Νεαρέ εμποράκο βλάκα
αύριο θα πεθάνεις για μια ένεση
που θα τιμάται με τη ζωή σου.
(Θωμάς Γκόρπας, 1957)

 

Ξεκινώ με μια οιονεί αφιερωματική αναφορά σ’ έναν κατ’ εξοχήν «συνοικιακό» και αυθεντικά, δηλαδή υπαρξιακά, σωματικά αντισυστημικό ποιητή, επικαλούμενος έμμεσα τη συνειρμική επικουρία της ποίησης για όσα θα υποστηρίξω παρακάτω. Για την ώρα σημειώνω ότι το ποίημα του μακρινού πια Θωμά Γκόρπα Έλλειψη πάγου στη συνοικία* προβάλλει πάνω στο γκρίζο φόντο της σημερινής μας κατάντιας μιαν εικόνα από την προϊστορία της∙ ο εμποράκος του είναι το πρόπλασμα της επηρμένης και αστόχαστης κουφότητας του μετέπειτα νεόπλουτου γιάπη – πριν μάθει ότι του μέλλεται κάποτε να γίνει κι αυτός ένας νεόπτωχος απόβλητος του life style.
Ο εμποράκος δεν είναι κακός άνθρωπος. Δεν μισεί τους άφραγκους, δεν έχει μίσος για κανένα∙ ούτε αγάπη – κάνει απλώς τη δουλειά του. Όμως ο ποιητής δεν θέλει να το ξέρει αυτό, γιατί κάνει κι αυτός τη δουλειά του. Ξέρει μόνο ό,τι αυτός πρέπει να ξέρει – αυτό που δεν πρέπει να ξέρει ο εμποράκος για να συνεχίσει να είναι ο εμποράκος. Όσο θα ισχύει αυτή η τάξη πραγμάτων υποδυόμενη τη φύση των πραγμάτων, όσο δεν ανατρέπεται από την υπέρβαση της άλλης ματιάς που θα έσπαγε τον φαύλο κύκλο, ούτε ο «οίκτος» του εμποράκου για τους φτωχούς ούτε η «κατανόηση» του ποιητή για τον εμποράκο θα έχουν ποτέ πραγματική υπόσταση – ούτε εντός ούτε εκτός του ποιήματος.

***

Δεν υπάρχει συγγνώμη. Διότι «όλοι μαζί» κατάπιαμε τελικά το θρασύτατο εκείνο «όλοι μαζί τα φάγαμε», χωρίς να τολμήσουμε, ως «λαός», την οφειλόμενη απάντηση στην πρόκληση όταν μας δόθηκε η τελευταία ίσως για τα επόμενα χρόνια ευκαιρία∙ διότι δεν το ’χουμε πάρει ακόμα μέσα μας απόφαση πως έχουμε χάσει τα πάντα, πως τα γεφύρια πίσω μας είναι καμένα – και το κακό ακριβώς είναι πως δεν τολμήσαμε να τα κάψουμε οι ίδιοι. Η ελπίδα μάς κάνει δειλούς απέναντι στα «χειρότερα» αλλά τα χειρότερα ήδη ερημοποιούν τη ζωή μας παχαίνοντας τις τράπεζες, ενώ τα αναπάντητα προβλήματα της εξαγριωμένης καθημερινότητας συναντούν στις συνοικίες τις γρυλίζουσες «απαντήσεις» των λαϊκόμορφων «αντισυστημικών» μπράβων του συστήματος.
Ζούμε από καιρό τώρα υπό καθεστώς κλεπτοκρατίας ή θεσμοποιημένης ανομίας όπου οι φαινομενικά αντιφατικοί ισχυρισμοί «δεν υπάρχει κράτος» / «έχουμε ένα γιγάντιο κράτος» δεν αλληλοαναιρούνται αλλά αλληλοεπαληθεύονται εκφράζοντας ανεπίγνωστα την ίδια αλήθεια: το κράτος υπάρχει – μόνο που αποτελεί ιδιωτική ιδιοκτησία. Το ρητορικό κλισέ «δεν υπάρχει κράτος» χρησιμοποιείται ως προεισαγωγή στην αμέσως ακολουθούσα θεωρία του «πολιτικού κενού», καταλήγοντας στο στερεότυπο αξίωμα της φυσικής «η φύσις απεχθάνεται το κενό», το οποίο μεταφερόμενο στο πολιτικό πεδίο παίρνει μορφή εκφοβιστικά «κατηχητικού» αξιώματος, υποβάλλοντας την «εξήγηση» για την άνοδο της ακροδεξιάς. Σε τελική ανάλυση δηλαδή, επειδή «η φύσις απεχθάνεται το κενό» είναι «φυσικό» τα θύματα του συστήματος να προσβλέπουν λατρευτικά στους «αντισυστημικούς» θύτες ως σωτήρες τους.
Είναι «φυσικό»∙ όπως είναι επίσης φυσικό η ορθοπολιτική μας δημοκρατική συνείδηση να εξεγείρεται και να καταμηνύει μεν τα αντισημιτικά φληναφήματα του κάθε κυρίου Πλεύρη αλλά να παραβλέπει, να ανέχεται ή ακόμα και να κρυφοκαμαρώνει τους νυχτερινούς μαχαιροβγάλτες που εξαντλούν όλο τους τον αντρισμό εφορμώντας στιφηδόν κατά ανυπεράσπιστων φουκαράδων και αδύναμων αντιφρονούντων. Δηλαδή, η ορθοπολιτική μας δημοκρατική συνείδηση καταγγέλλει και επιδιώκει να φιμώσει νομικά το φασιστικό λόγο (κακώς) αλλά, κατά παρωδία κάθε λογικής και ηθικής τάξης, ανέχεται ή επιδοκιμάζει και νομιμοποιεί αυτούς που εφαρμόζουν αυτό τον (απαγορευτέο!) φασιστικό λόγο μετατρέποντάς τον σε καθημερινή πράξη.
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της τακτικής (κράμα νεοφιλελεύθερου κυνισμού και ορθοπολιτικής υποκρισίας) η θεωρία των «άκρων» έρχεται και δένει με την εξυπνακίστικη μπουρδολογία των εκσυγχρονισμένων λάιτ εθνικοφρόνων που κλείνουν το μάτι στις γνωστές συμμορίες – με την απολίτικη χαριτωμενιά που μετακόμισε από την πάλαι ποτέ «μαύρη τρύπα» της αλλοτινής Ελευθεροτυπίας στα απόνερα των ιδιωτικών καναλιών και στον παραπολιτικό σνομπισμό της δημοσιογραφούσας Μαρίας Αντουανέτας που κοσμεί τη δεύτερη σελίδα της Κυριακάτικης Καθημερινής.
Δεν υπάρχει συγγνώμη – για κανένα μας. Διότι εμείς εκθρέψαμε ή ανεχτήκαμε αυτές τις συμπεριφορές. Κι αν η Αριστερά είναι «απούσα», μετεωριζόμενη ανάμεσα στο μονόχνοτο δογματισμό του σκληρωτικού αντιευρωπαϊσμού και στον πολύχρωμο δογματισμό του χαρωπά ελευθεριάζοντος ευρωπαϊσμού, τούτο δεν δικαιολογεί την τάση των ιδεολογικά άστεγων θυμάτων να αυτοτυφλώνονται απέναντι στους θύτες τους. Εδώ που έχουμε φτάσει δεν συγχωρείται πλέον η άγνοια – όχι του ιστορικού παρελθόντος αλλά του ζέοντος παρόντος∙ το ναζιστικό άγος σφραγίζει μέχρι σήμερα τους απογόνους εκείνων των καλών κι ευυπόληπτων πολιτών που «δεν ήξεραν» τι σήμαινε ο καπνός που βλέπανε να λεκιάζει τον γερμανικό ουρανό και το αθώο βλέμμα τους. Αν ο λαός στέργει εθελοτυφλώντας να φορτώνει τα δεινά τους σε αποδιοπομπαίους τράγους («Εβραίους» ή «λαθρομετανάστες») θυσιάζοντάς τους στους εκάστοτε φίρερ του, δεν αγνοεί απλώς την ενοχή του – αγνοεί το τι τον περιμένει και τον ίδιο αύριο.
Η ελπίδα «πεθαίνει τελευταία» – έτσι μας είπε παρηγορητικά κάποιος επίσημος εκ του εξωτερικού. Είναι η ελπίδα που οδηγεί τους ανθρώπους «ησύχως» στο σφαγείο, όπως τους Εβραίους που οδηγούνταν από το δήμιο στον προγραμματισμένο τους θάνατο χωρίς αντίσταση, χωρίς το ύστατο τουλάχιστον ρισκάρισμα των ηρώων του γκέτο στη Βαρσοβία. Στον ίδιο δρόμο βαδίζουμε, προς τον ίδιο ψυχρά πρωτοκολλημένο θάνατο, ακολουθώντας την «τελευταία» ναρκωτική ελπίδα ότι κάποιο ψίχουλο ζωής, όχι πλέον αξιοπρέπειας, θα μας χαριστεί στο τέλος. Ότι ο δήμιος μπορεί να κάνει μαζί μας παζάρια, σα να ’κανε παζάρια ο θάνατος. Αυτή η ελπίδα πρέπει να πεθάνει πριν από μας για να σωθούμε ή να χαθούμε υπ’ ευθύνη μας.

 

* Βλέπε Θωμά Γκόρπα, Στάσεις στο μέλλον, Εγνατία, 1979, σελ. 21.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!