του Γιώργου Σμπώκου*
«Πορτοκαλάδα δε θέτε, λεμονάδα δε θέτε, τί θέτε…» ήταν η έκφραση που χρησιμοποίησε ένας φίλος σχολιάζοντας εμφατικά την αντίδρασή μου στα εξαγγελλόμενα μέτρα ανάπτυξης.
Η παρατήρηση του φίλου ενέχει μια αλήθεια:
Έχω αρνηθεί ένα λιμάνι εμπορευματοκιβωτίων, ένα διεθνές αεροδρόμιο, τέσσερις εξορύξεις υδρογονανθράκων, τριάντα τρία βιομηχανικά ενεργειακά πάρκα, δύο νόμους Fast Track, ένα μεγάλο φράγμα, ένα χωροταξικό, το άρθρο 24 του Συντάγματος και ολόκληρο το οικονομικό σύστημα της αειφόρου ανάπτυξης. Θυμάμαι κάθε νομοθεσία και κάθε οικονομική δραστηριότητα που έχω αρνηθεί. Ακριβώς. Και ομολογώ ότι έχω αρνηθεί όλο το φάσμα της αναπτυξιακής νομοθεσίας των δέκα τελευταίων ετών ανεξαρτήτως αποχρώσεως.
Η παρατήρηση του φίλου ενέχει μια ειρωνεία:
Ο φίλος μου δεν με παρατηρεί με διάθεση τεκμηρίωσης. Με κρίνει λόγω της συνολικής μου στάσης. Μια στάση που δεν καταλαβαίνει γιατί, «…οι υπέρτατες αξίες προς τις οποίες προσανατολίζω τη ζωή μου είναι αντιμαχόμενες με άλλες, στις οποίες» εκείνος «αφιερώνει τη δική του ζωή» (Max Weber, H επιστήμη ως επάγγελμα). Και για αυτό την ειρωνεύεται. Εκφράζει έναν περιφρονητικό αστεϊσμό σε βάρος της στάσης μου, που τυγχάνει αντίθετη από τη δική του.
Η παρατήρηση του φίλου υπολείπεται συλλογικής μνήμης:
Ο ανθρώπινος πολιτισμός βασίζεται στη μνήμη και την επανάληψη. Θυμόμαστε μια καλή πρακτική, την επαναλαμβάνουμε. Θυμόμαστε μια κακή πρακτική, την αποφεύγουμε. Η συλλογική μνήμη μας σώζει από τα ίδια λάθη. Υπάρχει παντού: Στην πολιτική, την επιστήμη, τη μαγειρική, ακόμη και σε ένα λαϊκό παραμύθι.
Υπάρχει στη Νότια Εύβοια και τη Χίο για τα έργα ΒΑΠΕ. Τη Nante της Γαλλίας για το αεροδρόμιο. Τις υπεράκτιες εξορύξεις στα Gran Canaria. Τις ασύλληπτες οικολογικές καταστροφές στις Σκουριές. Την Ήπειρο για τους υδρογονάνθρακες. Την ταπείνωση βουνών λόγω λιγνίτη στην Ελευσίνα. Τα θυμάμαι όλα. Ακριβώς.
Ο φίλος δεν καταλαβαίνει γιατί αρνούμαι:
Αρνούμαι γιατί θυμάμαι.
Θυμάμαι πως δεν υπάρχει ειδικό χωροταξικό για τον πρωτογενή τομέα. Θυμάμαι την κερδοσκοπική αποσυναρμολόγηση της ΔΕΗ. Θυμάμαι την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Για να μην αρνούμαι πρέπει να ξεχάσω.
Να ξεχάσω πως ο πρωτογενής δεν είναι στην ατζέντα της εθνικής πολιτικής, πως δεν ενδιαφέρει η καθαρή ενέργεια, πως δεν είναι τα κοινωνικά δικαιώματα ο λόγος για την απορρύθμιση.
Το αόριστο αφήγημα της ανάπτυξης καταργεί τη συλλογική μνήμη. Στρέφει την προσοχή μας σε ένα μέλλον ευδαιμονίας. Τεκμηριώνει εμφατικά το «γιατί πρέπει να αποστραφούμε από τη μέχρι τώρα κατάσταση», εντέχνως όμως αποφεύγει να τεκμηριώσει το «γιατί η προτεινόμενη κατάσταση θα είναι καλύτερη».
Αρέσκεται σε ευφυολογήματα που γνωρίζει ότι θα βρουν εύφορο έδαφος στον άνεργο, ή σε εκείνον που κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του. Δίνει στον άνεργο δουλειά, στον επενδυτή γη, στον καταναλωτή επάρκεια, στον εργαζόμενο προοπτική. Δίνει στο καθένα αυτό που θέλει να ακούσει.
Όλα όμως, σε ένα μελλοντικό σημείο.
Προς το παρόν ζητά να ξεχάσουμε. Να ξεχάσουμε το περιβάλλον, την εργασία, την κοινωνία και την υγεία. Να ξεχάσουμε κάθε τί που μας κάνει να την αρνούμαστε.
Η ανάπτυξη μισεί τη μνήμη. Μαζί της και όσα τη συνθέτουν.
Όπως τότε, όταν παίζαμε μικροί στη γειτονιά μας.
* Ο Γιώργος Σμπώκος είναι δικηγόρος και διδάσκει «Νομικά Περιβάλλοντος» στο μεταπτυχιακό σεμινάριο των τμημάτων Βιολογίας και Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης