Αναδημοσιεύουμε σε αυτό το φύλλο εκτενή αποσπάσματα ενός άρθρου της Giovanna Baer στην ιταλική πολιτική και πολιτιστική επιθεώρηση Pagina Uno. Η Baer κάνει μια εκτενή χαρτογράφηση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών γύρω από την παραγωγή και διανομή εμβολίων, και μελετά σε βάθος τις διαφορετικές στρατηγικές των μεγάλων χωρών παραγωγών εμβολίων. Το άρθρο ξεφεύγει από τη συνηθισμένη δυτικοκεντρική ματιά, διευρύνοντας τον χάρτη και φωτίζοντας πλευρές της μεγάλης εικόνας. Εστιάζοντας στις γεωπολιτικές συμμαχίες και ανταγωνισμούς, μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται πάνω στις εμβολιαστικές εκστρατείες, και εξηγούν πολλές από τις πολιτικές αποφάσεις κρατών και οργανισμών οι οποίες συχνά ενδύονται επιστημονικό μανδύα. Τέλος, η καταληκτική επισήμανση του άρθρου, πως η πρόκληση του «ποιος θα εμβολιάσει τον κόσμο» θα κρίνει σε σημαντικό βαθμό και την πλανητική ηγεμονία για τα επόμενα χρόνια, ίσως να εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την πρόσφατη στροφή του Μπάιντεν υπέρ της έστω και προσωρινής άρσης των πατεντών των εμβολίων, καθώς και την συζήτηση που πυροδότησε αυτή η στροφή.
της Giovanna Baer*
Η ικανότητα παροχής εμβολίων στις χώρες που τα στερούνται έχει γίνει μέρος των μηχανισμών ήπιας ισχύος των αναπτυγμένων χωρών. Η ήπια ισχύς είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται συνήθως στη διπλωματία και στις διεθνείς σχέσεις για να περιγράψει την ικανότητα ενός δρώντος πολιτικού παράγοντα να πείσει, να προσελκύσει και συναποφασίσει με άλλα υποκείμενα, χωρίς να καταφύγει σε σκληρούς τρόπους (όπως η στρατιωτική δύναμη), με σκοπό να αλλάξει το γεωπολιτικό σκηνικό του πλανήτη προς ίδιον όφελος. Σε περιόδους πανδημίας, οι θεραπείες και τα εμβόλια ισοδυναμούν με την προμήθεια όπλων σε καιρό πολέμου. Και, όταν διακυβεύεται η ζωή κάποιου, αυτός είναι πρόθυμος να υποσχεθεί οτιδήποτε σε οποιονδήποτε –ακόμη και σε παλιούς εχθρούς– προκειμένου να σώσει το τομάρι του. Ως αποτέλεσμα, τα έθνη που έχουν αναπτύξει αποτελεσματικά εμβόλια κατά του Covid-19, βρίσκονται στην πιο επιθυμητή γι’ αυτά κατάσταση: μπορούν να βελτιώσουν την πολιτική θέση τους σε χώρους μέχρι τώρα απρόσιτους, και οι στρατηγικές τους για τη διανομή φαρμάκων αντικατοπτρίζουν αυτήν την επίγνωση .
Ο κόσμος και τα εμβόλια
Στις 25 Μαρτίου 2021 είχαν χορηγηθεί περισσότερες από 328 εκατομμύρια μονές δόσεις στον κόσμο. Το Ισραήλ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Χιλή και το Μπαχρέιν προπορεύονται σε δόσεις που χορηγούνται σε αναλογία με τον πληθυσμό τους. Πάντα τον περασμένο Μάρτιο, 12 εμβόλια είχαν εγκριθεί από τουλάχιστον μία εθνική ρυθμιστική αρχή για χρήση στο κοινό: δύο εμβόλια mRNA (το εμβόλιο Pfizer-BionTech –το πρώτο που εγκρίθηκε για γενικευμένη χρήση– και το εμβόλιο Moderna), τέσσερα συμβατικά εμβόλια αδρανοποιημένου ιού (BBIBP-Corv της Sinopharm, BBV152 της BharatBiotech, CoronaVac της Sinovac και CoviVac του Κέντρου Chumakov), τέσσερα εμβόλια με ιό φορέα (Sputnik-V του Ινστιτούτου Gamaleya, Oxford-AstraZeneca, Ad5-nCoV του Cansino και Johnson&Johnson) και, τέλος, δύο εμβόλια με πρωτεΐνη υπομονάδας (EpiVacCorona ΙνστιτούτουVektor και ZF2001).
Οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει τρία από αυτά (Pfizer, Moderna και Johnson&Johnson). Η Αγγλία ανέπτυξε το AstraZeneca (τώρα αγγλο-σουηδικό). Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας των Sputnik-V, EpiVacCorona και CoviVac ανήκει στους Ρώσους, ενώ αυτά των Sinopharm, Sinovac, CanSinoBiologics και ZF2001 είναι κινέζικα. Τέλος, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του BBV152 είναι ινδικό. Όπως είναι εύκολο να μαντέψει κανείς, στα παραπάνω κράτη συγκαταλέγονται τρία που έχουν βλέψεις πλανητικού ηγεμόνα, και των οποίων οι στόχοι συγκρούονται: οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα. Αλλά οι στρατηγικές τους για τη χρήση του νέου όπλου μαζικής σωτηρίας είναι προς το παρόν αρκετά διαφορετικές.
Σε περιόδους πανδημίας, οι θεραπείες και τα εμβόλια ισοδυναμούν με την προμήθεια όπλων σε καιρό πολέμου. Και, όταν διακυβεύεται η ζωή κάποιου, αυτός είναι πρόθυμος να υποσχεθεί οτιδήποτε σε οποιονδήποτε –ακόμη και σε παλιούς εχθρούς– προκειμένου να σώσει το τομάρι του
Στο επεισόδιο της τηλεοπτικής εκπομπής «Ο χάρτης του κόσμου» (Mappa Mundi) της 2ας Μαρτίου 2021, οι Dario Fabbri και Giorgio Cuscito ανέλυσαν τη γεωπολιτική μάχη των τριών μεγάλων χωρών γύρω από την παραγωγή και τη διανομή εμβολίων, εντοπίζοντας δύο μοντέλα πολύ διαφορετικά. Από τη μια πλευρά, αυτό που υιοθετήθηκε από τις ΗΠΑ, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα διαθεσιμότητα εμβολίων ως ένα βραχυπρόθεσμο πλεονέκτημα, εν μέρει λόγω της εμφάνισης παραλλαγών ανθεκτικών στον ιό, αλλά κυρίως με την πεποίθηση ότι πολλές χώρες του κόσμου σύντομα θα παράξουν νέες εναλλακτικές. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, ο Μπάιντεν προτίμησε, ως εκ τούτου, να επικεντρωθεί στην ανοσία αγέλης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, παίρνοντας με αυτόν τον τρόπο το ρίσκο να φθάσουν στην περίφημη «πίσω αυλή» των ΗΠΑ οι Ρώσοι και οι Κινέζοι, πιστεύοντας (λανθασμένα ή σωστά) ότι οι προσπάθειες των ανταγωνιστών συνολικά, να αναζητούν συμφωνίες με χώρες στην αμερικανική σφαίρα επιρροής (ιδίως της Λατινικής Αμερικής και της Ευρώπης), σύντομα θα εκτονωθούν.
Στο άλλο άκρο, η Κίνα και η Ρωσία επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν τα εμβόλια τους κυρίως ως εργαλείο ήπιας ισχύος για να αποκτήσουν ερείσματα σε περιοχές που ιστορικά βρίσκονται υπό την αιγίδα της Αμερικής. Ακόμη και η διαδικασία ανάπτυξης των εμβολίων ήταν, ήδη από τα πρώτα στάδια, προσανατολισμένη σε αυτήν την κατεύθυνση. Η Ρωσία και η Κίνα, βασισμένες στους εξαγωγικούς τους στόχους, κατάφεραν να πάρουν έγκριση μαζικής παραγωγής και διανομής από τις αντίστοιχες αρχές, πριν ακόμη πριν επικυρώσουν τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών.
Λίγο μετά άρχισαν να προσφέρουν τα νέα εμβόλια στο εξωτερικό σε πολύ προσιτές τιμές, θυσιάζοντας στην πραγματικότητα τον στόχο της ανοσίας αγέλης εντός των συνόρων τους. Εκκινούν βέβαια από καταστάσεις πολύ διαφορετικές: η Κίνα, η οποία έχει μάθει να επιτηρεί αποτελεσματικά τον ιό με μέτρα χαμηλού αντίκτυπου, μέχρι σήμερα καταγράφει περίπου έως 50 κρούσματα την ημέρα – και ως εκ τούτου μπορεί να αντέξει την εξαγωγή των εμβολίων. Η Ρωσία από την άλλη, αντιμετωπίζοντας πολύ χειρότερες υγειονομικές συνθήκες, αποφάσισε σκόπιμα να αγνοήσει την εσωτερική κατάσταση προκειμένου να αποκτήσει κύρος και επιρροή στο εξωτερικό. Όχι τυχαία, το όνομα του πρώτου δορυφόρου που εκτοξεύτηκε ποτέ στο διάστημα, δόθηκε στο ρωσικό εμβόλιο (Sputnik-V), συμβολίζοντας ίσως τη στιγμή που η Ρωσία θα βρεθεί πιο κοντά στο να κερδίσει τον αγώνα για την κατάκτηση του κόσμου, και μαζί τον ψυχρό πόλεμο ενάντια στις ΗΠΑ. Η στρατηγική αυτή φαίνεται να λειτουργεί, τόσο για τον Σι Τζινπίνγκ όσο και για τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Η Κίνα και ο υγειονομικός Δρόμος του Μεταξιού
Τουλάχιστον 25 χώρες σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούν ήδη τα κινέζικα εμβόλια. Δεκατέσσερις (Μπαχρέιν, Καμπότζη, Αίγυπτος, Ουγγαρία, Ιορδανία, Μακάο, Μαρόκο, Πακιστάν, Περού, Σενεγάλη, Σερβία, Σεϋχέλλες, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Ζιμπάμπουε) επέλεξαν το κινέζικο Sinopharm. Έντεκα άλλες (Βραζιλία, Χιλή, Γουατεμάλα, Χονγκ Κονγκ, Ινδονησία, Μαλαισία, Τουρκία, «Βόρεια Κύπρος», Φιλιππίνες, Ταϊλάνδη και Ουρουγουάη) επέλεξαν το, επίσης κινέζικο, Sinovac. Αλλά οι επιπλέον χώρες που ενδιαφέρονται φτάνουν τις 60, σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, η Ευρώπη, η Λατινική Αμερική, ακόμη και η Ωκεανία. Σύμφωνα με τους Financial Times, ολόκληρο το κρατικό σύστημα της Κίνας φαίνεται να εμπλέκεται σ’ αυτή τη διπλωματία των εμβολίων, την οποία ενεργοποιεί το Πεκίνο μέσω των καναλιών συνεργασίας που άνοιξε η πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος».
Στις 21 Φεβρουαρίου, η Wall Street Journal ανέφερε ότι το αεροδρόμιο της Αντίς Αμπέμπα στην Αιθιοπία έχει μετατραπεί σε επίκεντρο μιας τεράστιας αλυσίδας εφοδιασμού που χτίζει η Κίνα για να επιταχύνει τη διανομή του εμβολίου της κατά του κορωνοϊού και να επεκτείνει την επιρροή της στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Μόνο την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου, σύμφωνα με τους αξιωματούχους της Ethiopian Airlines, περισσότερες από ένα εκατομμύριο δόσεις κινέζικων εμβολίων κατά του Covid-19 πέρασαν από την Αιθιοπία. Στόχος του Πεκίνου είναι να κερδίσει την ευγνωμοσύνη των πολιτικών και των ανθρώπων που χρειάζονται εμβόλια χαμηλού κόστους Covid-19, και να αποκτήσει το κύρος μιας δύναμης που είναι σε θέση να ενεργεί ως φρουρός της υγείας όλων. Στις αρχές Φεβρουαρίου είχαν ήδη φτάσει στο Πακιστάν μισό εκατομμύριο δόσεις Sinopharm που προορίζονταν να διαμοιραστούν σε άλλες 13 χώρες, μεταξύ των οποίων η Καμπότζη, το Νεπάλ, η Σιέρα Λεόνε και η Ζιμπάμπουε. […] Μετά από μήνες μάχης ενάντια στη δυσαρέσκεια και τη δυσπιστία από την αρχή της πανδημίας, οι Κινέζοι διπλωμάτες, οι επικεφαλής των κινεζικών φαρμακευτικών εταιριών και άλλοι μεσολαβητές έχουν συλλέξει δεκάδες αιτήματα για προμήθεια εμβολίων από τους απελπισμένους αξιωματούχους της Λατινικής Αμερικής, η οποία πληρώνει στον κορωνοϊό δυσβάσταχτο φόρο σε ανθρώπινες ζωές.
Ξαφνικά, το Πεκίνο βρέθηκε με ένα τεράστιο νέο πλεονέκτημα σε περιοχές που παραδοσιακά βρίσκονται υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, στις οποίες όμως η Κίνα έχει κτίσει ένα τεράστιο δίκτυο επενδύσεων με φιλοδοξία να επεκτείνει τις επιχειρήσεις, τις στρατιωτικές συνεργασίες και τους πολιτιστικούς δεσμούς
Ξαφνικά, το Πεκίνο βρέθηκε με ένα τεράστιο νέο πλεονέκτημα σε περιοχές που παραδοσιακά βρίσκονται υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, στις οποίες όμως η Κίνα έχει κτίσει ένα τεράστιο δίκτυο επενδύσεων με φιλοδοξία να επεκτείνει τις επιχειρήσεις, τις στρατιωτικές συνεργασίες και τους πολιτιστικούς δεσμούς. Η Βραζιλία είναι ίσως η πιο εντυπωσιακή περίπτωση. Μόνο πέρυσι, ο πρόεδρος Μπολσονάρου, ένθερμος σύμμαχος του Τραμπ, περιφρονούσε το κινέζικο εμβόλιο που ήταν σε φάση κλινικών δοκιμών στη Βραζιλία, φτάνοντας να εμποδίσει το Υπουργείο Υγείας να παραγγείλει 45 εκατομμύρια δόσεις: «Ο λαός της Βραζιλίας δεν θα γίνει το ινδικό χοιρίδιο κανενός», έγραφε στο Twitter. Αλλά με την αποχώρηση του Τραμπ και την οριακή κατάσταση των νοσοκομείων της Βραζιλίας, η κυβέρνηση του Μπολσονάρου αναγκάστηκε να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την Κίνα. Ο πρόεδρος, ο γιος του και ο υπουργός Εξωτερικών σταμάτησαν απότομα να επικρίνουν το Πεκίνο, ενώ οι αξιωματούχοι του υπουργικού συμβουλίου που έχουν επαφές με τους Κινέζους, όπως ο υπουργός Τηλεπικοινωνιών Fabio Faria, εργάστηκαν με ζήλο για την έγκριση μιας νέας αποστολής εμβολίων. Ο Faria πήγε στο Πεκίνο τον Φεβρουάριο, συναντήθηκε με τα στελέχη της Huawei στα κεντρικά τους γραφεία, και έκανε ένα αίτημα πολύ ασυνήθιστο για μια εταιρεία τηλεπικοινωνιών: «Επωφελήθηκα από το ταξίδι για να ζητήσω το εμβόλιο, το οποίο είναι αυτό που όλοι θέλουμε», είπε ο υπουργός. Δύο εβδομάδες αργότερα, η κυβέρνηση της Βραζιλίας ανακοίνωνε τις προδιαγραφές για τη δημοπρασία των βραζιλιάνικων δικτύων 5G, από τα μεγαλύτερα στον κόσμο: η Huawei, η οποία μόλις λίγο πριν δεν είχε τα προαπαιτούμενα για να συμμετάσχει, ήταν πλέον ένας από τους βασικούς ανταγωνιστές. Και κάπως έτσι, μέχρι το τέλος του μήνα, εκατομμύρια δόσεις εμβολίου της Κίνας είχαν ήδη φτάσει στη Βραζιλία…
Η Ρωσία και η επιτυχία του Sputnik–V
Από την άλλη πλευρά στη Ρωσία, όσον αφορά τον Πούτιν, κανείς δεν αμφιβάλει πως βλέπει στο Sputnik-V μια νέα δυνατότητα να προβάλει την επιρροή της παντού. Οι ειδικοί έχουν επανειλημμένα εκφράσει τις ανησυχίες για το μικρό βαθμό διαφάνειας όσον αφορά τα ερευνητικά δεδομένα των κλινικών δοκιμών του εμβολίου, και την τόσο γρήγορη έγκρισή του. Όμως η Ρωσία ισχυρίζεται πως έχει ήδη δεχτεί παραγγελίες για 1,2 δισεκατομμύρια δόσεις, ειδικά μετά τον χαρακτηρισμό του εμβολίου ως ασφαλούς και αποτελεσματικού (91,6% αποτελεσματικότητα έναντι όλων των Covid-19 και 100% αποτροπή μιας μέτριας ή σοβαρής νόσησης) από το Lancet, ένα από τα πιο φημισμένα επιστημονικά περιοδικά Ιατρικής στον κόσμο. Στα τέλη Μαρτίου, σύμφωνα με το Ρωσικό Ταμείο Άμεσων Επενδύσεων (RDIF) που εμπορεύεται το εμβόλιο, το Sputnik-V είχε εγκριθεί από 56 χώρες, με συνολικό πληθυσμό άνω του 1,5 δισεκατομμυρίου. Μεταξύ αυτών το Ιράν, όπου ο μαζικός εμβολιασμός ξεκίνησε συμβολικά από τον γιο του υπουργού Υγείας Saeed Namaki, και το Βιετνάμ, μία από τις πολυπληθέστερες χώρες της Ν.Α. Ασίας. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία για τη Λατινική Αμερική, όπου 9 κράτη (Αργεντινή, Βολιβία, Γουατεμάλα, Γουιάνα, Ονδούρα, Μεξικό, Νικαράγουα, Παραγουάη, Βενεζουέλα) έχουν εγκρίνει τη χρήση του Sputnik-V.
Η Αργεντινή ήταν η πρώτη που, ήδη από τα τέλη Δεκέμβρη, διαπραγματεύτηκε την αγορά 25 εκατομμυρίων δόσεων. Η Βενεζουέλα και το Μεξικό παρέλαβαν αποστολές 100 και 200 χιλιάδων δόσεων, αντίστοιχα, στις αρχές Φεβρουαρίου. Η Νικαράγουα άρχισε να διανέμει εμβόλια στις 2 Μαρτίου, όταν και παρέλαβε μια άγνωστη ποσότητα δόσεων ως δωρεά. Η Βολιβία παρέλαβε 20 χιλιάδες δόσεις του Sputnik-V τον Ιανουάριο και τελικά θα παραλάβει αρκετές δόσεις για να εμβολιάσει έως και 2,6 εκατομμύρια πολίτες. Η Παραγουάη έχει ανακοινώσει την αγορά ενός εκατομμυρίου δόσεων, όμως έχει παραλάβει μόλις 4.000 μέχρι στιγμής.
Δεν σταματάμε όμως εδώ. Τον Φεβρουάριο η Ρωσία πρόσφερε επίσης στην Αφρικανική Ένωση 300 εκατομμύρια δόσεις εμβολίου, δίνοντας επιπλέον τη δυνατότητα πακέτων δανειοδότησης σε χώρες που επιθυμούν να το αγοράσουν. Η Αφρικανική Ένωση, που αποτελείται από 55 κράτη μέλη, ελπίζει να πετύχει ανοσία της τάξης του 60% (1,3 δισεκατομμύρια ανθρώπων) μέσα στα επόμενα 3 χρόνια. Το συμβόλαιο αυτό με την Αφρικανική Ενωση, αν γίνει σεβαστό από όλους, θα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες διακρατικές συμφωνίες της Ρωσίας. Στην αφρικανική ήπειρο η Αλγερία ήδη χρησιμοποιεί το ρωσικό εμβόλιο, ενώ η Γουινέα βρίσκεται σε συνομιλίες για να εξασφαλίσει 400 χιλιάδες δόσεις. Σε αντίστοιχες διαδικασίες βρίσκονται και οι αρχές του Υπουργείου Υγείας της Νότιας Αφρικής.
Και μεταξύ των 27 κρατών μελών της Ε.Ε., που παλεύουν να επιταχύνουν τις εκστρατείες εμβολιασμού έναντι του Covid-19, το ρωσικό εμβόλιο κερδίζει έδαφος, ειδικά στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, δημιουργώντας τη βάση για πιθανή μεγαλύτερη ρήξη εντός της Ένωσης. Η Ουγγαρία, μια χώρα με ασταθείς σχέσεις με τις Βρυξέλλες, έγινε τον Ιανουάριο η πρώτη χώρα της Ε.Ε. που ενέκρινε το Sputnik-V, παρακάμπτοντας τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA). Η χώρα αναμένει μέσα στους επόμενους μήνες την παραλαβή 2 εκατομμυρίων δόσεων του ρωσικού εμβολίου, ενώ παράλληλα έχει εγκρίνει και το κινέζικο της Sinopharm. Στις 3 Μαρτίου η Σλοβακία έγινε το δεύτερο ευρωπαϊκό κράτος που ανακοίνωσε την αγορά του Sputnik-V, διασφαλίζοντας 2 εκατομμύρια δόσεις. Επίσης, ο Τσέχος πρωθυπουργόςAndrej Babis δήλωσε πως η χώρα του μπορεί να χρησιμοποιήσει το Sputnik-V ακόμη και χωρίς την έγκριση του EMA. Την ίδια στιγμή ο Πούτιν και ο Αυστριακός καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς συζήτησαν, σύμφωνα με το Κρεμλίνο, την «προμήθεια του ρωσικού εμβολίου στην Αυστρία και την πιθανότητα από κοινού παραγωγής του», με τη Μόσχα να τονίζει πως οι συνομιλίες έγιναν με πρωτοβουλία της Αυστρίας.
Αντιμετωπίζοντας μία από τις χειρότερες παγκόσμιες κρίσεις τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι ΗΠΑ έχουν προ πολλού ξεπεραστεί: τόσο η Μόσχα όσο και το Πεκίνο κατάφεραν να διεισδύσουν περαιτέρω στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ, προμηθεύοντας με εμβόλια τις χώρες της Λατινικής Αμερικής
Η Σερβία, η οποία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή (αλλά εκτός Ε.Ε.) χώρα που ενέκρινε τη χρήση του εμβολίου της Sinopharm, αγόρασε επίσης εκατοντάδες χιλιάδες δόσεις του Sputnik-V από τη Ρωσία. Κι επιπλέον, κατάφερε περαιτέρω πλήγμα στις ανύπαρκτες δημόσιες σχέσεις της Ε.Ε. δωρίζοντας στη Βοσνία 10.000 δόσεις του παραγόμενου στην Ινδία εμβολίου της AstraZeneca. Όπως οι περισσότερες χώρες της Ν.Α. Ευρώπης και των Βαλκανίων, η Βοσνία βασίστηκε για τον εμβολιασμό στη συμμαχία Covax του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας – όμως δεν παρέλαβε εμβόλια από αυτή, ούτε κατάφερε να αγοράσει έστω και μια δόση μόνη της…
Τέλος, η πρεσβεία της Ρωσίας στην Κροατία, μέσω του λογαριασμού της στο Facebook, επιβεβαίωσε πως ο πρέσβης Andrei Nesterenko και ο υπουργός Υγείας της Κροατίας Vili Beros είχαν τηλεφωνική επικοινωνία, στην οποία η Κροατία εκδήλωσε το ενδιαφέρον της για την αγορά του Sputnik-V. Με άλλα λόγια, η αργοπορία της Ε.Ε. συνέβαλε ώστε όλες οι χώρες της περιοχής να μείνουν πίσω στα επίπεδα εμβολιασμού τους. Μπροστά στην ογκούμενη πίεση των πολιτών, το μεγαλύτερο μέρος των κυβερνήσεων της Ν.Α. Ευρώπης (με εξαίρεση αυτές της Ελλάδας, της Ρουμανίας και της Σλοβενίας) δείχνουν τώρα αποφασισμένες να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ουγγαρίας και της Σερβίας, και σκέφτονται ή ήδη διαπραγματεύονται την προμήθεια εμβολίων εκτός του συστήματος της Ε.Ε. και της συμμαχίας Covax.
Συνεργασία ή Ανταγωνισμός;
Η Κίνα και η Ρωσία είναι αυτήν τη στιγμή στρατηγικοί εταίροι και συνεργάζονται για την παραγωγή εμβολίων. Η Ρωσία διεξάγει δοκιμές του κινέζικου εμβολίου CanSino, ενώ η Κίνα άρχισε στα τέλη Φεβρουαρίου να παράγει το ρωσικό εμβόλιο Sputnik-V.
Όμως η διαφαινόμενη αρμονία κρύβει τον ανταγωνισμό που διεξάγεται για την αγορά του εμβολίου σε παραδοσιακές περιοχές επιρροής της Ρωσίας στην Κεντρική Ασία και τη Μογγολία. Αν συγκρίνουμε τη διανομή των ρωσικών και κινέζικων εμβολίων, και παρά την «υγειονομική διπλωματία» στα πλαίσια της πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» και την επέκταση της ήπιας ισχύος της Κίνας στην Ευρασία, είναι το Sputnik-V που έγινε αποδεκτό με μεγαλύτερο ενθουσιασμό στην περιοχή, με τα ινδικά εμβόλια (Covishield, η ινδική εκδοχή του AstraZeneca, και Covaxin) να καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση. Το Καζακστάν και η Μογγολία έχουν αμφότερες εγκρίνει το ρωσικό εμβόλιο, όπως και το Τουρκμενιστάν. Η κυβέρνηση της Μογγολίας έχει επίσης αρνηθεί προσφορές του Πεκίνου για προμήθεια εμβολίων, όμως έκανε αποδεκτή την ινδική πρόταση για το Covishield (και το Καζακστάν, το οποίο είναι η πρώτη χώρα που παράγει τοπικά το Sputnik-V, έδειξε ενδιαφέρον να αποκτήσει πρόσβαση στα ινδικά εμβόλια).
Μόνο το Ουζμπεκιστάν, το οποίο εδώ και καιρό προσπαθεί να διατηρήσει μια σχετική ελευθερία κινήσεων μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, έχει εγκρίνει το Sputnik-V και ταυτόχρονα συμφώνησε να διεξάγει δοκιμές των δύο κινέζικων εμβολίων, με αντάλλαγμα τη δυνατότητα να τα παράξει τοπικά. Επιπλέον, η κυβέρνηση της χώρας αυτής διαπραγματεύεται και με τη ρωσική εταιρία Vekto την ανάπτυξη και παραγωγή του εμβολίου EpiVacCorona. Το Τατζικιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Κιργιστάν έχουν τις προϋποθέσεις για πρόσβαση στο πρόγραμμα Covax του ΠΟΥ. Όμως, σύμφωνα με έρευνα του Economist, η συμμαχία Covax είναι πιθανό να μην μπορεί να εμβολιάσει την πλειοψηφία των χωρών της Κεντρικής Ασίας μέχρι το τέλος του 2023. Αυτό καθιστά τα κινέζικα και ρωσικά εμβόλια τη μοναδική πραγματική εναλλακτική για τις χώρες αυτές.
Οι ΗΠΑ ανακρούουν πρύμναν
Στις 19 Μαρτίου, ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Foreign Affairs καλούσε τον Αμερικανό πρόεδρο Μπάιντεν να σκεφτεί με μεγαλύτερη ευρύτητα. Το άρθρο, με τίτλο «Η Αμερική μπορεί και πρέπει να εμβολιάσει όλο τον κόσμο», αναγνωρίζει πως, αντιμετωπίζοντας μία από τις χειρότερες παγκόσμιες κρίσεις τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι ΗΠΑ έχουν προ πολλού ξεπεραστεί. Η Ρωσία και η Κίνα έχουν επιθετικά καταφέρει να αξιοποιήσουν εμπορικά και να διανείμουν τα δικά τους εμβόλια σε ξένες χώρες. Με τον τρόπο αυτό, η Ρωσία κατάφερε να ισχυροποιήσει την εικόνα της και τη δυνατότητα επενδύσεων, δημιουργώντας ταυτόχρονα ερείσματα στις χώρες της Ε.Ε., και η Κίνα απέκτησε έναν μοχλό για την περαιτέρω επέκταση της επιρροής της στα πλαίσια της πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος». Τόσο η Μόσχα όσο και το Πεκίνο κατάφεραν να διεισδύσουν περαιτέρω στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ, προμηθεύοντας με εμβόλια τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Όμως, σύμφωνα με το Foreign Affairs, ο Μπάιντεν δεν πρέπει να επιδιώξει να παίξει το ίδιο παιχνίδι με τους ανταγωνιστές του, προμηθεύοντας με εμβόλια συγκεκριμένες χώρες με βάση το γεωστρατηγικό συμφέρον και με το βλέμμα στραμμένο στους γεωπολιτικούς ανταγωνιστές. Αντιθέτως, θα πρέπει να επεκτείνει σε όλο τον κόσμο την πολιτική που εφάρμοσε στο εσωτερικό της χώρας, εστιάζοντας όχι τόσο στα άμεσα οφέλη όσο στον στρατηγικό στόχο του εμβολιασμού του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, το συντομότερο δυνατό.
Χωρίς να υπολογίζουμε τι θα μπορούσαν να κερδίσουν οι ΗΠΑ από μια συνολική ανάκαμψη και επιτάχυνση της οικονομίας, εκτιμάται ότι ο εμβολιασμός των χωρών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος θα μπορούσε να αποφέρει τουλάχιστον 153 δισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ και τις άλλες 9 μεγάλες οικονομίες του κόσμου το 2021, σύμφωνα με μια έρευνα της EurasiaGroup. Μέχρι το 2025, το ποσό αυτό εκτοξεύεται στα 466 δισεκατομμύρια. Ακόμη κι αν οι ΗΠΑ κατάφερναν να εμβολιάσουν όλους τους πολίτες τους στο εσωτερικό, η ανάκαμψη της οικονομίας τους θα ήταν αργή λόγω των αδυναμιών των εμπορικών της εταίρων, που δεν θα είχαν πλήρη πρόσβαση σε εμβόλια. Όπως έχει ήδη σχολιάσει ο Μπάιντεν, «στην τελική, δεν θα είμαστε ασφαλείς αν όλος ο κόσμος δεν είναι ασφαλής».
Επιπροσθέτως, η σημερινή πανδημία δεν αναμένεται να είναι η τελευταία. Οι ΗΠΑ γνωρίζουν πως οι συμμαχίες και οι υγειονομικές υποδομές που θα χτιστούν για να «σωθεί ο κόσμος» από αυτόν τον κορωνοϊό, θα αποτελέσουν την άμυνα για τους επόμενους θανατηφόρους παθογόνους παράγοντες. Και αντιλαμβάνονται πως μια παγκόσμια καμπάνια καθολικού εμβολιασμού, το συντομότερο δυνατό, θα μπορούσε να σημαδέψει την απαρχή μιας τελείως νέας εποχής αμερικανικής ηγεμονίας. Την ίδια εκτίμηση, οπωσδήποτε, συμμερίζονται και η Κίνα και η Ρωσία για τις ίδιες.
* Συγγραφέας, δημοσιογράφος και ερευνήτρια. Γράφει για οικονομικά, πολιτικά και νομικά ζητήματα. Το παρόν άρθρο της δημοσιεύθηκε στο τεύχος 72 της επιθεώρησης Pagina Uno (www.rivistapaginauno.it).
Μετάφραση: Αλέξης Θεοδωρίδης