Γνώρισα τον Γιάννη Γαβρά στην έκθεση του βιβλίου στο Ζάππειο όπου μιλήσαμε για την ποιητική του συλλογή «Της ζωής ο σκηνοθέτης». Είχα ήδη διαβάσει κι ένα διήγημά του από τον συλλογικό τόμο «Τα αδέσποτα».

Και να που βρέθηκα με ένα… «Σαμποτάζ» στα χέρια, τη νουβέλα που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις της Εστίας. Ένα βιβλίο που διαβάζεις και μπαίνεις σε έναν κόσμο εξαρτήσεων και αγώνα για το ξεπέρασμα τους. Η ζωή γίνεται φωτεινή και με μιας σκοτεινιάζει.

Συναντιόμαστε με τον συγγραφέα σε ένα καφέ στην Αγία Παρασκευή. Στην ουσία συζητάμε για απαντήσεις που ήδη μου έχει δώσει. Εξαιρετικός ο λόγος του στο βιβλίο, πολύ ενδιαφέροντα και τα όσα λέει στη συζήτηση. Λέω να του δώσω λίγο περισσότερο τον λόγο χωρίς άλλα δικά μου σχόλια.

Ποιο ρόλο έπαιξε στο να γραφτεί αυτή η νουβέλα η συμμετοχή σας στην Αφήγηση Ζωής; Είχα διαβάσει κείμενά σας και στα «Αδέσποτα», τον συλλογικό τόμο που είχε κυκλοφορήσει.
Πολύ σημαντικό. Μέσα από τη συμμετοχή μου στην Αφήγηση Ζωής, ξαναήρθα σε επαφή με τη γραφή που μέχρι τότε περιοριζόταν στο γράψιμο κάποιων στίχων και στην καταγραφή σκόρπιων σκέψεων τύπου ημερολογίου. Ουσιαστικά, η ιδέα της συγγραφής αυτής της νουβέλας γεννήθηκε στο σεμινάριο. Διαπίστωσα ότι τα κείμενά μου συγκινούσαν, άρεσαν και όλα τα μέλη της ομάδας μαζί με τη συντονίστρια Κρυσταλία Πατούλη με προέτρεπαν να συνεχίζω να γράφω. Φυσικά και εγώ αντλούσα ικανοποίηση μέσα από το εκφραστικό μέσο της γραφής. Κάποια στιγμή ένα κείμενό μου δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο. Μου είπαν «Πρέπει οπωσδήποτε να γράψεις βιβλίο». Το κείμενο αυτό έχει τίτλο «Η επανάσταση πνίγηκε» και συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Αδέσποτα». Έτσι, προχώρησα σιγά σιγά στη συγγραφή του «Σαμποτάζ».

Θα μας πείτε κάποια πράγματα σχετικά με την εμπειρία συμμετοχής σε ένα τέτοιο σεμινάριο;
Πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια βρισκόμουν σε μία φάση προσωπικής αναζήτησης και υπαρξιακής κρίσης. Ένιωθα να πνίγομαι, έψαχνα να πιαστώ από κάτι, ήθελα να βρω ένα καινούργιο νόημα στη ζωή μου. Ψάχνοντας ανακάλυψα το σεμινάριο Αφήγηση Ζωής που μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Δεν είναι ένα συνηθισμένο σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Παρακολούθησα δύο κύκλους, πολύτιμη εμπειρία. Ήρθα σε επαφή με τον συγγραφικό μου εαυτό, ο οποίος είναι πιο μπροστά από μένα και τον άφησα ελεύθερο να εκφραστεί. Βούτηξα στο παρελθόν και σε ξεχασμένες αναμνήσεις, που όταν καταγράφονται στο χαρτί αλλάζουν την υπόσταση του παρελθόντος. Στην ουσία, γράφοντας, ανακατασκευάζουμε το παρελθόν, επινοούμε μία άλλη πραγματικότητα. Θεωρώ, όμως, ότι η πιο πολύτιμη εμπειρία που αποκόμισα από την Αφήγηση Ζωής είναι η αλληλεπίδραση με τους άλλους συμμετέχοντες, αυτό το μοίρασμα. Μέσα από τις προσωπικές αφηγήσεις των συμμετεχόντων, και σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας, βιώνουμε όλη την γκάμα των συναισθημάτων. Ήταν από τις ίδιες τις ιστορίες που ήταν άλλοτε δύσκολες, τραυματικές και άλλοτε αστείες που συγκινηθήκαμε, θυμώσαμε, γελάσαμε και όλο αυτό είναι πολύ θεραπευτικό, λυτρωτικό. Βέβαια, με αυτόν τον τρόπο έρχεσαι κοντά με τους ανθρώπους.

Φαίνεται να υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Πού τελειώνει η μυθοπλασία και πού αρχίζει το αληθινό βίωμα;
|
Πιστεύω ότι δεν υπάρχει συγγραφέας που να μην χρησιμοποιεί αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ακόμα και ένα μυθιστόρημα έχει τέτοια στοιχεία. Η νουβέλα μου «Σαμποτάζ», μπορεί να μην είναι αυτοβιογραφική, αλλά σαφώς έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το βιβλίο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και ιστορίες ανθρώπων, υπάρχει όμως και μίξη με φανταστικά στοιχεία. Είναι σχεδόν αδύνατον να πω με σιγουριά πού τελειώνει η μυθοπλασία και πού αρχίζει το αληθινό βίωμα, και το ανάποδο. Αυτό που μου συνέβη γράφοντας, είναι ότι μπορεί να ξεκινούσα με την απλή καταγραφή των γεγονότων, όμως στην πορεία, ο ήρωας –ο πρωταγωνιστής– «με πήγαινε», με παρέσερνε. Και είναι εκείνο το σημείο όπου αρχίζει η μυθοπλασία. Νομίζω ότι μπορώ να εμπνευστώ μόνο από την πραγματικότητα, και γράφω με βιωματικό τρόπο, μπαίνω μέσα στο πετσί του ήρωα, ζω τον ρόλο του.
Υπάρχουν λοιπόν αληθινές ιστορίες και βιώματα, τόσο δικά μου, όπως για παράδειγμα τα παιδικά μου χρόνια στην Αφρική, όπως και άλλων ανθρώπων και φίλων του κοντινού μου περιβάλλοντος, και στη γραφή έχει γίνει μια σύνθεση όλων αυτών των γεγονότων σε μία ανακατασκευασμένη βερσιόν. Είναι αποτέλεσμα συνεργασίας μυαλού, μνήμης, ψυχής και φαντασίας.

Το προηγούμενο βιβλίο σας ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα ποιητική συλλογή, «Της ζωής ο σκηνοθέτης». Τι είναι αυτό που σας γεμίζει στην ποίηση και τι στην νουβέλα;
Γενικά μου βγαίνει πιο εύκολα και πιο φυσικά να γράψω μερικούς στίχους, ένα μικρό ποίημα σε μια κόλλα χαρτί. Στα περισσότερα ποιήματα της ποιητικής συλλογής «Της ζωής ο σκηνοθέτης» χρησιμοποιώ μέτρο και ρίμα. Για αυτό και μιλάω πιο πολύ για στίχους, που θα μπορούσαν να μελοποιηθούν παρά για ποίηση. Ωστόσο, και εδώ τα όρια είναι λεπτά ανάμεσα στον στιχουργό και στον ποιητή. Δεν είναι μεγάλος ποιητής ο Γκάτσος, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Άλκης Αλκαίου; Και από την άλλη, οι στίχοι του Καββαδία, μελοποιημένοι έγιναν υπέροχα τραγούδια. Αυτό που με γεμίζει στην ποίηση είναι το πώς μέσα σε έναν στίχο μπορεί να περάσει μια εικόνα, ένα συναίσθημα που μπορεί να σε συγκινήσει βαθιά. Όλα ξεκινάνε από μια φράση που μπορεί να ακούσω, μία εικόνα που είδα στον δρόμο, μια σκηνή της καθημερινότητας. Γράφοντας κάτι για αυτό, τον πρώτο στίχο, βρίσκω τη θεματική, και μετά προσπαθώ να βρω ρυθμό και νόημα στους στίχους. Όλη αυτή η διαδικασία είναι πολύ δημιουργική και γόνιμη και με γεμίζει. Πολύ απλά και εύστοχα η Ποίηση έχει περιγραφεί με τρείς λέξεις ως: «Ρυθμικά σκεπτόμενο αίσθημα». Η ποίηση έχει και το ονειρικό στοιχείο. Από την άλλη, στη νουβέλα τα πράγματα είναι λίγο πιο δύσκολα καθώς χρειάζεται να έχω στο μυαλό μου ήδη μια ιστορία, μια πλοκή που έχει και ρεαλιστικά στοιχεία. Όταν όμως γίνει η αρχή και το νερό μπει στο αυλάκι, όπως συνέβη με το «Σαμποτάζ», τότε το κείμενο ρέει ελεύθερα, η πραγματική αφήγηση εναλλάσσεται με τη μυθοπλασία και όλο αυτό είναι κάτι απελευθερωτικό και με γεμίζει. Δεν μου αρέσουν τα πολλά φρου-φρου στη λογοτεχνία. Ως αναγνώστης κουράζομαι με το μακρόσυρτα κείμενα και τα γλωσσικά φτιασιδώματα. Για μένα είναι πολύ σημαντικό να μπορεί κάποιος μέσα σε λίγες σελίδες να μεταφέρει σκηνές και εικόνες χωρίς να εξηγεί, μόνο να δείχνει, να μπορεί να μεταδώσει το συναίσθημα στον αναγνώστη, ίσως και να τον κάνει να ταυτιστεί, να περάσει ένα μήνυμα, χωρίς όμως να γίνεται διδακτικός. Έχω ακούσει ότι τα κείμενά μου έχουν ρυθμό και ότι το ύφος της γραφής είναι κοφτό, «στακάτο». Εξάλλου, υπάρχει και όρος πεζό-ποίημα.

Καταπιάνεστε με το θέμα των εξαρτήσεων. Πώς μπορεί να βρει κανείς τη δύναμη να αντισταθεί;
Το θέμα των εξαρτήσεων με έχει απασχολήσει πολύ και προσωπικά. Η εποχή μας δυστυχώς είναι μια εποχή εξαρτήσεων. Η εξάρτηση δεν περιορίζεται πλέον μόνο στις γνωστές εξαρτήσεις από ουσίες, αλκοόλ, ναρκωτικά κλπ. Υπάρχει πλέον η πολύ επικίνδυνη εξάρτηση από το διαδίκτυο, εξάρτηση από τον τζόγο, το φαγητό, το σεξ κλπ. Εξάρτηση μπορούν να γίνουν τα πάντα. Εξάρτηση μπορεί να είναι και το να παρακολουθείς με εμμονή καθημερινά τα σκουπίδια της τηλεόρασης και τα τοξικά δελτία ειδήσεων. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή για να αντισταθεί κανείς. Ο καθένας όμως μπορεί να βρει τη δύναμη. Πώς; Ένας τρόπος είναι βρίσκοντας και κάνοντας αυτό που τον ευχαριστεί, αυτό που τον γεμίζει, τον κάνει να αισθάνεται δημιουργικός και ζωντανός. Αυτό ποικίλει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Η επαφή με τη φύση, ο αθλητισμός, κάθε μορφή τέχνης μπορεί να είναι καταφύγιο και αντίδοτο στις εξαρτήσεις. Ακόμα πιο σημαντική είναι η επαφή με τους άλλους ανθρώπους, η ουσιαστική επαφή. «Παρέες ρε!, παρέες να βρείτε να κάνετε!», έλεγε ο Χρόνης Μίσσιος. Από την εμπειρία μου έχω δει ότι σε όλους τους εξαρτημένους υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό: «Το κενό», ένα αίσθημα κενού, μια «μαύρη τρύπα» που ζητά επιτακτικά να γεμίσει. Έτσι δημιουργείται ο φαύλος κύκλος της εξάρτησης, καλύπτουμε το κενό προσωρινά με κάθε είδους ουσία, κακή συνήθεια, ανακουφιζόμαστε για λίγο, και μετά το κενό επανέρχεται δριμύτερο και πάλι από την αρχή…
Η αληθινή επικοινωνία, το μοίρασμα με τους άλλους, η αλληλεγγύη σε κάθε της μορφή είναι ο καλύτερος τρόπος για να αντισταθεί κανείς.
Σχετικά με το βιβλίο, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση από το να ακούς από κάποιον να σου λέει ότι βοηθήθηκε διαβάζοντάς το. Πρόσφατα δέχθηκα ένα συγκινητικό μήνυμα από μια κοπέλα που είχε διαβάσει το «Σαμποτάζ». Μου είπε ότι το βιβλίο μου της κράτησε παρέα τα Χριστούγεννα και χάρη σε αυτό δεν κατέφυγε στο αλκοόλ και έμεινε «καθαρή».
Και κάτι ακόμα. Η εξουσία, κάθε μορφή εξουσίας, θέλει ανθρώπους εξαρτημένους. Η εξάρτηση βολεύει, εξυπηρετεί την εξουσία. Γιατί όταν κάποιος είναι εξαρτημένος δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο πέρα από το αντικείμενο της εξάρτησής του, το ναρκωτικό της αρεσκείας του… Έτσι δεν αντιδρά, δεν αγωνίζεται για τίποτα. Και δεδομένου ότι, η εξάρτηση αφορά κυρίως τους νέους ανθρώπους, δηλαδή το πιο υγιές, ανήσυχο κομμάτι της κοινωνίας, είναι φανερό γιατί αυτό βολεύει την εξουσία αφού οδηγεί τους νέους στο περιθώριο, και τους καθιστά αδύναμους να αντιδράσουν σε ό,τι συμβαίνει γύρω τους. Ένας ακόμα λόγος να αντισταθεί κανείς στις εξαρτήσεις.

Το «Σαμποτάζ» θα παρουσιαστεί την Τρίτη 25 Φεβρουαρίου στις 8:30 μ.μ. στον Ιανό της Αθήνας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!