του Θανάση Μουσόπουλου*

Η ζωή του Γιάννη Ρίτσου είναι γεμάτη αγώνες και δημιουργία. Από το 1924 που δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στη «Διάπλαση των Παίδων» με το ψευδώνυμο Ιδανικόν Όραμα, ως το τέλος της ζωής του (1990) παρουσίασε χιλιάδες σελίδες, ενώ πολλά έργα του δημοσιεύθηκαν μετά θάνατο. Οι ποιητικές του συλλογές δεν είναι σύνολο ποιημάτων, αλλά κυρίως συνθέσεις με κεντρικό θεματικό πυρήνα.

Έργα: «Τρακτέρ» (1934), «Πυραμίδες» (1935), «Ἐπιτάφιος» (1936), «Τὸ τραγούδι τῆς ἀδελφῆς μου» (1937), «Ἐαρινὴ συμφωνία» (1938), «Ἡ Ρωμιοσύνη» (1945), «Γειτονιὲς τὸν κόσμου» (1949), «Σονάτα τὸν Σεληνόφωτος» (1956), «Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῶν δεύτερων» (1958), «Οἱ γερόντισσες καὶ ἡ θάλασσα» (1959), «Κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τοῦ βουνοῦ» (1962), «Μαρτυρίες Α» (1963), «Φιλοκτήτης» (1965), «Ὀρέστης» (1966), «Μαρτυρίες Β» (1966), Ὄστραβα» (1967), «Πέτρες, ἐπαναλήψεις, κιγκλιδώματα» (1972), «Ἡ ἐπιστροφὴ τῆς Ἰφιγένειας» (1972), «Ἰσμήνη» (1972), «Δεκαοχτὼ λιανοτράγουδα τῆς πικρῆς πατρίδας» (1973), «Γκρογκάντα» (1973), «Καπνισμένο τσουκάλι» (1974), «Ὁ τοῖχος μέσα στὸν καθρέφτη», «Τὸ ρόπτρο», «Γραφὴ Τυφλοῦ», «Τὰ ἐρωτικά», «Ἀνταποκρίσεις» (1987).

Θα επιχειρήσουμε έναν περίπατο στην ποίησή του,  επιλέγοντας αποσπάσματα κατά χρονολογική σειρά.

Ξεκινούμε από το πρώτο έργο του, το «Τρακτέρ»:

Τέτοια ζωὴ μᾶς μέλλονταν, νὰ γράφουμεν ἐπιστολὲς
ποὺ νὰ μὴ στέλνουμε ἀπὸ μίαν ἀξήγητη δειλία
μονάχα νὰ τὶς δένουμε σὲ κορδελίτσες παρδαλὲς
καὶ νὰ τὸ βρίσκουμε καὶ τοῦτο ἀσήμαντη ἀσχολία.[…]

Τὰ μέτρια ν᾿ ἀποφεύγουμε μ᾿ ἀδιάλλαχτην ἀποστροφή,
(ἀμετανόητοι κυνηγοὶ τοῦ Ὡραίου καὶ τοῦ Ἀπολύτου)
νἆναι μας ἔπαθλο ἡ πληγή, τί μάταιο γνώση μας σοφὴ
– ἡ χρυσὴ σμίλη δημιουργοῦ, κασμᾶς τοῦ καταλύτου.

Ακολουθούν στίχοι από τον περίφημο «Επιτάφιο»:

(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου, / πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.

Σειρά έχει η «Σονάτα του Σεληνόφωτος»:

Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.

Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, – δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια – δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου […]

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Το «Καπνισμένο Τσουκάλι» (1974) στιγμάτισε μια ολόκληρη εποχή, μελοποιημένο μάλιστα από τον Χρήστο Λεοντή. Πολλά είναι τα μελοποιημένα έργα του Ρίτσου, γεγονός που έκανε γνωστή την ποίησή του:

Καὶ νὰ ἀδελφέ μου ποὺ μάθαμε νὰ κουβεντιάζουμε ἥσυχα κι ἁπλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δὲν χρειάζονται περισσότερα.
Κι αὔριο λέω θὰ γίνουμε ἀκόμα πιὸ ἁπλοί.
Θὰ βροῦμε αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ παίρνουνε τὸ ἴδιο βάρος
σ᾿ ὅλες τὶς καρδιές, σ᾿ ὅλα τὰ χείλη.
Ἔτσι νὰ λέμε πιὰ τὰ σύκα-σύκα καὶ τὴ σκάφη-σκάφη.
Κι ἔτσι ποὺ νὰ χαμογελᾶνε οἱ ἄλλοι καὶ νὰ λένε,
«Τέτοια ποιήματα, σοῦ φτιάχνουμε ἑκατὸ τὴν ὥρα.»
Αὐτὸ θέλουμε κι ἐμεῖς.
Γιατὶ ἐμεῖς δὲν τραγουδᾶμε γιὰ νὰ ξεχωρίσουμε ἀδελφέ μου ἀπ᾿ τὸν κόσμο.
Ἐμεῖς τραγουδᾶμε γιὰ νὰ σμίξουμε τὸν κόσμο.

…ἔχεις ἀκόμη νὰ κλάψεις πολὺ
ὥσπου νὰ μάθεις τὸν κόσμο νὰ γελάει.

Η «Ρωμιοσύνη», μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη, αποτελεί μια μεγάλη κατάθεση του Γιάννη Ρίτσου στην ποίησή μας:

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.

Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.

***

Ολοκληρώνουμε τον περίπατό μας με στίχους του 1980, από «Ερωτικά» ‒  τον «Σάρκινο Λόγο»:

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
[…] Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.

***

Ο Δημήτρης Κόκορης, στην «Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου». Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009, σημειώνει ότι «σε ορισμένες πτυχές του έργου του ο Ρίτσος είναι κραυγαλέα πολιτικός και μονότροπος, σε ορισμένες άλλες όμως είναι βαθιά υπαρξιακός, ενίοτε μεταφυσικός και, κατά κανόνα, γόνιμα νεωτερικός, αναχωνεύοντας τεχνοτροπικές εξελίξεις και προσωπικές αναζητήσεις».

Στη συνέχεια των κειμένων μας θα παρουσιάσουμε τον Νικηφόρο Βρεττάκο και το έργο του.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!