Ποιο ακριβώς ήταν το τίμημα; Πόσο ακριβά αγοράστηκε η όση ελευθερία, τα όσα δικαιώματα, η όση ισότητα «απολαμβάνουν» σήμερα, τουλάχιστον στη Δύση, οι γυναίκες;

Όταν τον Γενάρη του 1872 στο Συνέδριο της Ουάσινγκτον για τα Γυναικεία Δικαιώματα παρουσιάστηκε η υποψηφιότητα της Βικτώρια Κ. Γούντχαλ, ως πρώτης γυναίκας υποψηφίου για το αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ, η συζήτηση στράφηκε στο θέμα των «υπέρ» ή «κατά» της γυναικείας ψήφου θέσεων των μεγάλων αμερικανικών κομμάτων. Η Σούζαν Άντονι, χωρίς να ζητήσει το λόγο, σηκώθηκε από το προεδρείο, στάθηκε στη μέση της εξέδρας και είπε: «Οι γυναίκες έχουν δικό τους όνομα και δικές τους αρχές. Έχουμε το δικό μας χαρταετό να πετάξουμε. Θα βοηθήσω όποιο κόμμα είναι υπέρ της γυναικείας ψήφου, αλλά δεν θα γίνω φιογκάκι στην ουρά κανενός κομματικού χαρταετού». Οι γυναίκες, γράφει ο ανταποκριτής της Ουάσινγκτον Ποστ, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και τότε η Άντονι, «με μια βίαιη κίνηση, πέταξε το σάλι της από τους ώμους της και είπε: Γελάστε όσο θέλετε. Μιλάω δημόσια γι’ αυτήν την υπόθεση πάνω από 20 χρόνια και έχω ακούσει όλες τις βρισιές. Το μόνο που δεν με είπαν ποτέ ήταν αξιοπρεπή. Αν ήθελα να γίνω διάσημη, μπορούσα να το καταφέρω χωρίς να το πληρώσω τόσο ακριβά. Τα κόμματα μας λένε να περιμένουμε, μας λένε ότι θα έρθει η ώρα μας. Βαρέθηκα να περιμένω. Μια υπογραφή σ’ ένα χαρτί θα έφτανε για να χειραφετηθούν πολιτικά οι γυναίκες. Τους κατηγορώ ότι δεν είναι ούτε Ρεπουμπλικανοί ούτε Δημοκράτες. Είκοσι χρόνια αγωνίζομαι στη δημόσια αρένα για ίσα δικαιώματα και είκοσι χρόνια υφίσταμαι χλευασμούς και περιφρόνηση. Η Βικτώρια είναι νέα, όμορφη και πλούσια. Αν χρειάζονται νιάτα, ομορφιά και πλούτη για να καταλάβουμε το Κογκρέσο, τότε η Βικτώρια είναι η γυναίκα που χρειαζόμαστε. Με ρώτησαν οι δημοσιογράφοι αν ξέρω το παρελθόν της κυρίας Γούντχαλ. Και τους είπα πως δεν με ενδιαφέρει να το μάθω. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν ανθρώπινο πλάσμα με μορφή ανδρός να μου ζητήσει να διακόψω τη συνεργασία μου με οποιαδήποτε γυναίκα. Γιατί μία γυναίκα σήμερα δεν είναι παρά αυτό που την έκαναν οι άντρες να είναι».

Η δημόσια χλεύη είναι το πρώτο που έχει να υποστεί η γυναίκα που μιλάει δημόσια. Στο κάτω-κάτω, «δημόσια γυναίκα» είναι η εκδιδόμενη γυναίκα, ενώ «δημόσιος άντρας» είναι ο άντρας στην υψηλότερη, πολιτικότερη και ηγετικότερη εκδοχή του. Αλλά όταν η χλεύη δεν σταματάει τις γυναίκες, υπάρχουν πάντα και άλλοι τρόποι. Η συκοφαντία, η δυσφήμιση, η συστηματική παραποίηση των έργων και των λόγων. Και μετά η αστυνομική παρακολούθηση (το πρώτο κίνημα για την παρακολούθηση του οποίου η αστυνομία χρησιμοποίησε κάμερες, ήταν το γυναικείο κίνημα της Βρετανίας το 1913 και το κίνημα που έχει τον μεγαλύτερο φάκελο στα αρχεία του FBI, μεγαλύτερο και από αυτόν του Κ.Κ. των ΗΠΑ, είναι το γυναικείο απελευθερωτικό κίνημα της περιόδου ’68-’75). Και μετά η φυλάκιση, ο εγκλεισμός σε ψυχιατρικά άσυλα, τα βασανιστήρια. Κι όλα αυτά «για λίγη δικαιοσύνη», όπως έλεγε η Σούζαν Άντονι.
Τον 19ο αιώνα και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, η ελάχιστη δικαιοσύνη ήταν η πολιτική χειραφέτηση. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της ψήφου προέκυψε από τον εξευτελισμό του αποκλεισμού. Όταν το 1846, στο 1ο Παγκόσμιο Συνέδριο κατά της Δουλείας στο Λονδίνο, απαγορεύτηκε στις γυναίκες αντιπροσώπους των ΗΠΑ να συμμετάσχουν στις διαδικασίες, έγινε ολοφάνερο πως ήταν ειρωνικά μάταιο να αγωνίζονται (παίρνοντας αδιανόητα ρίσκα) για την ελευθερία των άλλων, την στιγμή που οι ίδιες δεν είχαν το στοιχειώδες δικαίωμα της συμμετοχής. Αλλά η διεκδίκηση συμμετοχής στα πολιτικά δικαιώματα πολύ γρήγορα έγινε διεκδίκηση συμμετοχής στην εκπαίδευση, την οικονομική ανεξαρτησία, τον λόγο, την πράξη. Και, χωρίς ακόμα να λέγεται εντελώς καθαρά, διεκδίκηση αυτονομίας και αυτοπροσδιορισμού, άρα δικαίωμα αυτονομίας του γυναικείου σώματος. Το σώμα μας, ο εαυτός μας – από τότε.
Το σώμα δέχεται πρώτο αυτό την ταπείνωση και την καταπίεση του ετεροπροσδιορισμού. Δέχεται πρώτο την επιβολή. Και προσχωρεί πρώτο στην πράξη της επανάστασης. Κι ας μοιάζει σαν οι διεκδικήσεις που αφορούν την ανεξαρτησία του γυναικείου σώματος να ήρθαν, ιστορικά μιλώντας, τελευταίες (με το δεύτερο κύμα του φεμινισμού, δηλαδή μετά το 1965). Γιατί όταν οι γυναίκες «βγήκαν», μεταφορικά, αλλά κυρίως κυριολεκτικά, από τον ιδιωτικό χώρο και διεκδίκησαν τον δημόσιο, αυτό που, μεταφορικά αλλά κυρίως κυριολεκτικά, βγήκε προς τα έξω για να διεκδικήσει και να εκτεθεί, ήταν το σώμα τους.
Η γυναικεία πράξη και, πολύ περισσότερο, η φεμινιστική πράξη είναι, σχεδόν εξ ορισμού, καταρχήν σωματική.
Ίσως γι’ αυτό οι γυναίκες εφηύραν ως πολιτικό όπλο την απεργία πείνας (το 1909). Η απεργία πείνας μεταφέρει την πολιτική διεκδίκηση στο επίπεδο του σώματος. Στο κοινωνικό επίπεδο, οι γυναίκες σιτίζονταν πάντα και σε κάθε κοινωνία λιγότερο καλά από τους άντρες. Στο ψυχικό επίπεδο, η οικειοθελής στέρηση της τροφής, σήμερα γνωστή ως νευρική ανορεξία, ήταν ένας τρόπος να δηλωθεί το χάσμα ανάμεσα στην αναπόδραστη καταπίεση και την επιθυμία της διαφυγής. Οι γυναίκες που δεν άντεχαν τη βιαιότητα της αντρικής εξουσίας στα σπίτια τους, έπαυαν να τρώνε. Οι γυναίκες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με την κρατική εξουσία στις φυλακές ανακάλυψαν ως όπλο την απεργία πείνας. Οι περιγραφές της βίαιης σίτισης (με ένα σωλήνα που, περνώντας από τα ρουθούνια και ξεσκίζοντας τον οισοφάγο, άδειαζε υγρή τροφή στα στομάχια των κρατούμενων γυναικών) μοιάζουν με περιγραφές βιασμού. Αλλά αν ο πραγματικός βιασμός είναι το απόλυτο όπλο στον ακήρυχτο πόλεμο κατά των γυναικών, ο μεταφορικός βιασμός της βίαιης σίτισης αποδείχθηκε ανεπαρκής. Γιατί οι γυναίκες που την υπέστησαν δεν κάμφθηκαν. Ακόμα χειρότερα, δημοσιοποίησαν τη φρίκη. Και η δημοσιοποίηση, η δημόσια έκθεση του σώματος και του λόγου τους, ήταν τελικά η αποτελεσματικότερη φεμινιστική πράξη σε ένα αγώνα που δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Όταν, μισό αιώνα αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μια άλλη γενιά γυναικών ξανάπιασε το κομμένο νήμα του φεμινισμού, ήταν λογικό το γυναικείο σώμα να βρεθεί στο επίκεντρο των διεκδικήσεων και να γίνει το επίκεντρο της φεμινιστικής πράξης. Ο αγώνας για γυναικείο έλεγχο της μητρότητας και των αναπαραγωγικών λειτουργιών, ο αγώνας για ελεύθερη ασφαλή αντισύλληψη και ελεύθερη ασφαλή έκτρωση, ο αγώνας κατά του βιασμού, κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης, κατά της πορνογραφίας, ήταν τα επιμέρους κεφάλαια ενός ενιαίου αγώνα για το δικαίωμα των γυναικών να κατέχουν, αυτές και μόνον αυτές, επιτέλους, το ίδιο τους το σώμα.  
Στην «Τζέιν», την Παράνομη Υπηρεσία Εκτρώσεων, που ιδρύθηκε το 1969 στο Σικάγο, συμμετείχαν πάνω από 3.000 νέες γυναίκες και ώς το 1973, όταν νομιμοποιήθηκαν οι εκτρώσεις στις ΗΠΑ, έκαναν πάνω από 12.000 παράνομες εκτρώσεις. Στην αρχή απλώς βοηθούσαν τις γυναίκες να βρουν γιατρό και πρόσφεραν ψυχολογική και πρακτική στήριξη, μετά επέβαλαν στους γιατρούς τους δικούς οικονομικούς και δεοντολογικούς όρους, μετά έγιναν παραϊατρικοί βοηθοί στις επεμβάσεις, μετά έμαθαν να προκαλούν ασφαλείς αποβολές σε γυναίκες που είχαν περάσει το πρώτο τρίμηνο εγκυμοσύνης, και στο τέλος έμαθαν να κάνουν οι ίδιες τις αποξέσεις. 12.000 παράνομες, αλλά εντελώς ασφαλείς εκτρώσεις, μέσα σε ανθρώπινες συνθήκες. Kάνοντας πράξη (και μάλιστα άκρως παράνομη) τη φεμινιστική διεκδίκηση, η «Τζέιν» εντάχθηκε σε μία πανάρχαια γυναικεία παράδοση μαιευτικής. Πολύ περισσότερο, έδωσε ένα νέο νόημα σ’ αυτήν την παράδοση, το νόημα της συνειδητής στάσης και του δικαιώματος στην ελεύθερη επιλογή για όποιο θέμα αφορά το σώμα μας. Δηλαδή, τον εαυτό μας.
Η φεμινιστική πράξη είναι πάντα προκλητική. Κυρίως εξαιτίας της άκρας σωματικότητάς της. Κυρίως επειδή εκθέτει το γυναικείο σώμα διεκδικώντας την απελευθέρωσή του από τους έξωθεν προσδιορισμούς. Κυρίως γιατί θυμίζει πως είμαστε το σώμα μας και πως η ελευθερία είναι πρώτ’ απ’ όλα ελευθερία του σώματος.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!