Ο Δημήτρης Θεολόγου συνομιλεί με τον Κώστα Στοφόρο

Προεκλογική περίοδος στο περίπτερο του ΣΥΡΙΖΑ, στο Χαλάνδρι. Συναντώ τον Δημήτρη Θεολόγου. Γνωστοί χρόνια τώρα από διάφορες πρωτοβουλίες στη γειτονιά, δεν είχε τύχει όμως να συζητήσουμε για κάτι περισσότερο από τα διάφορα θέματα της πολιτικής. Και να που μου φύλαγε μια έκπληξη. Ένα βιβλίο που μου τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον. Κάτι αρκετά έξω από τα συνηθισμένα. Κείμενα, εικόνες και κυρίως στίχοι, από τραγούδια που (ακόμη) δεν έχουν γραφτεί… Και, περιέργως, νιώθεις ή μάλλον βλέπεις μπροστά στα μάτια σου να ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή. Η διπλή προσφυγιά της οικογένειας του συγγραφέα από τη Μικρά Ασία, στη Νέα Ιωνία του Βόλου κι από κει στην Αθήνα, κυνηγημένοι από το μετεμφυλιοπολεμικό κράτος.
Κι όμως, δεν λείπει η ελπίδα και κυρίως η μουσική, που φαίνεται λες και ξεπηδάει από τις σελίδες του βιβλίου.

 

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για αυτό το βιβλίο; Έχει πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος που μπλέκεις τα τραγούδια με τη σκιαγράφηση μιας ολόκληρης εποχής.
Όλα ξεκίνησαν τη στιγμή που άρχισα να ψηφιοποιώ, για συναισθηματικούς λόγους, στιχάκια και κείμενα που ήταν γραμμένα σε κάθε λογής χαρτί που ο χρόνος είχε αφήσει τα σημάδια επάνω του.
Αυτά τα κείμενα (που είναι ένα μικρό μέρος του βιβλίου) έγιναν η σπίθα που πυροδότησε την έκρηξη μιας δημιουργικής περιόδου.
Το υλικό του βιβλίου ολοκληρώθηκε σε ένα χρόνο. Έγραφα συνεχώς, στο σπίτι, το δρόμο, το μετρό, στα ταξίδια μου στο Βόλο και την Κρήτη (χαριτολογώντας, είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε στο δρόμο).
Η ιδέα του ωρίμασε παράλληλα με τη δουλειά για το στήσιμο και την ενοποίηση του υλικού. Ταξιδεύοντας με τους ήχους των τραγουδιών θέλησα να μιλήσω μέσα από τα πεζά και έμμετρα κείμενα για τη βόλτα μου σε μια ολόκληρη εποχή που έχει παρόν και μέλλον, αλλά και για τους ωραίους ανθρώπους που με έκαναν να αγαπήσω τη μουσική και το τραγούδι.

Διαβάζοντας τους στίχους σου, στριφογυρνούσαν μελωδίες στο μυαλό μου. Νομίζω πως θα γίνονταν πολύ όμορφα τραγούδια. Πώς και δεν έχει συμβεί ακόμη; Δεν το επιδίωξες;
Χαίρομαι που διαβάζοντας τους στίχους μου στριφογυρνούσαν μελωδίες στο μυαλό σου. Αυτό ήταν το ζητούμενο και για μένα. Σ’ αυτή τη γοητευτική περιπλάνηση πάντα έψαχνα τα μυστικά περάσματα που συνδέουν το στίχο με τη μουσική. Όσον αφορά την επιδίωξη, υπάρχει και θα είναι μεγάλη η ευτυχία να ακούσω τα στιχάκια μου στολισμένα με μελωδίες.
Δεν βιάζομαι όμως, προς το παρόν χαίρομαι την ιστορία του βιβλίου. Τα στιχάκια θα κάνουν τη δική τους διαδρομή και, αν το φέρει η τύχη, θα βρουν το δρόμο τους προς το τραγούδι.

Γράφεις σε κάποια επέτειο του Πολυτεχνείου: «Δεν κάναμε τίποτα σπουδαίο/ απλά ήμασταν αποφασισμένοι/ αυτό ήταν όλο». Τι θα έγραφες για σήμερα;
Σε μια εθνική επέτειο, πρόσφατα, κάτω από το βάρος της κοινωνικοοικονομικής ατμόσφαιρας, έγραψα μια θλιβερή διαπίστωση.
«Κάνουμε παρελάσεις για το παρελθόν/ και κηδείες για το μέλλον.
Με πνίγει ένας υγρός αέρας μελαγχολίας/πώς τα καταφέραμε έτσι, μου λες;»
Αυτή είναι η πραγματικότητα και αυτό το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε όλοι. Μια κοινωνία που, στην πλειοψηφία της, ατομικά και συλλογικά, ήταν ανοχύρωτη πόλη, αντιπνευματική, δίχως αντίβαρα, αλώθηκε ανοίγοντας την κερκόπορτα, η ίδια, με τη στάση της. Τότε ήμουν ένας οργισμένος πιτσιρικάς που πήγαινε νυχτερινό σχολείο και δούλευε για να βγάλει τον επιούσιο, σήμερα είμαι ένας διπλά οργισμένος πατέρας που βλέπει να μεγαλώνει το παιδί του στο ίδιο σαθρό κοινωνικό περιβάλλον και θέλει να παλέψει με όλη του την δύναμη για το παλιό αλλά και τόσο επίκαιρο σύνθημα «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία».
Αυτό το τρίπτυχο είναι ο καμβάς που μπορεί να ενώσει τις δυνάμεις της Αριστεράς, δεν χρειάζεται πολλά λόγια το χτίσιμο μιας κοινωνίας της αλληλεγγύης, θέληση και αποφασιστικότητα χρειάζεται.

Νέα Ιωνία Βόλου, Αθήνα. Μια δεύτερη προσφυγιά για σένα και την οικογένεια σου από το μετεμφυλιοπολεμικό κράτος… Τι έχασες και τι κέρδισες από εκείνα τα δύσκολα χρόνια;
Η προσφυγιά ήταν η κορύφωση ενός δράματος που ζούσαμε από μια εκδικητική και μικρόνοη εξουσία. Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές σε οικογενειακό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Και όταν ακούω να μιλάνε με αυτό τον ανιστόρητο τρόπο για τους σημερινούς μετανάστες, θυμώνω. Ποιος στοίβαξε τους μετανάστες στον Άγιο Παντελεήμονα, ποιος κερδοσκοπεί για μια θέση ύπνου στο πάτωμα, ποιος τους βάζει να περιμένουν μέρες και νύχτες στην Π. Ράλλη για μια θέση στον ήλιο; Έλληνες είναι που εκκολάπτουν το αβγό του φιδιού, αφιονίζοντας μια χειμαζόμενη κοινωνία. Αν ξεχνάμε τόσο εύκολα την Iστορία μας, το σίγουρο είναι πως θα την ξαναζήσουμε με πιο τραγικό τρόπο. Τέλος, αυτό που «κέρδισα» μεγαλώνοντας ήταν το παράδειγμα από την αταλάντευτη στάση των γονιών μου. Η ιστορία του Παπαρούνα (η τελευταία αφήγηση που γράφτηκε για το βιβλίο) είναι ένας ύμνος στους ήρωες της διπλανής πόρτας, στους ήρωες που δεν θα μάθουμε ποτέ το όνομά τους, που το «σφάλμα τους» ήταν πως διεκδίκησαν μια ζωή γεμάτη όνειρα και αξιοπρέπεια.
Γιατί, όπως γράφω και στο βιβλίο (στο γράμμα προς την Αριστερά) «το μαρτύριο των ανθρώπων πρέπει να το φανταστεί κανείς μεμονωμένα, όχι μαζικά, διαφορετικά ο άνθρωπος καταντάει ένα νούμερο στα γεγονότα και αυτό δεν του αξίζει».

Το τραγούδι μπορεί να γίνει γιατρικό, όπλο, συντροφιά… Τι είναι πάνω απ’ όλα για σένα τα τραγούδια;
Λέω μέσα στο βιβλίο για τα τραγούδια ότι είναι η πιο άμεση τέχνη. Χτυπάει κατευθείαν στις ευαίσθητες χορδές της ψυχής, κινητοποιεί συναισθήματα, δημιουργεί εικόνες μοναδικές.
Τα τραγούδια αναπλάθονται ξανά και ξανά μπαίνοντας στις καρδιές των ανθρώπων.
Δίνουν μαθήματα απλότητας χωρίς να είναι απλοϊκά.Σε μια χώρα που -είτε ατομικά είτε συλλογικά- συζητάμε με παράλληλους μονολόγους, τα τραγούδια μας μαθαίνουν το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή – να ακούμε!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!