του Θανάση Μουσόπουλου*

Ακούμε συχνά το όνομα του Γιάννη Ψυχάρη. Επιχειρώντας να συντάξω την ενότητα αυτή στη σειρά μας, θέλησα να βρω κάτι σύγχρονο – όχι τι λένε οι παλιοί. Ο Βαγγέλης Στεργιόπουλος σε άρθρο του στο διαδίκτυο (Ιστορικό Αρχείο, in) γράφει: «Τον είπαν Δάσκαλο και είναι αληθινά Δάσκαλος του Γένους. Φοβούμαι όμως πως τον παρεξήγησαν. Πολύ περισσότερο από απλός Δάσκαλος της γλωσσολογίας και της λογοτεχνίας, ο Ψυχάρης ήταν και θα μείνει για τον ελληνισμό Δάσκαλος Ζωντάνιας, Ενέργειας και Θάρρους, Δάσκαλος Συνέπειας και Αφοσιώσεως σε μιαν Ιδέα. Και κάτι ακόμα πιο τρανό. Άνθρωπος δράσεως ιδεολογικής. Ηγέτης, μαχητής και πραγματοποιητής. Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό του είναι που τον κάνει μια από τις εξαιρετικότερες φυσιογνωμίες της ιστορίας μας, προπάντων της σύγχρονης, όπου οι ιδεολογικοί μαχητές είναι λιγοστοί και οι δημιουργικοί μαχητές σχεδόν ανύπαρκτοι».

Και σκέφτηκα, τι λέγει το «σχολικό» βιογραφικό του Ψυχάρη. Στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» διαβάζουμε: «Γλωσσολόγος και κορυφαίος εκπρόσωπος του Δημοτικισμού. Γεννήθηκε στην Οδησσό και τα πρώτα χρόνια τα έζησε στην Κωνσταντινούπολη. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στο Παρίσι, όπου παντρεύτηκε την κόρη του Ερνέστου Ρενάν. Δίδαξε νεοελληνική γλώσσα και φιλολογία στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών του Παρισιού. Το 1888 εξέδωσε “Το Ταξίδι μου” που θεωρήθηκε ντοκουμέντο μιας ολόκληρης εποχής και αποτέλεσε σταθμό στην πνευματική ζωή του τόπου. Στο έργο αυτό, κράμα λογοτεχνίας και γλωσσολογίας, τονίζει την ανάγκη της επικράτησης της δημοτικής γλώσσας στην ποίηση και την πεζογραφία – ιδίως στην πεζογραφία, γιατί διαβάζεται πιο πολύ από το λαό κι έτσι βοηθάει στη γλωσσική του καλλιέργεια. Άλλα πεζογραφήματα του: “Τ’ όνειρο του Γιαννίρη” (1897), “Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά” (1904), “Αγνή” (1912) κ.ά. Πολλά δημοσιεύματά του γύρω από διάφορα θέματα της πνευματικής ζωής του τόπου έχουν καταχωριστεί στην πεντάτομη σειρά “Ρόδα και Μήλα”».

***

Στο κείμενό μας θα παρουσιάσουμε δύο αποσπάσματα από «Το Ταξίδι μου» του Ψυχάρη, δίνοντας τον λόγο στον ίδιο. Στον Πρόλογο της Δεύτερης Έκδοσης (1896-1905) γράφει: «Ὁ ἥλιος ἀνάτελνε τότες στὴ ζωή μου. Ἕνας ἥλιος μοῦ φαινότανε ἡ Ἑλλάδα ὅλη. Μοῦ φώτιζε ὁ ἥλιος τὴν ψυχή. Σὰ νὰ τὸν ἔβλεπα πρώτη φορά, ὅταν κατέβηκα στὴν Πόλη, στὰ Νησιά, στὴν Ἀθήνα. Κι ὡστόσο τὸν ἤξερα κι ἀπὸ πρῶτα ἐκεῖνο τὸν ἥλιο, τὸν ἤξερα καλά. Εἴτανε ὁ ἥλιος ποὺ γνώρισα στὴν Πόλη παιδί, ἕνας ἥλιος φρέσκος, ὄχι φλογισμένος, ὅπως τονὲ φαντάζουνται πολλοί. Τὴν ἄνοιξη, κάποτες καὶ τὸ καλοκαίρι, στὸ παλιό μας τὸ σπίτι τοῦ Γαλατᾶ, στὸ πέτρινο τὸ σπίτι, ἀπὸ πάνω ἀπὸ τἁψηλὸ τὸ παραθύρι, πρωῒ πρωΐ, τὸν ἔβλεπα τὸν ἥλιο στὸ Μπογάζι, τὸν ἔβλεπα στὰ κύματα μέσα νὰ μπαίνῃ, νὰ λούζεται στὰ νερὰ τὰ διαμαντένια, νὰ χρυσώνῃ παρέκει τὶς κορφοῦλες, καὶ κάποια παράξενη, μυρωδάτη, δροσάτη ἀπαχνιὰ ποὺ ἀνέβαινε ὡς ἐμένα μὲ τὸν ἀέρα τὸ βελουδένιο, μὲ περέχυνε καὶ μὲ ξυπνοῦσε. Πρέπει κανεὶς νἄζησε στὰ μέρη μας ἀπὸ μικρός, γιὰ νὰ καταλάβῃ, γιὰ νὰ νοιώσῃ, γιὰ νἀγαπήσῃ ὅλη τὴ γλύκα, ὅλο τὸ νόημα τὸ ἄγνωστο ἀλλοῦ, ποὺ ἔχει τὸ ἀταίριαχτο κι ἁπλὸ ῥῆμα ξυπνῶ. Ναί, ξυπνᾷς καὶ χαίρεσαι ἀμέσως. Χαίρεσαι τὴ Δημιουργία, τὴν ὕπαρξη, χαίρεσαι τὸν οὐρανὸ ποὺ ἰδιοστιγμίς, ἅμα φέξῃ, ὅλα τὰ πράματα σοῦ τὰ ξεσκεπάζει, λὲς μάλιστα καὶ πρόθυμος σοῦ τὰ φέρνει ὡς τὰ χείλια, σὰν ποτήρι νερό, νὰ πιῇς καὶ νἀνασάνῃς. Γίνεσαι καὶ σὺ Δημιουργία, πάβεις νὰ εἶσαι ἄτομο, χάνεσαι μέσα στὴν Πλάση, ὅπως χάνεται στὰ κύματα τὸ κῦμα, ὅπως χάνεται τὸ λούλουδο στὸν κάμπο. Στοὺς ἄλλους τόπους ἀργεῖ νὰ ξημερώσῃ· φιλάργερος ὁ οὐρανός, κ’ ἕνα ἕνα σοῦ τὰ ξεφανερώνει, θολὰ κάποτες καὶ σκοῦρα. Στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴν Ἑλλάδα, μὲ μιᾶς ὅλα τὰ ξανοίγεις. Κοιτάζεις κ’ ἡ ματιά σου ἁρπάζει τὸν κόσμο· ἀναπνὲς κ’ ἡ ἀναπνοή σου τὸν κόσμο ἀναπνέει.

Κ’ ἔτσι, θωρώντας τὸ θάμα τῆς παντοτινῆς μας φεγγοβολιᾶς, ἔλεγα μέσα μου καὶ γὼ πὼς δὲ γίνεται, πὼς τὸ ἴδιο φῶς θὰ λάμπῃ καὶ στὸν ἄθρωπο, ἀφοῦ λάμπει στὸν οὐρανό. Τότες ὅμως κατάλαβα κάποιο πολὺ περίεργο γνώρισμα τοὐρανοῦ μας, δηλαδὴ πὼς δὲ φωτίζει καὶ πὼς δὲ φωτίζει ἀπὸ τὸ περίσσιο τὸ φῶς! Ναί, τέτοιος εἶναι ἀλήθεια ὁ οὐρανὸς ὁ δικός μας. Ὁ ἄλλος οὐρανός, ὁ οὐρανὸς τῆς Δύσης, φωτίζει περισσότερο, γιατὶ λιγώτερο φέγγει. Φέγγει λιγώτερο κ’ ἔτσι ἔχεις ἀνάγκη νὰ προσέχῃς, κι ἅμα προσέχεις, οὔτε μισὴ ἀχτιδιὰ δὲ σοῦ ξεφέβγει».

***

Το δεύτερο απόσπασμα είναι από το Κεφάλαιο με τον τίτλο «Το Πυργί», αναφερόμενο στη Χίο: «Παιδιά, σας έβαλα στην καρδιά μου! Ένα μάλιστα μ’ άρεσε στο Πυργί· ποτές δεν πάτησε Πυργούσης στο σκολειό. Για τούτο τους αγάπησα τόσο. Ένας Πυργούσης με μίλησε με πολλή γνώση·

– “Τα γράμματα, λέει, τι θα τα κάμουμε; Αν είταν τουλάχιστο γράμματα που να μπορούσαν κάτι να μας χρησιμέψουνε, δε θάλεγα τίποτις· μα τα γράμματα που μαθαίνουμε, δεν έχουν κανένα νόημα για μας. Παίρνεις ένα χωριατόπουλο που μέρα νύχτα λέει τον πατέρα του Φέντη, που κλίνει ο φέντης μου και του φέντη μου· έρχεσαι του λόγου σου, καθίζεις το χωριατόπουλο στο σκολειό και του μαθαίνεις που πρέπει να κλίνη ο πατήρ, τω πατρί, ω πατερ. Το κάμνεις κι όλας να διαβάζη κάτι πατράσι, και πατέρε, που ποτές δε θα τα χρειαστή, στη ζωή του. Τον Ξενοφώντα με την αττική του δεν τον έχουμε ανάγκη· μας φτάνει να ξέρουμε τη γλώσσα μας. Αν έβαζαν τουλάχιστο το παιδί να κλίνη ο πατέρας, του πατέρα, τον πατέρα, μπορούσε κάτι να φεληθή το παιδί· έτσι θα μάθαινε να μιλή και μ’ όλους τους άλλους Ρωμιούς, με τους ομογενείς σαν που τους λεν και θα καταλάβαινε που όλοι μας μαζί, μια γλώσσα έχουμε που μας ενώνει.

Εγώ, τσελεμπή μου, είμαι αγράμματος κι όσα σε λέω σου τα λέω με τα μικρά μου τα μυαλά. Έτσι με φαίνεται πιο σωστό. […] Ξέρω που κάποτες μας περιφρονούν εμάς ή που βωλοσηκώνουμε ή που κάμνουμε τον έμπορο· κοντέβουν όλοι οι Γραικοί να γίνουνε δικηγόροι και γιατροί. Ως τόσο, το γιατρό και το δικηγόρο, εγώ είμαι πάλε που τους σπουδάζω”».

***

Ο ελληνοϊταλός (γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη από ελληνίδα μητέρα) Μάριο Βίττι στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (εκδ. Οδυσσέας, 2008) σημειώνει για τον Ψυχάρη: «Παρά τον μαχητικό του χαρακτήρα και το παθιασμένο του ύφος, αλλά ίσως χάρη σε αυτά, η ανάγνωσή του είναι ελκυστική και σήμερα ακόμη που οι γλωσσικές συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές» (σελ. 312).

Στη συνέχεια θα προσεγγίσουμε το πλούσιο έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου, που επίσης γεννήθηκε στην Πόλη.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!