Με αφορμή το βιβλίο – μελέτη του Θεοδόση Πυλαρινού. «Η λογοτεχνία συντηρεί το ατομικό μας δικαίωμα στη σοφία της ζωής που δεν αναγνωρίζεται εύκολα από την κοινωνία…».
Αυτή η μη αναγνώριση που συχνά οδηγεί στην αποσιώπηση, δεν οφείλεται αποκλειστικά στο «λογοτεχνικό κανόνα» των καιρών που επιμένει να διαλέγεται με όρους αγοράς και πωλήσεων. Οφείλεται και στο γεγονός της «δύσπεπτης» τροφής που συνήθως προσφέρουν οι πραγματικοί λογοτέχνες -είτε αυτοί είναι πεζογράφοι είτε ποιητές.
Στις περιπτώσεις αποσιωπημένων δημιουργών -μη προβεβλημένων έστω- θα μπορούσε να καταταχθεί και η ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου. Η σημερινή σύντομη δημοσιογραφική μνεία στο πρόσωπό της οφείλεται στο βιβλίο – μελέτη του Θεοδόση Πυλαρινού (καθηγητή στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου) που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις νεοσύστατες εκδόσεις «Κεδρισός» που εδρεύουν στα Χανιά της Κρήτης. Στο γενέθλιο τόπο δηλαδή της ποιήτριας, έναν τόπο μικρογραφία του κόσμου με ήλιο λαμπρό, θάλασσες, βουνά και πεδιάδες, δέντρα και λουλούδια, υπέροχη διαφάνεια αλλά και κρύπτες όπλων -κατά δήλωσιν της ίδιας σε μια διάλεξη που έδωσε το Σεπτέμβρη του 2001 στο Ακρωτήρι των Χανίων. Είναι αυτός ο τόπος που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα και ενέπνευσε την ποίησή της. Κόρη πλανόδιου αγιογράφου από τα μέρη της Σερβίας και Χανιώτισσας μάνας, η Βικτωρία είδε το πρώτο φως της ζωής το 1926.
Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα -ήταν μόλις 8 χρόνων τότε- και η φτώχεια της μητέρας την οδήγησαν στα θρανία της μαθητείας τα οποία όμως εγκατέλειψε στα 15 της χρόνια για να πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση. «Γίναμε μέλη της ΕΠΟΝ και της Εθνικής Αλληλεγγύης, ωστόσο, τίποτα στη συμπεριφορά μας δεν φανέρωνε τη βαριά ευθύνη που επωμισθήκαμε. Παραμείναμε εύθυμα αγόρια και κορίτσια, πρόθυμα σε κάθε επικίνδυνη αποστολή. Η γενιά μας σήκωσε το βάρος και του θερμού και του ψυχρού πολέμου. Όσοι επέζησαν πλήρωσαν μετά βαρύ το τίμημα για τους ενθουσιασμούς και τις προσδοκίες… σε φυλακές και εκτοπίσεις στα νησιά», εξομολογείται η ίδια.
Την αφοσίωσή της σ’ αυτή τη γενιά, την αφοσίωσή της στο όραμα και την ουτοπία υμνεί στην ποίησή της η Βικτωρία Θεοδώρου, μια ποίηση βαθιά, ανθρωπιστική και εξ ενστίκτου αντιστασιακή, όπως σημειώνει και ο Θ. Πυλαρινός στο εν λογω δοκίμιο που έχει τίτλο: Ελάσσονες τόνοι σε μείζονες κλίμακες στην ποίηση της Βικτωρίας Θεοδώρου και συνεχίζει: «Η ποίηση της Βικτωρίας Θεοδώρου, εξακολουθητικά πηγαία, αψιμυθίαστη, αρτεσιανή αλλά και ταπεινόφρων, με τον καιρό ωριμάζει αντί να φθίνει. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, κατόρθωσε να μη εμπλακεί στα δίχτυα του επικαιρικού και, επίσης, να μη επηρεαστεί κοντόφθαλμα από πολιτικές τοποθετήσεις. Αντιστάθηκε, με άλλα λόγια, απόλυτα συνεπής στην ποίησή της, στις σειρήνες της προβολής και της εύκολης αποδοχής πληρώνοντας το τίμημα της ψυχρής και αδιάφορης αντιμετώπισης του έργου της από αντίθετους και ομοϊδεάτες…»