Όχι άδικα μεγαλώσαμε με μία εξιδανίκευση των διανοουμένων, αυτών που ερέθιζαν και κούρδιζαν τη σκέψη μας, που άλλαζαν τις παραστάσεις μας, που εμπλούτιζαν τις εμπειρίες μας, που άνοιγαν δρόμους στον μικρόκοσμό μας και, κυρίως, αυτών που είχαν τη θέληση, τις ιδέες και τις δυναμικές για να αλλάξουμε τις κοινωνίες μέσα στις οποίες ζούσαμε, να τις κάνουμε αντάξιες των προσδοκιών μας. Στα χρόνια της εφηβείας μας, είχαμε την αίσθηση ότι αυτοί οι διανοούμενοι ήταν πολλοί, ήταν αξιόλογοι, επαρκείς και αξιόπιστοι. Στη σημερινή εποχή, αυτή η αίσθηση έχει εξασθενήσει πολύ. Οι διανοούμενοι, όπως τους αντιλαμβανόμασταν τότε, φαίνεται να λιγόστεψαν. Κι εμείς που εμπνεόμασταν απ’ αυτούς λιγοστέψαμε, επίσης. Όχι μόνο από φυσικές αιτίες. Ίσως η βασική αιτία να είναι που ο κόσμος άλλαξε, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όσοι έμειναν να ονειρεύονται και να μάχονται μειώθηκαν και αναδιπλώθηκαν. Κι αυτό μπορεί να είναι προσωρινό, αλλά στέρησε από πολλούς νέους ανθρώπους τις ευκαιρίες που είχαμε εμείς. Βέβαια, αυτό που εμείς απολαύσαμε δεν μας οδήγησε τελικά στο επιθυμητό αποτέλεσμα, ούτε καν πλησίον του, αλλά γέμισε τη ζωή μας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κι αυτό δεν είναι αμελητέο.

Σήμερα, ασφαλώς και υπάρχουν διανοούμενοι των καλύτερων προδιαγραφών, αλλά ο τόπος, κάθε τόπος στην Ευρώπη, έχει κατακλειστεί από μία πληθώρα «ειδικών» που διεκδικούν τον τίτλο του διανοούμενου, αυτοπροσφωνούνται έτσι και σαν τέτοιους τους προτείνει και τους προβάλλει η καθεστηκυία τάξη, ο Τύπος, τα πανεπιστήμια και το πολιτικό κατεστημένο. Κατά κανόνα, πρόκειται για μετριότητες που έχουν αρκετά προσόντα, κυρίως επικοινωνιακά, για να επανδρώνουν τις θέσεις που το σύστημα θεωρεί αναγκαίες για την εύρυθμη λειτουργία του.

Ο Τσέχοφ στις φυλακές Κορυδαλλού… (φωτό Στ. Ελληνιάδης)

Στη σκηνή των φυλακών

Τέτοιες σκέψεις έκανα παρακολουθώντας στις φυλακές Κορυδαλλού την παράσταση που βασίστηκε στο έργο του Τσέχοφ «Θάλαμος αριθμός 6, 200 χρόνια μετά». Μία παράσταση στην οποία τους ρόλους έπαιξαν κρατούμενοι στο πλαίσιο ενός εργαστηρίου που έχει ξεκινήσει πριν από δύο χρόνια σε συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο. Μία καλή ιδέα που εάν μπορούσε να επεκταθεί με την ίδια σοβαρότητα και σε άλλους τομείς, θα μπορούσε να αλλάξει τις ζωές πολλών ανθρώπων που βρέθηκαν στα κελιά για λόγους όχι αποδεκτούς από εμάς τους υπόλοιπους. Μια ουσιαστική διαφοροποίηση-διαφυγή από το ασφυκτικό περιβάλλον που έχει από τη φύση του κάθε εγκλωβισμός. Στις φυλακές Κορυδαλλού, ένα μεγάλο βήμα έχει γίνει. Καλύπτει μικρό αριθμό ατόμων μέσα σ’ αυτή τη μικρή πόλη που αποτελείται από ένα πελώριο σύμπλεγμα κλειστών χώρων, φραχτών, φρουρών, πύργων και σιδερένιων κιγκλιδωμάτων, αλλά δείχνει τις δυνατότητες. Και αποδεικνύει αυτό που ανέκαθεν υποστηρίζουμε. Ότι για να κάνεις κάτι καλό δεν εξαρτάται μόνο ή πάντα από χρήματα. Ο ανθρώπινος παράγοντας μετράει περισσότερο. Στον Κορυδαλλό, ένας διευθυντής, ο Χριστόφορος Γιαννακόπουλος και μία κοινωνιολόγος, η Γιολάντα Κωνσταντινίδου, αφέθηκαν από την προϊσταμένη αρχή του υπουργείου Δικαιοσύνης να δοκιμάσουν εναλλακτικές μορφές σωφρονισμού, επανένταξης ή όπως αλλιώς ονομάζεται αυτό, χωρίς την τυραννική και τιμωρητική λογική που ανέκαθεν εφαρμόζεται στις φυλακές. Ένας κρατούμενος που συμπλήρωσε δεκατρία χρόνια πίσω από τα κάγκελα και έχει περάσει από τα περισσότερα «καταστήματα» της χώρας, μου έλεγε ότι σε μερικές φυλακές δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτα, ούτε σε επίπεδο συμπεριφοράς των φυλάκων ούτε σε επίπεδο συνθηκών διαβίωσης των φυλακισμένων. Αυτό, λοιπόν, που βιώσαμε στον Κορυδαλλό, και δεν είναι η πρώτη φορά για μένα, δεν είναι ο κανόνας, όπως θα έπρεπε. Θέλει ακόμα μεγάλο αγώνα, για να μην βγαίνουν οι άνθρωποι, που μόνο ένα ποσοστό τους είναι αυτό που λέμε πωρωμένοι κακοποιοί, χειρότεροι απ’ ό,τι ήταν όταν μπήκαν.

Το έργο του Τσέχοφ δεν είναι θεατρικό. Έγινε θεατρικό με τη συμβολή των κρατουμένων υπό την καθοδήγηση του σκηνοθέτη Στρατή Πανούριου. Είναι, όμως, θεματικά, απόλυτα συμβατό μ’ αυτό που βιώνει κάθε άνθρωπος που βρίσκεται μέσα σε ένα περιβάλλον που τον αναγκάζει να στερηθεί την όποια ελευθερία του και να υποστεί μία «θεραπευτική» αγωγή που σπάνια έχει ευεργετική επίδραση στον ψυχισμό του. Οι αμερικάνικες φυλακές που μάλλον έχουν τους περισσότερους έγκλειστους στον κόσμο είναι παραλλαγές του Γκουαντάναμο και δεν έχουν καμία σχέση με το νορβηγικό μοντέλο. Η λέξη σωφρονισμός έχει εντελώς διαφορετική σημασία στις ΗΠΑ από χώρες στοιχειωδώς πολιτισμένες. Στην Ελλάδα, ο σωφρονισμός είναι προβληματικός, επίσης καμία σχέση με το νορβηγικό μοντέλο, αλλά αναμφίβολα παρασάγγες πιο ήπιος από το αμερικάνικο. Επειδή δεν είμαστε μία χώρα φονιάδων και βιαστών, παρ’ όλα τα κουσούρια μας, το σωφρονιστικό σύστημα έχει πάρα πολλά περιθώρια βελτίωσης.

Βλέποντας το έργο, η φυσιογνωμία του Τσέχοφ αναδύεται ευδιάκριτα. Δημιουργός που το έργο του ορίζεται από τις έγνοιες του. Αν και φυματικός, αποφασίζει να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στην Κόλαση για να γνωρίσει, να μελετήσει και να καταγράψει τη ζωή χιλιάδων ξεχασμένων έγκλειστων στα κάτεργα της νήσου Σαχαλίνης. Τρεις μήνες κάνει για να διασχίσει την αχανή Σιβηρία με όλα τα προβληματικά μεταφορικά μέσα της εποχής με απίστευτες ταλαιπωρίες αλλά και εμπειρίες. Τρεις μήνες παραμένει στο μήκους περίπου χιλίων χιλιομέτρων νησί, απροσπέλαστο σε ένα μεγάλο μέρος του, στις άκρες του Ειρηνικού Ωκεανού, ανάμεσα στο Βλαδιβοστόκ και την Ιαπωνία, συμπληρώνοντας χιλιάδες καρτέλες με προσωπικά δεδομένα, προσφέροντας τις υπηρεσίες του ως γιατρός στους αλυσοδεμένους απόκληρους και αποκτώντας μια λεπτομερή εικόνα μιας πραγματικότητας που δύσκολα μπορεί να συλλάβει και η πιο τολμηρή φαντασία. (Το συγκλονιστικό βιβλίο «Νήσος Σαχαλίνη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λέμβος). Δημοσιεύοντας με την απαράμιλλη διεισδυτικότητά του αυτή τη μοναδική εμπειρία από το κολαστήριο, δυναμώνει τις φωνές που ζητούν εξανθρωπισμό των συνθηκών «σωφρονισμού» στην τσαρική εποχή και στη συνέχεια γράφει το έργο «Θάλαμος αριθμός 6» που η υπόθεση του διαδραματίζεται σε ένα ψυχιατρικό κατάστημα, ασφαλώς ασυγκρίτως ηπιότερο σε φρίκη, αλλά που του δίνει τη δυνατότητα να αναδείξει πτυχές του «ιατρικού σωφρονισμού» εξίσου ψυχολογικά και κοινωνικά σκληρές για ανθρώπους που τα ανθρώπινα συστήματα ξεγράφουν και αποθηκεύουν σε χώρους εγκλεισμού.

 

Χάδι και δράση

Ο Τσέχοφ είναι ένας διανοούμενος που έχει κοινωνική συνείδηση, που συμπονεί τον αδύναμο, τον απόβλητο, τον παραπεταμένο, ακόμα και τον επικίνδυνο. Διακινδυνεύει, βασανίζεται, μοχθεί. Ακούραστος, ανυποχώρητος, επίμονος. Βγάζει τον Κάτω Κόσμο από την αφάνεια, τον φωτίζει. Δεν προτείνει εύκολες λύσεις, εξάλλου ζει στη Ρωσία του 19 αιώνα, που θεσμικά έχει καταργηθεί η δουλοπαροικία, αλλά οι όροι που τη συνθέτουν παραμένουν εν πολλοίς αναλλοίωτοι. Το έργο του ανοίγει τα μάτια, ευαισθητοποιεί, παροτρύνει μέσα από τη συνειδητοποίηση. Μακριά από τα περίλαμπρα ανάκτορα και τις επίχρυσες εκκλησίες της Μόσχας και της Πετρούπολης, υπάρχει ένας άλλος κόσμος που παραπατώντας δεν πέφτει στα μαλακά, αλλά στα κάτεργα και τα ψυχιατρεία, λησμονημένος για πάντα, αλλά όχι χωρίς συναισθήματα, χωρίς ευαισθησίες, χωρίς αντιφάσεις, χωρίς πόθο για ζωή.

Στον 21ο αιώνα, διανοούμενοι ταλαντούχοι και με έγνοια για τους αδύναμους υπάρχουν και θα υπάρχουν, από τη Νέα Υόρκη μέχρι την Παλαιστίνη κι από το Πεκίνο μέχρι το Καράκας, αλλά η μεγάλη κάστα των μορφωμένων, των προνομιούχων στο δυτικό κόσμο που συσσωρεύει πλούτη, έχει προτιμήσει την ευκολία, τη βολή, την ενσωμάτωση στο σύστημα, παραβλέποντας την αδικία, την ανισότητα, την αγριότητα και την εξαγωγή της φρίκης.

Ευτυχώς, σε καιρούς τόσο χαλεπούς, η ανάκληση της ευγενούς πολιτισμικής κληρονομιάς είναι ένα χάδι στις ψυχές και μία επίκληση για δράση. Μας το υπενθύμισαν πολύ παραστατικά, το περασμένο Σαββατοκύριακο, μια ντουζίνα κρατουμένων στις φυλακές Κορυδαλλού. Τους ευχαριστούμε.

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!