεγάλο συνασπισμό με τους χριστιανοδημοκράτες. Η τοποθέτηση αυτή φέρνει σε τεράστια αμηχανία ακόμη και το εξαιρετικά διακριτικό αλλά σταθερά αλληλέγγυο αδελφό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ στη Γερμανία, την Die Linke. Αλλά είναι απλώς ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα των νέων «συμμαχιών» που οικοδομεί η κυβέρνηση με τη συστηματική παρουσία του πρωθυπουργού στις συνόδους των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, με τις διεργασίες σύγκλισης με τους σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, με την υποστήριξη της πρότασης Μακρόν για πανευρωπαϊκά παραταξιακά ψηφοδέλτια στις ευρωεκλογές κ.α. Κι είναι ένα ερώτημα αν στο όνομα της «διεύρυνσης των συμμαχιών», της πολιτικής «σταθερότητας» στην Ε.Ε. ή της «εθνικής συνεννόησης» στην Ελλάδα η κυβερνητική επένδυση στον «μεγάλο συνασπισμό» στη Γερμανία είναι μια υποσημείωση για το τι μπορεί να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019 ή νωρίτερα, αν οι πρώτες «μεταμνημονιακές» κάλπες δεν δίνουν αυτοδυναμία ή καθαρή κεντροδεξιά πλειοψηφία.
Αδιατάρακτο status quo
Τι σημασία έχει αυτό το περίπλοκο πολιτικό παζάρι για τις τρέχουσες εξελίξεις περί την αξιολόγηση και την έξοδο από το Μνημόνιο; Προφανώς, κατά την κυβερνητική ανάλυση, το πολιτικό status quo στην Ευρώπη στην παρούσα φάση ευνοεί την πάση θυσία λήξη της «ελληνικής περιπέτειας» και γι’ αυτό δεν πρέπει να διαταραχθεί. Ακόμη και η Μέρκελ της «μετά Σόιμπλε» εποχής αντιμετωπίζεται ως εγγυήτρια αυτού του σεναρίου. Ένας σοσιαλιστής πρόεδρος του Eurogroup, επίσης, λογικά θα αποτρέψει περιπλοκές στο κλείσιμο της αξιολόγησης και την έξοδο από το μνημόνιο. Η συμβολή του ΔΝΤ στη διατήρηση αυτής της λεπτής ισορροπίας είναι ασαφής. Αλλά, παρότι υπενθύμισε δημόσια ότι η συμμετοχή του στην αξιολόγηση είναι ως «παρατηρητή» και δεν πρόκειται να δώσει χρήματα χωρίς συμφωνία για το χρέος περί την άνοιξη, αποφεύγει να βάλει προσκόμματα στην αξιολόγηση. Για τη δική του, άλλωστε, επιφυλάσσεται για αργότερα. Οι αγορές, επίσης, με τον τρόπο τους επενδύουν στο ίδιο σενάριο, όπως έδειξε η ανταπόκρισή τους στο swap ομολόγων περίπου 28 δισ. ευρώ. Ευνοούν και τη συνέχεια με 2-3 νέες εκδόσεις ομολόγων στο πρώτο εξάμηνο του 2018, με στόχο να υπάρξει ένα μαξιλάρι ασφάλειας μετά την τυπική έξοδο από το Μνημόνιο και την αναγκαστική επιστροφή στις αγορές.
Με κρατημένη ανάσα
Κι η ίδια η κυβέρνηση τι κάνει; Κατά κάποιο τρόπο κρατάει την ανάσα της. Αποφεύγει τα πολλά παζάρια με τους εκπροσώπους των δανειστών, δεν υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες, συνομολογεί σε πολλά και πολιτικά δύσκολα προαπαιτούμενα –από την πώληση μονάδων της ΔΕΗ μέχρι τον «εξορθολογισμό» των προνοιακών επιδομάτων και την απελευθέρωση των πλειστηριασμών– με στόχο να «πακεταριστούν» σε ένα ή δυο πολυνομοσχέδια που θα ψηφιστούν το αργότερο μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου, ώστε το Eurogroup της 22/1/2018 να πει «ναι» σε εκταμίευση της δόσης. Αλλά, μέχρι τότε μπορεί να έχουν μεσολαβήσει κι άλλα δείγματα συναίνεσης και πολιτικής συμμόρφωσης. Όπως η συμφωνία της στον οδικό χάρτη για την ολοκλήρωση της Ευρωζώνης, στη σύνοδο κορυφής στις 14 Δεκεμβρίου. Αν η όποια συμφωνία προκύψει εκεί βασιστεί στην πρόταση Μακρόν για περισσότερη μεταφορά κυριαρχίας και ισχύος στην Ευρωζώνη με μια ελαφρά πατίνα «εκδημοκρατισμού» και νομιμοποίησής της, η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ θα έχει επιτύχει έναν νέο χάρτη «συναίνεσης», ένα ευρύ «ευρωπαϊκό τόξο» που θα ξεκινά από τις παρυφές της ακροδεξιάς, θα διατρέχει την κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά και θα περιλαμβάνει και μέρος της πρώην «ριζοσπαστικής αριστεράς», με νέα ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα που θα κάνει τα παλιά της ονόματα και σκεύη να ηχούν ως ευφημισμός.