Η αντιμετώπιση των προθέσεων-αποφάσεων της κυρίας Διαμαντοπούλου απο την πλευρά των ΑΕΙ-ΤΕΙ πρέπει να είναι πολιτική επιθετική και ανυποχώρητη.
Του Γιώργου Χ. Χουρμουζιάδη *.
Το κείμενο που ακολουθεί, με κανένα τρόπο, δεν υποκαθιστά μια λεπτομερή και ιστορικά αναγκαία ανάλυση των προτάσεων-αποφάσεων της κυβέρνησης, των σχετικών με τον επαπειλούμενο «νέο» νόμο πλαίσιο για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Το νόμο, δηλαδή, που θα επιβάλλει τη θεμελιακή ανατροπή δομής και λειτουργίας της εθνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης (Αν.Εκ.), όχι μόνο με βάση τη μεταμοντέρνα (καπιταλιστική) αντίληψη για τη γνώση, αλλά και με βάση τις πολιτικές αποφάσεις της Ε.Ε. για την αξιοποίηση της γνώσης αυτής, της «μεταγνώσης», όπως θα έλεγε ένας οπαδός της φιλοσοφικής σκέψης του ύστερου καπιταλισμού, με σκοπό τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας. Μιας ανταγωνιστικότητας χωρίς όρια και κανόνες, σε βάρος του μικρού και του αδύνατου που, έτσι κι αλλιώς, δεν έχει τη δύναμη να ανταγωνιστεί. Μιας ανταγωνιστικότητας, με άλλα λόγια, όπως αυτή που αναπτύσσεται κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις τις νεοφιλελεύθερης οικονομίας και στο πλαίσιο της «Κοινωνίας της Γνώσης». Είναι ένα κείμενο αυτό που προσπαθεί, απλώς, να σχολιάσει εισαγωγικά τα όσα διαρρέουν και συζητούνται, «μέσες άκρες», στις συνόδους των πρυτάνεων. Και εννοώ, τις γνωστές «αγροτοσυνάξεις» που πιο πολύ μας φέρνουν στο μυαλό το γνωστό σχόλιο για το περίφημο συνέδριο της Βιέννης (1814) μετά την ήττα του Ναπολέοντα: Congress dance et ne marshε pas (Το συνέδριο χορεύει, αλλά δεν προχωρεί). Διαρροές και συζητήσεις, επομένως, που με κανένα τρόπο δεν μας ενημερώνουν υπεύθυνα και συστηματικά σχετικά με το τι, όπου να ‘ναι, θα υποστούν, για ακόμα μια φορά, τα κακόμοιρα ΑΕΙ-ΤΕΙ από τη μεταρρυθμιστική υστερία των κομμάτων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. και, επί του παρόντος, της κυρίας Διαμαντοπούλου, επικοινωνιακά στηριγμένης και από τις σχετικές δηλώσεις του πρωθυπουργού.
Ωστόσο, επίσημα ή όχι, τα μέλη της πανεπιστημιακής «κοινότητας» έχουν στα χέρια τους το κείμενο με τις προτάσεις (αποφάσεις) του υπουργείου Παιδείας για τη μεταρρύθμιση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Χαρακτηρίζεται, μάλιστα, το κείμενο αυτό ως «κείμενο διαβούλευσης». Κι αυτό σημαίνει πως οι πανεπιστημιακοί θα το διαβάσουν, στο γόνατο οι πιο πολλοί από αυτούς, και μετά θα συζητήσουν με το υπουργείο την άποψή τους σχετικά με τις προτάσεις που αυτό το κείμενο περιέχει. Φυσικά, αν τα πράγματα είναι μόνον έτσι, αν δηλαδή, το υπουργείο Παιδείας ζητάει τη γνώμη του ανωτατοεκπαιδευτικού κόσμου για τις μεταρρυθμίσεις που σκέφτεται να πραγματοποιήσει, με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της Αν.Εκ., θα συμφωνούσαμε όλοι πως καιρός ήτανε να καθίσουν μαζί, πολιτεία και ΑΕΙ-ΤΕΙ, και να συζητήσουν, επιτέλους, για τα προβλήματα που οδηγούν στον εκφυλισμό και στο «θερμικό θάνατο» την Ανώτατη Εκπαίδευση της χώρας μας και, φυσικά, για τις λύσεις που πρέπει να δοθούν, όσο γίνεται πιο γρήγορα. Δεν είναι έτσι, όμως, τα πράγματα. Οι «διαβουλεύσεις» που περιφέρονται από στόμα σε στόμα, με την ηδονή που προσφέρει κάθε καινούρια λέξη και, μάλιστα, όταν κρύβει πονηρά και ανομολόγητα περιεχόμενα, δεν έχουν κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα στις μετανεοτερικές μέρες μας. Δεν γίνονται για να πειστεί η κυβέρνηση και να αναγνωρίσει ενδεχόμενα λάθη της ούτε, κι αυτό είναι που με φοβίζει, για ν’ ακουστεί, επιτέλους, μακριά από συνδικαλιστικές ακρότητες και συντεχνιακούς αγωνιστικούς συναισθηματισμούς η γνώμη των ίδιων των επιστημονικών ιδρυμάτων για την πραγματική μεταρρύθμισή τους. Και έχω πάντα στο μυαλό μου μια μεταρρύθμιση που θα απομακρύνει τα ΑΕΙ-ΤΕΙ από το αγχωτικό κυνήγι των «προγραμμάτων» που σπάνια προωθούν την επιστημονική έρευνα και ποτέ δεν έχουν ως αντικείμενο την αξιοποίηση των προϊόντων τους για τη λύση των προβλημάτων της κοινωνίας. Απλώς γίνονται και διατυμπανίζονται οι περίφημες «διαβουλεύσεις», γιατί παραχωρούν, με τον τρόπο που γίνονται, τη ζητούμενη, στις περιπτώσεις αυτές, και προβαλλόμενη ως επιχείρημα αντιμετώπισης των συνδικαλιστικών ή άλλων κοινωνικών αμφισβητήσεων, νομιμοποίηση. Μόνιμη, πια, επικοινωνιακή τακτική των τελευταίων χρόνων ώστε να περιβάλλονται, έτσι κι αλλιώς, οι κυβερνητικές αποφάσεις με μια, έστω και κατασκευασμένη, «έξωθεν καλή μαρτυρία».
Και πρώτ’ απ’ όλα, για να ξέρουμε για τι μιλάμε, το «κείμενο της διαβούλευσης» δεν προτείνει απλώς, αλλά ανακοινώνει τι έχει ήδη αποφασίσει το υπουργείο για την ανώτατη εκπαίδευση της χώρας μας. Ούτε, βέβαια, τολμά να ομολογήσει πως οι αποφάσεις αυτές δεν είναι το αποτέλεσμα μιας επιστημολογικής ανάλυσης των προβλημάτων που ακυρώνουν την επιστημονική και κοινωνική λειτουργία των ΑΕΙ και ΤΕΙ, εδώ και πολλά χρόνια, αλλά η τελεσίδικη απόφασή της να τα προσαρμόσει (να τα υποτάξει, με άλλα λόγια) δομικά και λειτουργικά, στο περιβάλλον του Ακαδημαϊκού Καπιταλισμού, ενός περιβάλλοντος που συνιστά εντέλει στοιχείο οργανικό της τετελεσμένης οικονομικής και πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης. Ενός περιβάλλοντος, επιτρέψτε μου την επανάληψη, στο πλαίσιο του οποίου τα πανεπιστήμια και, φυσικά, το επιστημονικό προσωπικό τους, υποκύπτουν και αναγκάζονται, ή πρόθυμα το δέχονται, να μεταβληθούν σε διεκπεραιωτές εμπορικών δραστηριοτήτων, σε αυτοδιοικούμενες Ανώνυμες Εταιρίες, αντιμετωπίζοντας τη γνώση που υποτίθεται ότι παράγουν, ως εμπόρευμα και όχι ως κοινωνικό αγαθό.
Προς αυτή την κατεύθυνση, εξάλλου, προσανατολίζεται η ανώτατη εκπαίδευση κάτω από τις πιέσεις των μεγάλων επιχειρήσεων. Γιατί αυτές, όπως φαίνεται στο «κείμενο της διαβούλευσης», μέσω των εκπροσώπων τους, ως διορισμένων μελών των πολυεθνικών διοικητικών συμβουλίων, θα αντικαθιστούν ουσιαστικά τη Σύγκλητο και τη Γενική Συνέλευση των ΑΕΙ-ΤΕΙ. Και, φυσικά, θα αποκτούν έτσι τη δυνατότητα να διαμορφώνουν τέτοιους επιχειρηματικούς προσανατολισμούς, επιβάλλοντας και «εγκρίνοντας» τον κερδοσκοπικό χαρακτήρα και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που θα αποτελούν στο εξής το περιεχόμενο του αποκλειστικού λόγου ύπαρξης των ΑΕΙ-ΤΕΙ, που είναι η έρευνα. Ενώ την ίδια στιγμή η Σύγκλητος θα ασχολείται με τα «ακαδημαϊκά θέματα όπως είναι, για παράδειγμα, το πρόγραμμα των εξετάσεων, η γιορτή των Τριών Ιεραρχών, τα κυλικεία και τα τούτοις όμοια που θα έλεγε και ένας καθαρευουσιάνος!
Με δεδομένη, επομένως, μια τέτοια παραδοχή που τόσο εύστοχα περιγράφεται και αναλύεται, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφωνίες που μπορεί να έχει κανείς, στο βιβλίο των S.S. και G.R. το «κείμενο της διαβούλευσης» που κυκλοφορεί αυτό τον καιρό στους πανεπιστημιακούς διαδρόμους, δεν είναι ένα απλό «μνημόνιο» εργασίας, είναι ένα πολιτικό «διάγγελμα», που θέλει να εκμαιεύσει την τυπική συγκατάθεση του ερευνητικού και επιστημονικού κόσμου της χώρας μας για την ιστορικής σημασίας κατεδάφιση που επιχειρεί όχι μόνο της δομής και της λειτουργίας των θεσμικών, συνταγματικά κατοχυρωμένων, φορέων της ανώτατης εκπαίδευσης της Ελλάδας, αλλά και της σχέσης τους με τα εκάστοτε κοινωνικά περιβάλλοντα, που αυτά κανονικά θα έπρεπε να διαμορφώνουν τον κοινωνικό ρόλο της. Και το ερώτημα είναι: ποια θα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση των προθέσεων-αποφάσεων της κυρίας Α. Διαμαντοπούλου από την πλευρά των ΑΕΙ-ΤΕΙ; Κατά την άποψή μου η αντιμετώπιση αυτή, όσον αφορά το χαρακτήρα του περιεχομένου της, πρέπει να είναι πολιτική. Και όσον αφορά την έντασή της πρέπει να είναι επιθετική και ανυποχώρητη. Με κορυφαίο, πάλι κατά την προσωπική μου άποψη, το τρισκελές επιχείρημα: (α) Η Ανώτατη Εκπαίδευση πρέπει να μείνει δημόσια κι αυτό να σημαίνει πως το κράτος πρέπει να αναλάβει την απόλυτη χρηματοδοτική κάλυψη των δαπανών για την έρευνα, (συγκεκριμένα, εξειδικευμένα προγράμματα στα εργαστήρια, και στο πεδίο, επιστημονικές εκδόσεις, τεχνολογικός εκσυγχρονισμός), τη φοιτητική μέριμνα (στέγαση, σίτιση, οικονομική στήριξη με βάση τη σωστά αξιολογημένη επίδοση) και, φυσικά, την επιστημονική εξωστρέφεια που δεν θα περιορίζεται στην υπαγωγή της ουσιαστικής λειτουργίας των ΑΕΙ-ΤΕΙ στην αποικιοκρατική διάθεση του διεθνούς κεφαλαίου. (β) Η Αν.Εκ. πρέπει να διατηρήσει την ουσιαστική διοικητική της αυτοτέλεια, στηριγμένη στις δικές της δυνάμεις και (γ) Να τεθεί σε σοβαρή συζήτηση και ανάλυση ο βασανιστικός και, εν πολλοίς, ασαφής λόγος για τη σχέση Αν.Εκ. και Κοινωνίας-Παραγωγής.
Ωστόσο, η οποιαδήποτε συζήτηση-διαβούλευση πρέπει να αποφύγει με κάθε θυσία συντεχνιακές επιδιώξεις και αφηρημένες θεωρητικές αναλύσεις. Πρέπει, επίσης, να μη δοθεί σημαντικό βάρος στα θέματα που προκύπτουν από τη γραμμή της Bologna. Η γραμμή αυτή, κατά την άποψή μου, χρειάζεται άλλη συζήτηση, γιατί κρύβει άλλους κινδύνους.
* Ο Γιώργος Χ. Χουρμουζιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
(Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Αριστερού Βήματος Διαλόγου και Κοινής Δράσης -https://aristerovima.gr)