Υπάρχει ένας εγκλωβισμός που μπορεί και πρέπει να εξηγηθεί. Όσοι δεν τον νιώθουν, όσοι αισθάνονται επαρκείς και ακμαίοι, δεν είναι επειδή αυτό όντως συμβαίνει. Σε μια ολική κρίση ταυτότητας υπάρχουν πολλών ειδών σταθεροποιήσεις, άμυνες και διέξοδοι. Ως ένα βαθμό σεβαστές και αναγκαίες. Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να παρουσιάζονται ως κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είναι. Γιατί τότε πρόκειται για μακαριότητα, για φυγή από την πραγματικότητα ή για τον απόλυτο συντηρητισμό, ασχέτως ριζοσπαστικής, εναλλακτικής ή επαναστατικής επένδυσης. Τα βαρύτιμα λάβαρα, η γενική μαχητικότητα, οι σωστές διεκδικήσεις, ο ατομικός αξιοπρεπής δρόμος, η κριτική που σκίζει, όλα αυτά σε διάφορα μίγματα και εκδοχές, σήμερα μοιάζουν περισσότερο να περιχαρακώνουν παρά να απασφαλίζουν δυναμικές. Αν πάλι δεν είναι αντίγραφα μιας ευκολίας-ύβρεως των βολεμένων κάθε είδους, κάτι σαν την έκφραση-εξέγερση του ευρωβουλευτή Κούλογλου με αφορμή την κριτική στις κυβερνητικές παροχές: «Έλεος πια με τη μιζέρια, ας ανακουφιστεί λίγο ο κοσμάκης».
Υπάρχει ένα ερώτημα. Τι σημαίνει να μπει στο επίκεντρο η σωτηρία της χώρας; Ας μην απαντηθεί μέχρι κεραίας. Ας καταγραφεί έστω ως το κεντρικό ζητούμενο. Γιατί όταν τουρκικές φρεγάτες περικυκλώνουν την Κύπρο κάτι πρέπει να ερεθιστεί. Όταν στην Ευρώπη προβάλλεται σαν μπαμπούλας η ακροδεξιά, κάπως πρέπει να αναρωτηθούμε για το ποιόν και τις στοχεύσεις του αντιφασισμού και την πολιτική και ιδεολογική ομηρεία που επιχειρείται μέσω αυτού. Όταν η παιδεία ξεχαρβαλώνεται, οι επιστήμονες ξενιτεύονται και οι γέροι αυξάνονται, κάπως θα πρέπει να σκεφτούμε το «τι θα είναι η Ελλάδα σε 5-10 χρόνια», ακόμα κι αν δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει αύριο. Όταν ο Ρος Ντέιλι παραμένει «θεός» –και ως υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ– αλλά ο διπλανός μας στο διαμέρισμα με τον μπουζούκι του «ε, είναι κάπως ρατσιστής», τότε πρέπει να αναρωτηθούμε για τους διχασμούς εντός των οποίων στριμωχνόμαστε.
Υπάρχει μια πεποίθηση. Το κίνημα δεν είναι αυτό που ίσως περιμένουμε να είναι. Κι η λύση δεν υπάρχει κάπου έτοιμη περιμένοντας πρόσκληση εφαρμογής. Κάποιοι φαντασιώνονται σοβιέτ στην Ελλάδα, άλλοι προσδοκούν μια εθνική ανεξαρτησία άλλων εποχών, άλλοι ξεμπερδεύουν με το «μεγαλείο της ελληνικής ψυχής» (η άλλη όψη του νομίσματος είναι το «μνημόνια μέχρι να δύσει ο ήλιος»), οι περισσότεροι ανήσυχοι άνθρωποι εμπλέκονται σε ό,τι είναι πιο κοντινό και πρόσφορο. Δεν είναι βέβαια αυτή η δημόσια συζήτηση. Οι ραγιαδισμοί όλων των ειδών έρχονται και επανέρχονται, μαζί και οι ριζοσπαστισμοί. Σε όλα μάλιστα τα πεδία, συγκρούονται διαρκώς. Μια απροκατάληπτη μελέτη της ιστορίας –και των επαναστάσεων– δεν δείχνει πανέτοιμους ανθρώπους, καθαρούς και κρυστάλλινους. Μια στοιχειώδης παρατήρηση των τρόπων εκδήλωσης των αντιστάσεων στις μέρες μας, μάς θέτει μπροστά σε καταστάσεις πιο υβριδικές και πιο μπερδεμένες που ούτε προϋποθέτουν, ούτε απαιτούν ένα κόμμα ή μια οργάνωση ώστε να ανοιχτούν κάποιοι ελπιδοφόροι δρόμοι. Οι κοινωνίες υπάρχουν εντός της πολιτικής και ταυτόχρονα παράγουν το χαρακτήρα της με τρόπο αλλιώτικο από παλιά. Ενώ μια πιο βαθιά ματιά στον Άνθρωπο, ίσως να έδειχνε αλλαγές τέτοιας ποιότητας, ώστε συνθήματα όπως «Εμείς ή αυτοί» ή «Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι» θα έπρεπε να νοηματοδοτηθούν διαφορετικά.
Το ΤΙΝΑ (Δεν-υπάρχει-εναλλακτική) μπορεί να συναντά διάφορα αντί-ΤΙΝΑ, συνειδητά ή αυθόρμητα, που να προκαλούν πονοκεφάλους ή και πραγματικά ρήγματα. Είναι δύσκολο αλλά –εντός και ενόσω– πρέπει να κατασκευάσουμε μια νέα χωρητικότητα. Και αυτό δεν είναι θέμα φαεινών, αλλά συλλογικής σκέψης, αναστοχασμού της εμπειρίας και ανοιχτόκαρδης δοκιμής.