Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου. Την αρχή του τέλους της παγκοσμιοποίησης σήμανε συμβολικά η Σύνοδος Κορυφής των 20 πλουσιότερων οικονομιών του πλανήτη, το γνωστό G20, στη Σεούλ της Νότιας Κορέας.

Η σύνοδος δεν πρόσθεσε τίποτα περισσότερο στις αποφάσεις που είχαν λάβει προ μηνός οι υπουργοί Οικονομίας των χωρών του Ομίλου. Ταυτόχρονα, όμως, βοήθησε να αποκαλυφθεί σε όλο της το μεγαλείο -ή μάλλον σε όλη της την αποκρουστικότηταη ατμόσφαιρα του γενικευμένου πολέμου όλων εναντίον όλων, με τελικά θύματα τις κοινωνίες οι οποίες δοκιμάζονται αλλού από ατυχέστατες «κεϊνσιανές» πολιτικές (βλέπε ΗΠΑ) και αλλού από προγράμματα εξουθενωτικής λιτότητας (βλέπε Ευρώπη).
Οι ηγέτες των 20 κατέληξαν σε ένα εξαιρετικά «χαλαρό» κείμενο συμφωνίας, επιπέδου ευχολογίου, που, ενδεχομένως, εκτονώνει προσωρινά την ένταση των διενέξεων στο δίπολο νομίσματα εξαγωγές, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει τη λήξη του νομισματικού και εμπορικού πολέμου που έχει ξεκινήσει με εναρκτήριο πυρ την απόφαση της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας Fed για μια τρίτη δόση «ποσοτικής χαλάρωσης», δηλαδή για μια ακόμη πλημμυρίδα φθηνών δολαρίων ύψους 600 δις.
Η συμφωνία των 20, επιγραμματικά, προβλέπει:
Πρώτον, ότι θα αποφύγουν πολιτικές «ανταγωνιστικής υποτίμησης» των νομισμάτων τους αφήνοντας τις ισοτιμίες τους στα χέρια «της ελεύθερης αγοράς συναλλάγματος». Η πρακτική αξία αυτής της «ευχής» είναι ότι επιφέρει μια προσωρινή αποκλιμάκωση στην ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την ισοτιμία του κινεζικού νομίσματος. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, είναι χωρίς αντίκρισμα, καθώς τα κράτη δεν προχωρούν σε υποτιμήσεις των νομισμάτων τους παρά μόνον σε εξαιρετικές καταστάσεις κρίσης. Κατά τα λοιπά αφήνουν την αγορά να κάνει τη «δουλειά», τροφοδοτώντας την κερδοσκοπία επί των συναλλαγματικών ισοτιμιών με τα κατάλληλα «ερεθίσματα». Τέτοια «ερεθίσματα» δόθηκαν επανειλημμένα από αρκετές κυβερνήσεις τις τελευταίες εβδομάδες, με κορυφαία φυσικά την απόφαση της Fed. Τελικά και με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ βρέθηκαν απομονωμένες στο θέμα των πιέσεων για ανατίμηση του γουάν, η σύνοδος αφήνει ανοικτό το πεδίο για εξέλιξη της σινοαμερικανικής κόντρας σε κανονικό εμπορικό πόλεμο.
Δεύτερον, οι ηγέτες των 20 αποφάσισαν να καταρτίσουν «ενδεικτικούς κανόνες» για το πώς θα αντιμετωπίζονται ανισορροπίες στα εμπορικά ισοζύγια των χωρών που μπορούν, όπως «ανακάλυψαν», να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα για όλους. Τους κανόνες αυτούς, δηλαδή δείκτες βάσει των οποίων θα ελέγχονται οι πλεονασματικές χώρες ως προς το αν ασκούν προστατευτικές πολιτικές ή αθέμιτες πρακτικές υπέρ των εξαγωγών τους, θα αναλάβουν να διατυπώσουν οι υπουργοί Οικονομικών του G20 σε συνεργασία με το ΔΝΤ. Στο σημείο αυτό καταγράφεται μια γερμανική νίκη, καθώς η Άνγκελα Μέρκελ αντιστάθηκε σθεναρά στην αμερικανική πρόταση να θεσπιστεί ένας διεθνής μηχανισμός ελέγχου ελλειμμάτων και πλεονασμάτων στα όρια από το -4% μέχρι το +4%. «Δεν δεχόμαστε κανένα περιορισμό, τα εμπορικά μας πλεονάσματα οφείλονται αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς και στην υπεροχή των γερμανικών προϊόντων», δήλωσε η Μέρκελ, αποκαλύπτοντας ότι ο φιλελευθερισμός της αγοράς χρησιμοποιείται πλέον αλά κάρτ ως επιχείρημα.
Τρίτον, η σύνοδος του G20 ενέκρινε τη συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ, δηλαδή τους νέους κανόνες για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών που υποτίθεται ότι θα μειώσουν τα κίνητρα της διεθνούς τοκογλυφίας να «αναλαμβάνουν υπερβολικούς κινδύνους», δηλαδή να επεκτείνουν αλόγιστα τον δανεισμό προκαλώντας πιστωτικές φούσκες ανάλογες αυτής που έγινε απαρχή της τρέχουσας κρίσης, την άνοιξη του 2007, στις ΗΠΑ. Ωστόσο, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν ένα «τράτο» χρόνου μέχρι το 2019 να κρύψουν κάτω από το χαλί τα λογιστικά σκουπίδια τους και φυσικά να δεχθούν κι άλλες ενέσεις ρευστότητας από κυβερνήσεις και κρατικές τράπεζες.
Η συμφωνία της Σεούλ δεν έχει ουσιαστικά καμιά δεσμευτικότητα άλλωστε τα βασικά σημεία της τελούν υπό επεξεργασία και οριστικοποίηση μέσα στο προσεχές εξάμηνο, οπότε την προεδρία του G20 αναλαμβάνει ο Γάλλος πρόεδρος Σαρκοζί. Αποκάλυψε, ωστόσο, δύο επιπλέον σημαντικά στοιχεία:
Πρώτον, την αδυναμία του G20 να εξελιχθεί σε βασικό μηχανισμό της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, όπως έχει επιδιωχθεί στις 6 κατά σειρά συνόδους κορυφής που έχουν πραγματοποιηθεί από την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Παρά την επαναλαμβανόμενη φλυαρία για «συντονισμένη δράση», το G20 καθίσταται ένα πανόραμα των αντιθέσεων του παγκόσμιου καπιταλισμού που διαπερνούν χώρες, συνασπισμούς χωρών και τμήματα του κεφαλαίου οριζοντίως και καθέτως. Πλεονασματικές χώρες εναντίον ελλειμματικών, χώρες με ισχυρά νομίσματα εναντίον των υπολοίπων, υπερχρεωμένες εναντίον εκείνων που διαθέτουν άφθονη ρευστότητα, όπως η Κίνα. Μέτωπα σταθερά δεν υπάρχουν, μόνο ευκαιριακές συμμαχίες, όπως της Κίνας με τη Γερμανία στην σύνοδο της Σεούλ στο πεδίο της υπεράσπισης των πλεονασμάτων τους.
Το δεύτερο στοιχείο που φέρνει στο προσκήνιο η αδυναμία του G20 να εξασφαλίσει μιαν ελάχιστη ρύθμιση στην παγκόσμια καπιταλιστική μηχανή είναι ότι οι αντιθέσεις ανάμεσα στις πλούσιες και επί της ουσίας ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν χαράξει μια επιπλέον διαχωριστική γραμμή στο επίπεδο της πολιτικής. Από τη μια πλευρά οι ΗΠΑ υπερασπίζονται ένα ιδιότυπο μείγμα κεϊνσιανής πολιτικής που χρησιμοποιεί άφθονο, πληθωριστικό χρήμα για να δημιουργήσει βιώσιμες συνθήκες ανάκαμψης. Από την άλλη πλευρά η Ευρώπη, με κορυφαία τη Γερμανία, αντιπαραθέτει τη δογματική της δημοσιονομικής ορθοδοξίας με εξουθενωτική λιτότητα. Ωστόσο, και οι δυο σχολές σκέψης και πολιτικής αποτυγχάνουν παταγωδώς να παραγάγουν ένα μίνιμουμ ανάκαμψης, ενώ αντιθέτως διευρύνουν τις καταστροφικές τους επιδράσεις στα φτωχότερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα. Αυτή η σχεδόν ομοιόμορφη αποτυχία, με βαρύτατο πολιτικό κόστος για τις ηγεσίες κάθε χώρας, γίνεται ένα επιπλέον κίνητρο ανάπτυξης «οικονομικού εθνικισμού» και εξαγωγής του προβλήματος στους άλλοτε αγαπημένους εταίρους της παγκοσμιοποίησης. Πράγμα που σημαίνει ότι ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων» θα έχει πολλά ακόμη επεισόδια.
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!