Του Μύρωνα Ξυδάκη
Ιδιαίτερη σημασία έχει στη σημερινή συγκυρία η Σούδα για τον ενιαίο ιστό ναυτικής, αεροπορικής και τηλεπικοινωνιακής υποστήριξης της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ
Πριν από λίγες μέρες, στις 6 Φλεβάρη, το αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS George H.W. Bush κατέπλευσε στον Ναύσταθμο της Σούδας για προγραμματισμένη επίσκεψη. Ύστερα από τέσσερις μέρες παραμονής του στον χώρο της NATOϊκής βάσης, απέπλευσε προκειμένου να λάβει μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις που διεξάγονται στο μέτωπο της Συρίας. Η παρουσία του εν λόγω πλοίου, έδωσε τροφή σε αρκετά μέσα ενημέρωσης για διθυραμβικά ρεπορτάζ αναφορικά με τη σημασία που έχει η βάση της Σούδας για τους Αμερικανούς. Πράγματι, τον τελευταίο ένα χρόνο καταγράφεται αυξημένη κινητικότητα στη Σούδα καθώς είναι δεκάδες οι πολεμικές μονάδες όλων των ειδών που έχουν κάνει χρήση των εγκαταστάσεων της βάσης.
Η γεωστρατηγική θέση της βάσης, σε συνδυασμό με το επίπεδο των υποδομών της εξηγούν απόλυτα το προσωνύμιο «Best in the Med» που έχουν προσδώσει οι Αμερικανοί στη Σούδα. Από τη ναυτική βάση του Νόρφολκ στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ μέχρι τον Ινδικό ωκεανό, η βάση της Σούδας είναι η μοναδική που μπορεί να προσφέρει στον αμερικανικό στόλο δυνατότητες ελλιμενισμού, μετασκευών, συντήρησης και ανεφοδιασμού. Είναι η μόνη σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, με προκυμαία ικανή να φιλοξενήσει αεροπλανοφόρο, ενώ διαθέτει κι ένα από τα ελάχιστα ανά τον κόσμο κέντρα Foracs, αναγκαίο για την επισκευή των διαφόρων ηλεκτρονικών συστημάτων των πολεμικών πλοίων. Επιπλέον, στις αεροπορικές εγκαταστάσεις της βάσης μπορούν να φιλοξενηθούν όλοι οι τύποι αεροσκαφών, από μαχητικά και κατασκοπευτικά ως μεταγωγικά C-130. Την ίδια στιγμή η θέση της επιτρέπει στον αμερικανικό στρατό ένα επιχειρησιακό εύρος που καλύπτει τη Μαύρη θάλασσα, τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, τη διώρυγα του Σουέζ και τη Βόρεια Αφρική. Είναι τόση η σημασία της βάσης που η διοίκησή της ασκείται όχι από το ΝΑΤΟ –αν και τυπικά υπάγεται σε αυτό– αλλά απευθείας από τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Άμυνας των ΗΠΑ.
Ο αναβρασμός που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής με επίκεντρο τη συριακή κρίση και η όξυνση του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Ρωσίας έρχονται να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο τη σημασία που έχει η βάση της Σούδας για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Η επιχειρησιακή της διασύνδεση με την αμερικανική βάση Βισμπάντεν στη Γερμανία, που αποστέλλει σε ζωντανό χρόνο πληροφορίες στο αμερικανικό Πεντάγωνο, και με τα εγκατεστημένα ραντάρ στη Ζηρό της Ανατολικής Κρήτης επιτρέπει τη δημιουργία ενός ενιαίου ιστού ναυτικής, αεροπορικής και τηλεπικοινωνιακής υποστήριξης της προσπάθειας των ΗΠΑ για περικύκλωση της Ρωσίας. Αυτός είναι ο λόγος που οι Αμερικανοί θέλουν να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη παρουσία τους στη Σούδα, ζητώντας από την ελληνική κυβέρνηση την ανανέωση της σχετικής συμφωνίας για χρονικό διάστημα πέντε ετών και όχι ενός χρόνου, όπως γινόταν έως τώρα.
H κυβέρνηση δύο χρόνια τώρα έχει δώσει ρεσιτάλ εθελοδουλίας απέναντι στις ΗΠΑ. O Π. Καμμένος, έχει επανειλημμένα καλέσει τους Αμερικανούς να εγκαταστήσουν και μια δεύτερη υπερ-βάση στην περιοχή του Νοτίου Αιγαίου στην Κάρπαθο, ενώ έχει προτείνει και την αναβάθμιση της βάσης της Σούδας σε μεσογειακό κέντρο συλλογής πολεμικών πληροφοριών. Η Ελλάδα, επίσης, είναι από τις ελάχιστες χώρες που εξακολουθεί, παρά την οικονομική κρίση, να καταβάλλει το 2% του ΑΕΠ της για αμυντικές δαπάνες, όπως ορίζει το NATO. Την ίδια στιγμή κατατέθηκε αίτημα από το υπουργείο Άμυνας στην αμερικανική κυβέρνηση για την αναβάθμιση των ελληνικών F-16, με το συνολικό κόστος να εκτιμάται από 1,7 έως 2 δισ. δολάρια ενώ εκδηλώθηκε ενδιαφέρον και για την αγορά 20 αεροσκαφών τύπου F-35, κόστους 80-100 εκατομμυρίων δολαρίων το καθένα. Τέλος, μέσα στο 2016 οι αμερικανικές και ελληνικές ένοπλες δυνάμεις πραγματοποίησαν περισσότερες από κάθε άλλη φορά στην πρόσφατη ιστορία κοινές ασκήσεις.
Μόνο τυχαίες δεν είναι άλλωστε οι κατά καιρούς δηλώσεις του νέου πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάιατ – του ίδιου που οργάνωσε την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας, ο οποίος με κάθε ευκαιρία τονίζει ότι οι ΗΠΑ και η Ελλάδα έχουν αυτή την περίοδο την πιο άνετη σχέση και στενή συνεργασία των τελευταίων δεκαετιών. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κερδίζει, λοιπόν, επάξια τον τίτλο της πιο αμερικανόδουλης κυβέρνησης των τελευταίων ετών. Προσδοκώντας σε λίγα ψίχουλα υποστήριξης στο ζήτημα του χρέους, είναι διατεθειμένη να μετατρέψει τη χώρα σε βασικό πυλώνα της αποσταθεροποιητικής πολιτικής των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή.
Αιματηρή η ιστορία της βάσης στη Σούδα
Η κομβική σημασία που έχει η βάση της Σούδας στην προώθηση των σχεδιασμών του αμερικανικού ιμπεριαλισμού επιβεβαιώνεται και από την ιστορία της. Από το 1953, οπότε και ξεκίνησε η λειτουργία της, δεν υπάρχει πολεμική επιχείρηση στην περιοχή στην οποία να μην έχουν αξιοποιηθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι εγκαταστάσεις της: στον ανεφοδιασμό αμερικανικών πολεμικών πλοίων κατά τους αραβοϊσραηλινούς πολέμους (τον πόλεμο των έξι ημερών το 1967 και τον πόλεμο του «Γιομ Κιπούρ» του 1973), στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, στην αεροπορική επιδρομή των ΗΠΑ κατά της Λιβύης το 1986, στον πρώτο πόλεμο κατά του Ιράκ το 1991, στους βομβαρδισμούς εναντίον των Σέρβων της Βοσνίας το 1995 και της Γιουγκοσλαβίας το 1999, στην επίθεση στο Αφγανιστάν το 2001, στον δεύτερο πόλεμο κατά του Ιράκ το 2003, στην επίθεση του Ισραήλ στον Λίβανο το 2006, στον πόλεμο Ρωσίας-Γεωργίας το 2008, στους βομβαρδισμούς εναντίον του καθεστώτος Καντάφι στη Λιβύη το 2011 και βέβαια στις πολεμικές επιχειρήσεις της Συρίας.
Κατά το κρίσιμο δίμηνο (Μάρτιος-Απρίλιος) του δεύτερου πολέμου στο Ιράκ το 2003 προσγειώθηκαν ή πέρασαν από τη Σούδα 5.270 αεροσκάφη, αμερικανικά και συμμαχικά, ενώ καθημερινά απογειώνονταν 22-28 κατασκοπευτικά και ηλεκτρονικού πολέμου αεροσκάφη, ιπτάμενα τάνκερ και ραντάρ. Στο ναυτικό επίπεδο, την ίδια περίοδο έδεσαν στις προβλήτες της Σούδας περίπου 200 πλοία (αεροπλανοφόρα, φρεγάτες, υποβρύχια).